Σχόλια στα σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (1)
Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά
Περί ανθέων ο λόγος
Ο Στέφανος Κουμανούδης στην περίφημη Συναγωγή Nέων Λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων (Βλ. Χάρτης, 2) δεν περιορίζεται σε απλή καταγραφή των χιλιάδων νεολογισμών που συγκέντρωσε, αλλά παραθέτει σε αρκετές περιπτώσεις ποικίλα σχόλια και υποδείξεις που επιβεβαιώνουν τη βαθύτατη παιδεία και το λεπτό γλωσσικό του αισθητήριο. Ο ίδιος στα επιστημονικά του κείμενα ακολουθούσε τα αρχαϊστικά πρότυπα, πράγμα αναμενόμενο για την εποχή του. Στα επεξηγηματικά σχόλια συναντάμε έξοχες παρατηρήσεις στην απλή γλώσσα του λαού, την οποία μιλούσε και εκτιμούσε, κρίσεις για το «ορθό» και το «λάθος», ετυμολογικές υποδείξεις και ζητήματα χρήσης της γλώσσας. Από το ένα μέρος αναδεικνύεται, χωρίς να το επιδιώκει, η αρχαιομάθειά του και από το άλλο το αδιάπτωτο ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη ζωή και τα προβλήματα της κοινωνίας του καιρού του.
Σήμερα περνάμε μπροστά από ανθοπωλεία χωρίς να μας κάνει εντύπωση η λέξη, αφού ανήκει στο βασικό λεξιλόγιο της Νεοελληνικής. Διερχόμενος ο Κουμανούδης από τη λεωφόρο Πανεπιστημίου το 1889 σημειώνει ότι του έκανε εντύπωση η «επιγραφή εργαστηρίου» ανθοπωλείον, λεξη την οποία ενέταξε στους νεολογισμούς του. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για μεταφραστικό δάνειο από τα γερμανικά Blumengeschäft, Blumenladen. Καταγράφει, επίσης τη λέξη ανθοποιείον (1889) με την ένδειξη: «Δεν μοι φαίνεται η λέξις πολύ επιτυχής». Για τον νεολογισμό ανθοπώλις, η «ανθοπώλισσα», ο οποίος λημματογραφείται αυτοτελώς στο λεξικό Δημητράκου, ακολουθεί το σχόλιο: «Εψέχθη ο τονισμός υπό Κ. Σ. Κόντου 1874». Στο κλασικό έργο του Γλωσσικαί παρατηρήσεις (1882, σελίδες 532-536, §198) ο Κόντος τονίζει: «Σφάλλονται όσοι εκ των νέων Ελλήνων λέγουσιν ἀνθοπῶλις και ