Παίζουμε ένα ποίημα; / Βασίλης Λαμπρόπουλος - Χάρτης

Παίζουμε ένα ποίημα;

Συγ­γρα­φείς, ανα­γνώ­στες και κρι­τι­κοί μπο­ρούν να παί­ξουν, μα­ζί ή μό­νοι, ένα ποί­η­μα με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους, σαν παι­χνί­δι, όρ­γα­νο, θέ­α­τρο, στοί­χη­μα, παρ­τι­τού­ρα. Η τα­κτι­κή αυ­τή στή­λη παί­ζει κά­θε φο­ρά ένα πρό­σφα­το ελ­λη­νό­γλωσ­σο ποί­η­μα, για να θέ­σει ένα γε­νι­κό ποι­η­τι­κό, αι­σθη­τι­κό ή άλ­λο πα­ρεμ­φε­ρές θέ­μα.

(3) Ο σύ­ντρο­φος ποι­η­τής

Ζ. Δ. Αϊναλής: «Ένα ποίημα για τη νύχτα» (2018)

Τραβάω, Κύριε,
τη γραμμή πίσω στις σκοτεινές καταβολές της
Παπαντωνόπουλος, Μπλάνας, Ασλάνογλου
σαράντα χρόνια απόγνωση

ανηφορίζω τον Σινόπουλο ως το τέρμα.
Τις νύχτες δέομαι με Λεοντάρη
μετρώ στα δάχτυλα το κόστος της σιωπής
και τρέμω

ανοίγω τον Αναγνωστάκη και διαβάζω με τη φωνή του Τσιάκου
έρπω ως τον Στίγκα καταφάσκοντας
στις αντιφάσεις του Καρούζου
με πιάνει ο Μίλτος με φωνές
και με ξεπουπουλιάζει.
Σαν το κερί, καπνίζει ο Λειβαδίτης στη γωνιά
απ’ τα φτερά του κρεμασμένος
και με την μπάσα του φωνή τρέμει ο Κυριάκος στο Δραμάιλο

εκστατικός κι εσταυρωμένος.
Εχ, φίλε μου εσύ, παλιέ, Σαμσών ειδωλολάτρη,
δώσε φωνή στα κόκαλα, βάλε φωτιά στο αίμα!
– Χρήστο Μαρτίνη, πες, τι πάει μαζί μου λάθος;
Γιατί έχω πάντα στο προσκεφάλι μου τον Τραϊανό
και τον Αρμάο στο μυαλό μου;
Αν ξαναδείς τον Ελίοφορ Φέστους
πες του πως με συνάντησες

μία βραδιά στην Καλογρέζα
μ’ ένα Καλάσνικοφ στη γλώσσα μου
και με κομμένα χέρια.
[…]
Θεέ της Ποίησης,
Εσύ που ακούς τις προσευχές,
έρχομαι νύχτα Πρέβεζα

για να Σε συναντήσω.

