Το πρώτον της ζωής μου ταξίδιον

Το πρώτον της ζωής μου ταξίδιον

Σαν να μην είχε ξημερώσει. Ούτε έβρεχε: τέτοια νωθρότητα ο καιρός. Θα ξυπνήσει ο κόσμος, έλεγαν, θέμα χρόνου να βγει ο ήλιος, θα ανοίξουν τα παράθυρα, είχαν ξοδευτεί οι λύχνοι, τα φανάρια, τα καντήλια στα σπίτια, στις εκκλησίες, είχαν ζυμώσει οι γυναίκες. Περπατούσαν πάντως εδώ και ώρες. Είχαν ξεκινήσει με το φεγγάρι στο τέταρτό του να φωτίζει όσο χρειαζόταν για να μη τους καθυστερεί το σκοτάδι. Φορτωμένα μουλάρια και άλογα ταϊσμένα, όλα κατά το συνήθειο. Στην ώρα τους είχαν φύγει, πριν λαλήσει κόκορας, η γάτα στην κουβέρτα της. Είχαν νερό στη στάμνα, έριξαν κάμποσο στα μούτρα τους για να ξυπνήσουν. Να πιτσιλίσει ήσυχα το νερό τα πόδια τους, να μην πάει χαμένη ούτε μία στάλα. Πέντε μονοπατιών δρόμος ώσπου να φτάσουν στο πέρασμα του Μόστολου. Από εκεί άρχιζε ο ανήφορος. Στου Μόστολου ξαπόσταιναν. Είχε γεράσει ο άνθρωπος, δεν ξεχνούσε όμως ότι θα περνούσαν την ώρα που έπρεπε. Ούτε μια φορά δεν είχαν λαθευτεί. Όλες τις φορές άνοιγε την πόρτα του σπιτικού του, έλεγε να περάσουν, οι δικοί του άνθρωποι, γυναίκα και παιδιά, θα φρόντιζαν τα μουλάρια και τα άλογα, είχε ζεστό ψωμί, λάδι των ελιών του, μια νταμιζάνα κρασί, είχε κρατήσει ένα κεφάλι τυρί. Ίσα-ίσα να συμπιαστούν, να βγουν στα ψηλώματα, να μη τους προλάβει η λαύρα. Οι περισσότεροι ξυπόλητοι, είχαν τα παπούτσια στο δισάκι τους, να τα φορέσουν όταν θα έφταναν εκεί που πήγαιναν. Στάθμευαν λίγο πριν, εκεί όπου έφτανε στη μύτη τους η μυρουδιά του τόπου, να κάνουν λογαριασμό, να ξεκαθαρίσουν τις υποχρεώσεις και τα κουμάντα. Έπλεναν τα πόδια τους για να μην κουβαλούν τη σκόνη του δρόμου τους, έσπρωχναν τα δάχτυλα των ποδιών να μπουν στα παπούτσια, φορεμένα από γονιούς και θείους, ήξεραν κατά πού να βαδίσουν, κατά πού να σταθούν, να ξεφορτώσουν, να δώσουν και να πάρουν, να φορτώσουν και να φύγουν για την επιστροφή. Έβγαζαν τα παπούτσια τους να λευτερωθούν οι πατούσες τους, να βρουν τις πατημασιές τού ερχομού και πάνω σε εκείνες τις πατημασιές τους να βηματίσουν. Όσο που πήγαν, τόσο να γυρίσουν. Και πάντα είχε ξημερώσει. Και πάντα έβρεχε. Και κρυμμένος ο ήλιος. Ώσπου να τον δούν, δεν τους είχε κοιτάξει. Ώσπου να πάρουν τον κατήφορο και να φτάσουν στου Μόστολου την πόρτα, δύο μερόνυχτα ήταν η απόσταση.

Τέτοιο ταξίδι δεν έκανα νωρίς. Το ήξερα όμως απ’ έξω και ανακατωτά από εκείνους που το έλεγαν όπως το είχαν κάνει ή όπως το είχαν ακούσει. Μετρούσα τα ταξίδια του πατέρα μου από τις καπελιέρες που έφερνε δώρο στη μητέρα, κάθε ταξίδι και μια καπελιέρα, η μια πάνω στην άλλη, κολόνες από το πάτωμα ως εκεί όπου έφτανε το χέρι, ξεχωριστά οι στρογγυλές, οι ψηλές, οι κοντές, οι τετράγωνες, από τσόχα, χαρτόνι μαύρο, λεπτό ξύλο κερασιάς, καπέλα μικρά, μεγάλα, με φτερά, με λουλούδια, με κορδέλες πολύχρωμες, με φιογκάκια, το καθένα στην καπελιέρα του. Η μητέρα δεν έβγαινε στο δρόμο δίχως να φοράει το καπέλο της, ας πήγαινε ως τον μπακάλη.

