Στη μπαλάντα αυτή ο ομιλητής, συγκεκριμένα, ο συγγραφέας Ζήσης Αϊναλής, απευθύνεται στο Θεό της ποίησης καθώς πηγαίνει να τον συναντήσει στην Πρέβεζα, ιχνηλατώντας τις καταβολές του ελληνικού στίχου στον Καρυωτάκη. Η ιχνηλασία ξεκινά από τη δική του γενιά, την ποιητική γενιά του 2000, και πάει πίσω στις γενιές του ’80 (Μπλάνας), του ‘60 (Λεοντάρης) και του ’50 (Αναγνωστάκης). Η ιχνηλασία ταλαντεύεται ανάμεσα σε αντιθέσεις τις οποίες αρνείται να συμφιλιώσει ή να υπερβεί, όπως σιωπή-φωνή, πράξη-λόγος, παρόν-παρελθόν, κατάφαση-αντίφαση και ποίημα-αίμα. Η βασική όμως αντίθεση είναι ανάμεσα στο έκπτωτο σήμερα της ποίησης και σε μια ανεπανάληπτη ιστορική στιγμή της, όταν σώμα και πράξη ταυτίζονταν με τον ποιητικό λόγο, πράγμα που τώρα μοιάζει ανέφικτο. Όπως αναρωτιέται το ποίημα που ακολουθεί ετούτο (και κλείνει τη συλλογή στην οποία θα ενταχθούν και τα δύο) με τι αίμα θα γραφεί το μέλλον; Ο ομιλητής απευθύνεται επώνυμα σε οκτώ συνομηλίκους και συντρόφους του ποιητές, γεννημένους μεταξύ 1977-85, ζητώντας να μάθει.
Το αισθητικό ζήτημα που θέτει το ποίημα είναι οικείο. Σε περιόδους φιλοσοφικής και άλλης αβεβαιότητας, ορισμένοι ποιητές αναφέρονται σε μια φαντασιακή, Αδαμική ιστορική στιγμή, πρόσφατη ή παλαιότερη, όταν τα διλήμματα για το ρόλο της τέχνης δεν υπήρχαν επειδή η λειτουργία της ήταν πλήρως ενσωματωμένη στον κοινωνικό βίο. Όμως το κυρίως ζήτημα του ποιήματος, το οποίο τονίζεται από τη σωρεία ονομάτων ποιητών, είναι κοινωνικό, και μελαγχολικά καταφατικό, και αφορά τη λειτουργία του. Όσο ανενεργός και αν είναι ο σημερινός ρόλος της ποίησης, η συντεχνία των ποιητών διαρκεί, πρέπει να διαρκέσει, και να συνομιλεί με προγενέστερες συντεχνίες, αφού η ποίηση δεν είναι ατομική υπόθεση. Μπορεί όμως σήμερα να διαρκέσει; Αυτό είναι το εναγώνιο ερώτημα του ποιήματος. Μιλώντας για συντεχνία δεν εννοώ βεβαίως σινάφι ή συνδικάτο αλλά εκείνη την έννοια της ποιητικής παράδοσης που είχε κατά νου ο Γιάννης Δάλλας τιτλοφορώντας τα δοκίμιά του Υπερβατική συντεχνία (1958), δηλαδή μια τοπική και
διαχρονική ομάδα μαστόρων και τεχνιτών με κοινές αρχές για την πρακτική τους.
Παρόμοιες ποιητικές συντεχνίες επικαλούνται, επίσης ονομαστικά, ο Μιχάλης Κατσαρός, ποιητής της γενιάς του ’50, στη θρυλική «Μπαλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι» και ο Γιάννης Δάλλας, ποιητής της γενιάς του ’60, στο 26ο κομμάτι της Ανατομίας. Όπως και στο ποίημα του Αϊναλή, οι καιροί είναι δεινοί. Οι σύντροφοι του πρώτου «κλειστήκανε στο σπήλαιό τους» και του δεύτερου «ένας ένας ημερέψαμε» στο κλουβί τους. Κι αυτών τα όπλα έχουν σωπάσει. Σε αυτή τους τη μοναξιά θυμούνται άραγε τα λόγια και τα έργα που κάποτε μοιράζονταν; Κι όμως, μέσα στην «απόγνωση» (Αϊναλής), παραμένει αναγκαία και επείγουσα η σχέση τους με συγκαιρινούς ποιητές και πιο παλιά με τον Καρυωτάκη (Αϊναλής), κι ακόμα πιο παλιά με τις μπαλάντες του Βιγιόν (Κατσαρός), που τον έκανε όπερα ο Πάουντ (όπως και τον Καβαλκάντι και τις μπαλάντες του), και με όλους τους «άδοξους ποιητές των αιώνων» (Καρυωτάκης) που κάτι πάει μαζί τους «λάθος» (Αϊναλής). Είναι χαρακτηριστικό πως τρεις ποιητές της «γενιάς της ήττας», οι Αναγνωστάκης, Σαχτούρης και Σινόπουλος, αναφέρονται και στα τρία ποιήματα.