Στη μπα­λά­ντα αυ­τή ο ομι­λη­τής, συ­γκε­κρι­μέ­να, ο συγ­γρα­φέ­ας Ζή­σης Αϊ­να­λής, απευ­θύ­νε­ται στο Θεό της ποί­η­σης κα­θώς πη­γαί­νει να τον συ­να­ντή­σει στην Πρέ­βε­ζα, ιχνη­λα­τώ­ντας τις κα­τα­βο­λές του ελ­λη­νι­κού στί­χου στον Κα­ρυω­τά­κη. Η ιχνη­λα­σία ξε­κι­νά από τη δι­κή του γε­νιά, την ποι­η­τι­κή γε­νιά του 2000, και πά­ει πί­σω στις γε­νιές του ’80 (Μπλά­νας), του ‘60 (Λε­ο­ντά­ρης) και του ’50 (Ανα­γνω­στά­κης). Η ιχνη­λα­σία τα­λα­ντεύ­ε­ται ανά­με­σα σε αντι­θέ­σεις τις οποί­ες αρ­νεί­ται να συμ­φι­λιώ­σει ή να υπερ­βεί, όπως σιω­πή-φω­νή, πρά­ξη-λό­γος, πα­ρόν-πα­ρελ­θόν, κα­τά­φα­ση-αντί­φα­ση και ποί­η­μα-αί­μα. Η βα­σι­κή όμως αντί­θε­ση εί­ναι ανά­με­σα στο έκ­πτω­το σή­με­ρα της ποί­η­σης και σε μια ανε­πα­νά­λη­πτη ιστο­ρι­κή στιγ­μή της, όταν σώ­μα και πρά­ξη ταυ­τί­ζο­νταν με τον ποι­η­τι­κό λό­γο, πράγ­μα που τώ­ρα μοιά­ζει ανέ­φι­κτο. Όπως ανα­ρω­τιέ­ται το ποί­η­μα που ακο­λου­θεί ετού­το (και κλεί­νει τη συλ­λο­γή στην οποία θα εντα­χθούν και τα δύο) με τι αί­μα θα γρα­φεί το μέλ­λον; Ο ομι­λη­τής απευ­θύ­νε­ται επώ­νυ­μα σε οκτώ συ­νο­μη­λί­κους και συ­ντρό­φους του ποι­η­τές, γεν­νη­μέ­νους με­τα­ξύ 1977-85, ζη­τώ­ντας να μά­θει.
Το αι­σθη­τι­κό ζή­τη­μα που θέ­τει το ποί­η­μα εί­ναι οι­κείο. Σε πε­ριό­δους φι­λο­σο­φι­κής και άλ­λης αβε­βαιό­τη­τας, ορι­σμέ­νοι ποι­η­τές ανα­φέ­ρο­νται σε μια φα­ντα­σια­κή, Αδα­μι­κή ιστο­ρι­κή στιγ­μή, πρό­σφα­τη ή πα­λαιό­τε­ρη, όταν τα δι­λήμ­μα­τα για το ρό­λο της τέ­χνης δεν υπήρ­χαν επει­δή η λει­τουρ­γία της ήταν πλή­ρως εν­σω­μα­τω­μέ­νη στον κοι­νω­νι­κό βίο. Όμως το κυ­ρί­ως ζή­τη­μα του ποι­ή­μα­τος, το οποίο το­νί­ζε­ται από τη σω­ρεία ονο­μά­των ποι­η­τών, εί­ναι κοι­νω­νι­κό, και με­λαγ­χο­λι­κά κα­τα­φα­τι­κό, και αφο­ρά τη λει­τουρ­γία του. Όσο ανε­νερ­γός και αν εί­ναι ο ση­με­ρι­νός ρό­λος της ποί­η­σης, η συ­ντε­χνία των ποι­η­τών διαρ­κεί, πρέ­πει να διαρ­κέ­σει, και να συ­νο­μι­λεί με προ­γε­νέ­στε­ρες συ­ντε­χνί­ες, αφού η ποί­η­ση δεν εί­ναι ατο­μι­κή υπό­θε­ση. Μπο­ρεί όμως σή­με­ρα να διαρ­κέ­σει; Αυ­τό εί­ναι το ενα­γώ­νιο ερώ­τη­μα του ποι­ή­μα­τος. Μι­λώ­ντας για συ­ντε­χνία δεν εν­νοώ βε­βαί­ως σι­νά­φι ή συν­δι­κά­το αλ­λά εκεί­νη την έν­νοια της ποι­η­τι­κής πα­ρά­δο­σης που εί­χε κα­τά νου ο Γιάν­νης Δάλ­λας τι­τλο­φο­ρώ­ντας τα δο­κί­μιά του Υπερ­βα­τι­κή συ­ντε­χνία (1958), δη­λα­δή μια το­πι­κή και δια­χρο­νι­κή ομά­δα μα­στό­ρων και τε­χνι­τών με κοι­νές αρ­χές για την πρα­κτι­κή τους.