«Ορκίζεσαι ότι με αγαπάς;» ρώτησε η Χρυσάνθη. «Για να δούμε που θα μου δείξεις πως θα δω πως έτσι είναι για να μου το δείξεις, η πόρτα ανοιχτή για να ανοίξεις ότι θα μου δείξεις, κάτω από τη σκάλα δεν ψάχνει κανείς».

Σαν να είχε ξημερώσει, ας ήταν σκοτεινά. Έβρεχε τον κατακλυσμό και είχε ανταριάσει ο κόσμος, έφευγαν οι πέτρες από τη θέση τους και μπούκωνε ο βοριάς τις πόρτες και τα παράθυρα. Όσο και αν σκεπαζόσουν στο κρεβάτι, σε τύλιγε η υγρασία. Η ταραχή είχε εξορίσει τον ύπνο, τρεμόπαιζε στα τελευταία της η φλόγα στους λύχνους, στα φανάρια, στα καντήλια των σπιτιών και των εκκλησιών, δεν έλεγε να φουσκώσει το ζυμάρι να πάει για φούρνισμα, η γάτα κουλουρισμένη στην κουβέρτα της. Είχα ξεκινήσει έτοιμος, με το μουστάκι φυτρωμένο μόλις, καταπάνω στη μυρουδιά της βροχής που με αναγνώριζε από τον ήχο των βημάτων μου στα στενά μονοπάτια, άνοιγαν για μια στιγμή τα σύννεφα και φώτιζε όσο κρατάει μια ανάσα η πανσέληνος. Στην ώρα μου είχα φύγει, δεν περίμενα να λαλήσει κόκορας. Είχα ρίξει δυο χούφτες νερό στα μούτρα μου για να γλυκάνει η όψη μου. Πέντε μονοπατιών δρόμος ώσπου να φτάσω στο πέρασμα του Μόστολου. Από εκεί άρχιζε ο ανήφορος. Ούτε ιδέα να σταθώ στου Μόστολου να ξαποστάσω. Δεν είχε στο μυαλό του ότι θα περνούσα την ώρα που ξόδευα. Ούτε εγώ το ήξερα. Ούτε ο σκύλος του που γαύγιζε και όρθωνε την τρίχα του. Ετούτη την φορά είχε λαθευτεί ο Μόστολος, είχε φορτωθεί μπόλικους μήνες παραπάνω στην πλάτη του, γνώριζε τα ταξίδια, τα παλιά και τα απαράλλαχτα, δεν σκεφτόταν το πρώτο της ζωής μου ταξίδιον, δεν είχε λογαριάσει πως ήμουν έτοιμος. Κοντοστάθηκα ωστόσο εκεί να μετρήσω την ανηφόρα, δεν την είχε ταλαιπωρήσει η βροχή, στην κορφή της γαλάζιος ο ουρανός. Ίσα-ίσα να συμπιαστώ, να με πετύχει η καλοκαιρία. Είχαν μουσκέψει τα παπούτσια μου, φορεμένα από γονιούς και θείους, ήξεραν κατά πού θα βάδιζα, είχαν φουσκώσει οι πατούσες μου. Είχα ξεκινήσει από το δωμάτιό μου, είχα ταξιδέψει ως το δωμάτιο με τις καπελιέρες δίχως να με αντιληφθεί ο Μόστολος, είχα επιστρέψει στο δωμάτιό μου, είχε μουσκέψει και η καπελιέρα που είχα διαλέξει στα τυφλά, έφτασα στο σπίτι της Χρυσάνθης, έσπρωξα την πόρτα, έσπρωξα την καπελιέρα κάτω από την ξύλινη σκάλα, δύσκολα βρήκα τον τρόπο να γυρίσω στο δωμάτιό μου. Σαν να είχε ξημερώσει, ας ήταν σκοτεινά. Σαν δύο μερόνυχτα μού είχε φανεί η απόσταση.

«Μην ορκίζεσαι ότι με αγαπάς», είπα στη Χρυσάνθη, «να μου δείξεις όμως πως θα δω πως έτσι είναι για να μου το δείξεις, να το φορέσεις για να παντρευτούμε, αφού σε αγαπώ για να παντρευτούμε». «Τι θα πω στη μάνα μου για να της το πω όπως θα πρέπει να το πω», ανησύχησε η Χρυσάνθη. «Να της το πεις όπως θα πρέπει να το πεις», ανησύχησα, «αλίμονο αν δεν σε αφήσει που θα πρέπει να σε αφήσει να παντρευτούμε, αφού σε αγαπώ για να παντρευτούμε».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: