Εδώ βρίσκεται και η μικρή ανταγωνιστική διαστροφή του αφοσιωμένου αναγνώστη: αν δεν καταφέρει να τον εκπλήξει ο συγγραφέας στο τέλος, ο έμπειρος αναγνώστης χαίρεται που ξέφυγε από τις παγίδες τού κάθε επίδοξου Ζορζ Σιμενόν, και απέδειξε την ανωτερότητά του. Το στοίχημα μεγαλώνει με τη διασημότητα του συγγραφέα. Άλλο είναι να παραβγείς με τον Ουίλιαμ Μακχάργκ κι άλλο με την Άγκαθα Κρίστι και ν’ αποδείξεις, με συγκρατημένη ανωτερότητα και υπερηφάνεια, ότι, τελικά, ίσως να μην είναι και τόσο μεγάλη, ή να μη στάθηκε στο ύψος της σε αυτό το μυθιστόρημα. Αν, βέβαια, το αντίπαλον δέος σου τη φέρει, μπορείς πάντα να το κατηγορήσεις για τρύπες στην πλοκή και απιθανότητες. Κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα αυτού του είδους είναι μια μικρή μονομαχία ανάμεσα στον κατασκευαστή του γρίφου και στον λύτη. Μάλιστα υπάρχει ένα ολόκληρο είδος λογοτεχνίας, η λογοτεχνία γρίφων, μια υποκατηγορία της λογοτεχνίας μυστηρίου, που συγγενεύει με τα αστυνομικά μυθιστορήματα αυτού του είδους. Για παράδειγμα, ο Κίπλιγκ έχει γράψει μια τέτοια ιστορία, όπου ο πρωταγωνιστής, ένας άνθρωπος που μισεί θανάσιμα τις γάτες, αρχίζει να βρίσκει κάθε μέρα κι από ένα γατάκι στα πιο απίθανα μέρη. Πάνω στο στήθος του το πρωί καθώς ξυπνάει, ένα μισοπεθαμένο στην τσέπη του πανωφοριού του καθώς ψάχνει για τα γάντια του, ένα στριμωγμένο ανάμεσα στα ρούχα του στην κασέλα, ένα τυφλό κάτω από την καρέκλα του στο εστιατόριο, ένα κρεμασμένο με το κεφάλι κάτω στη γυάλα που φυλάει τον καπνό του, ένα να το ξεσκίζει το τεριέ του στη βεράντα κ.λπ. Ο ίδιος αρχίζει μια σειρά υποθέσεων, μέχρι που καταλήγει σε μεταφυσικές ερμηνείες που τον σταματούν από το να αδιαφορήσει ή να ξεκάνει τα γατιά (παρόλο που τα μισεί θανάσιμα), έως ότου, φυσικά, αποκαλυφθεί η απόλυτα λογική και απλή εξήγηση στο τέλος της ιστορίας.
Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ μάς εξηγεί ότι η αστυνομική ιστορία μάς αφηγείται τις περιπέτειες ενός ανθρώπου καθώς αυτός ψάχνει να βρεί μια κρυμμένη αλήθεια. Θα έλεγε κανείς ότι το ένστικτο που αναζητά ικανοποίηση στον αναγνώστη αστυνομικών μυθιστορημάτων δεν είναι ούτε επιθετικό, ούτε σαδιστικό, καθώς διαβάζει για φόνους και αποτρόπαια εγκλήματα, δεν αναζητά καν μια τρομακτική εμπειρία που να συμπεριλάβει ανακουφιστικά όλες τις αγωνίες του. Στην πραγματικότητα, το αστυνομικό μυθιστόρημα συγγενεύει περισσότερο με το παιχνίδι και την εξερεύνηση, είναι περισσότερο εκδήλωση της εγγενούς περιέργειας που έχει κάθε άνθρωπος ήδη από την παιδική του ηλικία καθώς γνωρίζει τον κόσμο και της προσπάθειάς του να λύσει τα αινίγματα που του θέτει η ζωή και να κυριαρχήσει στο άγνωστο. Ανεβάζει ευχάριστα την αδρεναλίνη, καθώς σου βάζει προς λύση έναν διανοητικό γρίφο.