Πα­ρό­μοιες ποι­η­τι­κές συ­ντε­χνί­ες επι­κα­λού­νται, επί­σης ονο­μα­στι­κά, ο Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός, ποι­η­τής της γε­νιάς του ’50, στη θρυ­λι­κή «Μπα­λά­ντα για τους ποι­η­τές που πέ­θα­ναν νέ­οι» και ο Γιάν­νης Δάλ­λας, ποι­η­τής της γε­νιάς του ’60, στο 26ο κομ­μά­τι της Ανα­το­μί­ας. Όπως και στο ποί­η­μα του Αϊ­να­λή, οι και­ροί εί­ναι δει­νοί. Οι σύ­ντρο­φοι του πρώ­του «κλει­στή­κα­νε στο σπή­λαιό τους» και του δεύ­τε­ρου «ένας ένας ημε­ρέ­ψα­με» στο κλου­βί τους. Κι αυ­τών τα όπλα έχουν σω­πά­σει. Σε αυ­τή τους τη μο­να­ξιά θυ­μού­νται άρα­γε τα λό­για και τα έρ­γα που κά­πο­τε μοι­ρά­ζο­νταν; Κι όμως, μέ­σα στην «από­γνω­ση» (Αϊ­να­λής), πα­ρα­μέ­νει ανα­γκαία και επεί­γου­σα η σχέ­ση τους με συ­γκαι­ρι­νούς ποι­η­τές και πιο πα­λιά με τον Κα­ρυω­τά­κη (Αϊ­να­λής), κι ακό­μα πιο πα­λιά με τις μπα­λά­ντες του Βι­γιόν (Κα­τσα­ρός), που τον έκα­νε όπε­ρα ο Πά­ουντ (όπως και τον Κα­βαλ­κά­ντι και τις μπα­λά­ντες του), και με όλους τους «άδο­ξους ποι­η­τές των αιώ­νων» (Κα­ρυω­τά­κης) που κά­τι πά­ει μα­ζί τους «λά­θος» (Αϊ­να­λής). Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πως τρεις ποι­η­τές της «γε­νιάς της ήτ­τας», οι Ανα­γνω­στά­κης, Σα­χτού­ρης και Σι­νό­που­λος, ανα­φέ­ρο­νται και στα τρία ποι­ή­μα­τα.

Μιχάλης Κατσαρός: «Μπαλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι» (1958)

Οι ποιητές κλειστήκανε στο σπήλαιό τους
δε βγαίνουν
φοβούνται
δεν παραδίδουν τίποτα –
Με ποιόν με ποιόν να μιλήσω;
[…]
Ο Σαχτούρης μαζεύει με ένα φακό τις λέξεις του
ταχτοποιεί σε δέντρα τα συμβάντα
χτυπάει μετά τη χορδή του
ξαφνιάζεται σαν το μικρό παιδί –
Με ποιόν λοιπόν να μιλήσω;
Χάθηκε ο Αναγνωστάκης στο Βορρά
ούτε ένα θρήνο νέο
λες και να πέθανε τώρα αλήθεια
ούτε ένα Χάρη δεν κλαίει ούτε τον ήλιο.

Με ποιόν λοιπόν να μιλήσω;
Σκοτεινός περιφέρεται ο Σινόπουλος
με τους νεκρούς νεκρός δειπνεί
τρέχει μοναχός σε υπόγεια με πυρσούς
φανούς και σπίρτα.
[…]
Με ποιόν με ποιόν να μιλήσω;
Και σεις ποιητές όλοι εσείς μονάχοι
τι γίνατε; Ποιός άνεμος σας έδιωξε σας πήρε;
Τώρα που σας καλώ όλους εδώ –
θυμάστε αλήθεια θυμάστε
τα καφενεία τα πεζοδρόμια τα μυδράλια
τα δωμάτια με τα χρυσά πουλιά
θυμάστε
κείνο το βράδυ που μιλούσαμε
θυμάστε;
Ο ποιητής ο Λίκος ήταν άγνωστος
και παραμένει.

