Σήμαναν Κόκκινο Συναγερμό. Γενική Επιστράτευση. Ο Μέκας ζει. Ο Μέγας Μέκας Ζει. Ο Γιόνας Μέκας Ζει. Και έρχεται στην Αθήνα. Ο Οδυσσέας Γεωργίου θα ειδοποιήσει τους δικούς του, τις παλιοσειρές, και ο Νίκος Γιαννόπουλος τους δικούς του, τα μειράκια. Η πρώτη συνεδρίαση στο σπίτι του Γεωργίου, η δεύτερη στο Aurevoir, στην Πατησίων, η τρίτη στον Νέζο, στην Κωνσταντινουπόλεως, σε απόσταση μισού σιγαρέττου από την Ταινιοθήκη. Ημερήσια Διάταξη: Μέκας, Μέγας Μέκας, Γιόνας Μέκας. Είχαν ενθουσιαστεί, τα μυαλά τους είχαν πάρει αέρα-πατέρα, ο Γεωργίου [ο οποίος έμελλε να μετακομίσει (πάλι!), από την Αλκαμένους στη Σύρου αυτή τη φορά], ανέλαβε να ετοιμάσει τα κοκτέιλ, επαναλαμβάνοντας σαν μαγγανεία / μάντρα / επωδό το περιλάλητο ανέκδοτο της Παλιοπαρέας του 1990 (Ερώτησις: «Πώς βιδώνουν μία λάμπα δύο καταστασιακοί;» Απάντησις: «Ο ένας τηλεφωνεί στον ηλεκτρολόγο και ο άλλος ετοιμάζει τα κοκτέιλ») και βάζοντας στο πικάπ (τρέχα γύρευε γιατί) Ιορδάνη Τσομίδη, ενώ ο Γιαννόπουλος [ο οποίος έμελλε να μετακομίσει (πρώτη φορά!) από το Ρέθυμνο, όπου, ως γνωστόν, ο Μέγας Μπόρχες αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτωρ και φωτογραφήθηκε φορώντας κρητική μαντίλα, στην οδό Ιθάκης, στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου, στο «κέντρο του γνωστού κόσμου», σύμφωνα με την ψυχογεωγραφική μελέτη / απόφαση / απόφανση του Πρίγκιπος Χρήστου Βακαλόπουλου], ενώ ο Γιαννόπουλος, λοιπόν, ανέλαβε να προμηθεύσει τη Συμμορία Σαίξπηρ με ντάκους, τυρί, ντομάτες και ελιές.
Μάλεβιτς! Μάλεβιτς! Μάλεβιτς! Κραύγαζαν ρυθμικά οι Γεωργίου και Γιαννόπουλος κατεβάζοντας απανωτά Κοκτέιλ Μάλεβιτς, αυτόν τον αλκοολούχο φόρο τιμής στον Μέγα Κάζιμιρ: δύο δόσεις ρακί Τήνου & δύο δόσεις τσικουδιά από τα Χανιά (Κοκτέιλ Μάλεβιτς Ι — μνεία στο Άσπρο Τετράγωνο), τρεις δόσεις μαύρο ρούμι & μία δόση μαύρο κρασί (Κοκτέιλ Μάλεβιτς ΙΙ — σπουδή στο Μαύρο Τετράγωνο). Μέκας! Μέκας! Μέκας! Συνέχισαν να κραυγάζουν, αναστατώνοντας ελαφρώς τη σπιτονοικυρά του Γεωργίου, η οποία έμενε ένα άσπρο & μαύρο τετράγωνο (!) πιο κει και έσπευσε να μάθει τι διαδραματίζεται, και η οποία αποσβολώθηκε ευπρόσδεκτα όταν της απάντησε ο Γιαννόπουλος [ο οποίος, ως κατά τριάντα και βάλε χρόνια νεότερος, είχε επιφορτιστεί με το καθήκον να ανοίγει την πόρτα και να απαντάει σε τέτοιες περιστάσεις με την αποσβολωτική φράση με την οποία αποσβόλωνε, όπως είχε πληροφορήσει τον Γιαννόπουλο ο Γεωργίου, ο αποσβολωτής Νίκος Καρούζος την διαχειρίστρια της πολυκατοικίας όπου είχε εγκαταστήσει το Υπόγειο Υπερώο του, στην οδό Δημητρίου Σούτσου, στην Πλατεία Μαβίλη, όταν η εν λόγω διαχειρίστρια κατέφτανε αναστατωμένη από τις κραυγές του Καρούζου να δει τι στο καλό προκαλούσε τις κραυγές, οπότε ο Καρούζος, όπως είχε ενημερώσει τον Γιαννόπουλο ο Γεωργίου, κραύγαζε, αφού άνοιγε την πόρτα, «Ηλεκτρισμός! Ωραίο Πράγμα!», και η διαχειρίστρια αποσυρόταν εκεί όπου όφειλε να αποσυρθεί αφήνοντας ήσυχο τον Ποιητή στην Ποίησή του — έτσι, λοιπόν, με την ίδια νοερώς φωτοτυπημένη φράση αντιμετώπησε / υποδέχτηκε / αποσβόλωσε και ο Γιαννόπουλος την σπιτονοικοκυρά του Γεωργίου, η οποία εντούτοις, σε αντίθεση με την διαχειρίστρια της πολυκατοικίας του Καρούζου, χαιρόταν, ως παρελθούσα χίπισσα, με κάτι τέτοια, οπότε και τώρα απλώς παραμέρισε τον Γιαννόπουλο και έγινε ένα, όπως και άλλες φορές, με την Συμμορία Σαίξπηρ και έστερξε να κατευνάσει την αναστάτωσή της κατεβάζοντας τρία, τέσσερα κοκτέιλ (Μάλεβιτς ΙΙ) που της ετοίμασε με γεωργιοφαλσταφική θορυβώδη ευδιαθεσία ο Γεωργίου].