Λίγο καιρό πριν από τον θάνατο της Άννας Φρόιντ, ο διάσημος κοινωνιολόγος Κρίστοφερ Μπάντκοκ, σε μια επίσκεψη στο σπίτι όπου έμενε με τον πατέρα της στα τελευταία χρόνια της εξορίας τους στο Λονδίνο, σχολίασε τη μεγάλη συλλογή αστυνομικών μυθιστορημάτων στη βιβλιοθήκη. Εκείνη του είπε ότι ο πατέρας της ήταν φανατικός αναγνώστης ιστοριών μυστηρίου και, μάλιστα, το τελευταίο μισοτελειωμένο βιβλίο του για τον Μωυσή ο ίδιος το θεωρούσε «ιστορικό μυθιστόρημα», βασισμένος στην πεποίθηση ότι ο Μωυσής ήταν στην πραγματικότητα ένας Αιγύπτιος που δολοφονήθηκε από τους Εβραίους, οι οποίοι στη συνέχεια αλλοίωσαν τα βιβλικά κείμενα για να συγκαλύψουν το έγκλημα. Υπάρχουν και αυτοί που πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα όλο το έργο του Φρόιντ δεν είναι άλλο παρά μια διανοητικοποιημένη προσπάθεια συγκάλυψης του πάθους του για τους γρίφους των μυστηρίων.
Στην αστυνομική λογοτεχνία δεν είναι ασυνήθιστο να βασίζεται η πλοκή του μυθιστορήματος στην εξιχνίαση ενός μυστηρίου με βάση την ψυχολογία του δράστη, ή να βασίζεται ο εντοπισμός των κινήτρων του δολοφόνου σε ψυχαναλυτικές αρχές, έτσι ώστε να μπορούν να προβλεφθούν οι κινήσεις του και να συλληφθεί. Στο ψυχολογικό αστυνομικό μυθιστόρημα οι εγκληματολόγοι βασίζονται πολλές φορές σε επιστημονικές μεθόδους, όπως την ψυχοφυσιολογία και τη ψυχοφαρμακολογία, κάνοντας χρήση συσκευών ανίχνευσης ψεύδους και ορούς αληθείας. Βασίζονται επίσης σε ψυχολογικούς τρόπους έρευνας, όπως η επεξεργασία του ψυχολογικού προφίλ του εγκληματία, προσπαθώντας να αποκαλύψουν πτυχές της ψυχικής του κατάστασης. Ο Ουίλιαμ Μακχάργκ, που αναφέραμε νωρίτερα, έχει γράψει γύρω στα 1940 μια σειρά από αφηγήματα, τις «Υποθέσεις του Ντετέκτιβ Ο’ Μάλεϊ», όπου ο εν λόγω πρωταγωνιστής χρησιμοποιεί ποικίλες μεθόδους για να μπορέσει να μπει στον νου του εγκληματία, όπως το να χρησιμοποιεί τα λεγόμενα εγκληματιών σε αλλοιωμένες καταστάσεις συνείδησης (όταν μιλούν στον ύπνο τους ή υπό την επήρεια φαρμάκων), ή να χρησιμοποιεί επιστημονικές ανακαλύψεις από τον τρόπο ομιλίας των μικρών παιδιών ή τη συμπεριφορά των ζώων, προκειμένου να προσεγγίσει τρόπους σκέψης που διαφέρουν από τον συνηθισμένο τρόπο σκέψης του ενηλίκου και έτσι να πλησιάσει περισσότερο την ψυχή του δολοφόνου. Ο Έρνεστ Πόατ το 1920 χρησιμοποίησε για ήρωά του έναν ψυχίατρο της Νέας Υόρκης, τον Δρα Μπέντιρον, που εξιχνιάζει τα εγκλήματα δημιουργώντας ψυχολογικά προφίλ των υπόπτων, με βάση τις αρχές της φροϊδικής ανάλυσης. Πολλοί άλλοι στη συνέχεια έχουν χρησιμοποιήσει ψυχολογική γνώση ή ψυχιάτρους για τα μυθιστορήματά τους, αλλά ο Πόατ είναι ο πρώτος που εισήγαγε αυτήν την καθαρά ψυχολογική προσέγγιση στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Ένας πολύ ενδιαφέρων συγγραφέας αυτού του είδους λογοτεχνίας είναι ο Φαν Ντάιν, ο ήρωας του οποίου, ο Φάιλο Βανς, ακολουθεί τις αρχές όχι της φροϊδικής αλλά της γνωσιακής ψυχολογίας, που πρεσβεύει ότι κάθε άνθρωπος έχει χαρακτηριστικούς τρόπους νόησης και επεξεργασίας των δεδομένων, και ότι αν μελετήσεις αυτά τα νοητικά μοτίβα που εμφανίζονται σ’ ένα έγκλημα μπορείς να βρείς τον «συγγραφέα», τρόπον τινά, του εγκλήματος. Να συμπεράνεις, δηλαδή, ποιος νους σοφίστηκε το συγκεκριμένο έγκλημα, βασιζόμενος στο πώς σκέφτεται αυτός ο νους σε άλλες καταστάσεις της ζωής του που δεν σχετίζονται με το έγκλημα.