Γιάννης Δάλλας: «26», Ανατομία (1971)

Επει­δή η νε­ό­τη­τα μας ήταν κά­πο­τε ευαγ­γε­λι­σμός της ζού­γκλας Και τώ­ρα το αύ­ριο πά­ντα το αύ­ριο εί­ναι το κλου­βί μας μ’ ανοι­χτές τις πόρ­τες Επει­δή εί­μαι ο Γιάν­νης ο τυ­φλός οιω­νο­σκό­πος και μου δεί­χνει ένα παι­δί πως στρί­βει το κλει­δί Βγαί­νει ο Μι­χά­λης που τζα­κί­στη πρώ­τος νεύ­ο­ντας αντι­στα­θεί­τε με φτε­ρά άλ­μπα­τρος Η Ελέ­νη η Νί­κη πό­σες νί­κες σαν αυ­γά αντι­λό­πης κι απο­κά­τω ο Μαξ ονεί­ρων φα­ρο­φύ­λα­κας Επει­δή ’σαι εσύ ο Μα­νό­λης σ’ επο­χή λι­μού κι έμει­νε ο Μίλ­τος μα­τω­μέ­νος και κυ­νη­γός Επει­δή ’ναι ο Άρης σε δι­πλά πριο­νι­στή­ρια επει­δή το δά­σος δεν απαν­θρα­κώ­θη­κε επει­δή… Πε­τά­γο­μαι με­σ’ απ’ την πά­χνη του ύπνου και φω­νά­ζω στο παι­δί «Φυ­λά­ξου Κων­στα­ντί­νε μου Εσύ ’σαι κλη­ρο­νό­μος των κλου­βιών μη μας κοι­τάς με φρί­κη τώ­ρα που ένας ένας ημε­ρέ­ψα­με Να πά­ρε το ρα­βδί και φύ­τε­ψε το μες στην άνυ­δρη αγο­ρά μπο­ρεί και να πε­τά­ξει ένα κλα­δί Μπο­ρεί πριν να σφυ­ρί­ξει η σφαί­ρα ν’ ακου­στεί μια τε­λευ­ταία φω­νή που δεν εξα­γο­ρά­ζε­ται».
Μπο­ρεί –

Όπως σχο­λιά­ζει ο Δάλ­λας σε σχε­τι­κή ση­μεί­ω­ση για το «26»: «Το ποί­η­μα, χω­ρίς να απο­μυ­θο­ποιεί, προ­σπα­θεί να πε­ρι­γρά­ψει την πε­ρι­πέ­τεια μιας κα­τα­δι­κα­σμέ­νης γε­νιάς». Κι η τε­λευ­ταία φρά­ση του «29» συ­νο­ψί­ζει τη μπα­λά­ντα του Κα­τσα­ρού: «Γλώσ­σα συ­ντρο­φι­κή πού κομ­μα­τιά­στη­κες;» Μή­πως η ποι­η­τι­κή γε­νιά του Αϊ­να­λή και των φί­λων του εί­ναι κι αυ­τή κα­τα­δι­κα­σμέ­νη να δει τη συ­ντρο­φι­κή της γλώσ­σα κομ­μα­τια­σμέ­νη;
Οι έν­νοιες της ποι­η­τι­κής συ­ντρο­φι­κό­τη­τας και συ­ντε­χνί­ας δεν εν­δια­φέ­ρουν όλους τους ποι­η­τές. Κά­θε άλ­λο μά­λι­στα. Π.χ. οι έν­νοιες αυ­τές δεν υπάρ­χουν στα με­γα­λε­πή­βο­λα έρ­γα των εθνι­κών ποι­η­τών οι οποί­οι μό­νοι, ως βάρ­δοι, υμνούν και προ­φη­τεύ­ουν το συλ­λο­γι­κό πε­πρω­μέ­νο. Πα­ρα­τη­ρού­με πως ο Τά­κης Σι­νό­που­λος, τον οποίο επι­κα­λού­νται ο Αϊ­να­λής, ο Κα­τσα­ρός και ο Δάλ­λας, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως όνο­μα και ως πα­ρα­θέ­μα­τα και στο Λευ­κή Ελ­λά­δα (2018) του Γιώρ­γου Βέλ­τσου, ένα κα­θυ­στε­ρη­μέ­να μο­ντερ­νι­στι­κό εθνι­κό ποί­η­μα που φι­λο­δο­ξεί να δια­δε­χθεί το Άξιον Εστί. Αν και εμπνευ­σμέ­νη από την ανε­ξί­τη­λη αμ­φι­ση­μία της «δια­φω­ράς» στη «λευ­κή μυ­θο­λο­γία» (1971) του Ντε­ρι­ντά, η δια­φο­ρά στην «λευ­κή Ελ­λά­δα» με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε εγ­γε­νή ετε­ρό­τη­τα, την «Ιο­κα­στη­γερ­τρού­δη» (σ. 19), συ­γκρο­τώ­ντας την οντο­λο­γία μιας αι­μο­μι­κτι­κής ταυ­τό­τη­τας. Εδώ ο Σι­νό­που­λος (ένας δεύ­τε­ρης κα­τη­γο­ρί­ας επί­γο­νος/Ελ­πή­νο­ρας του Σε­φέ­ρη/Οδυσ­σέα) δεν εί­ναι σύ­ντρο­φος και εταί­ρος του συγ­γρα­φέα αλ­λά ο κρί­κος που συν­δέ­ει τον βάρ­δο του 21ου αιώ­να με τα πρό­τυ­πά του της Γε­νιάς του ’30. Ο «κύ­κνος-ποι­η­τής» (57) Βέλ­τσος δεν έχει ού­τε φί­λους ή εταί­ρους ού­τε ανή­κει σε συ­ντε­χνία (κι ας πα­ρα­θέ­τει κι αυ­τός Βι­γιόν). Έχει μό­νο, όπως ο ίδιος πα­ρα­δέ­χε­ται, ένα Μπλου­μια­νό «άγ­χος επί­δρα­σης» (αλή­θεια, ποιός το θυ­μά­ται πιά αυ­τό;) προς τους Ελύ­τη, Σε­φέ­ρη, Εμπει­ρί­κο, Εγ­γο­νό­που­λο και Ρί­τσο – ακρι­βώς τους πέ­ντε εθνι­κούς μο­ντερ­νι­στές τους οποί­ους τα τρία ποι­ή­μα­τα που σχο­λιά­ζω εδώ αδια­φο­ρούν να ανα­φέ­ρουν.

Οι πα­λιές και νέ­ες συ­ντρο­φι­κό­τη­τες που επι­κα­λεί­ται ο Αϊ­να­λής δεν απο­τί­ουν φό­ρο τι­μής στην εθνι­κή τέ­χνη αλ­λά επι­νο­ούν πρα­κτι­κές και συ­γκρο­τούν δί­κτυα

συ­νερ­γα­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας (πράγ­μα που δια­τρέ­χει το εκτε­νέ­στα­το πο­λι­τι­στι­κό έρ­γο του ίδιου του Αϊ­να­λή). Οι σύ­ντρο­φοι τά­ζου­νε ο ένας τον άλ­λο στο κοι­νό και δη­μό­σιο μέλ­λον της φι­λί­ας τους. Γι αυ­τό στο συ­ντα­ρα­κτι­κό ποί­η­μα που συ­ζη­τώ εί­ναι (σχε­δόν) όλοι επώ­νυ­μοι και γνω­στοί. Τα αι­σθή­μα­τα του ενός για τον άλ­λο απο­τε­λούν ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος του έρ­γου τους. Όμως το ποί­η­μα, όπως και εκεί­να των δύο προη­γού­με­νων γε­νιών, αγω­νιά για τη βιω­σι­μό­τη­τα της συ­ντε­χνια­κής λει­τουρ­γί­ας και πα­ρά­δο­σης, και τε­λι­κά της ίδιας της ποί­η­σης. Ο ομι­λη­τής ποι­η­τής πά­ει νύ­χτα να προ­σευ­χη­θεί στο θεό της ποί­η­σης στην Πρέ­βε­ζα, το βω­μό της αυ­το­κτο­νί­ας. Στους αυ­το­κτό­νους και άλ­λους νε­κρούς ποι­η­τές που ανα­φέ­ρει μπο­ρεί σύ­ντο­μα να προ­στε­θούν ο ίδιος και οι σύ­ντρο­φοί του. Και τό­τε τι θα μεί­νει από τα έρ­γα, τα όπλα, τα χέ­ρια τους;

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: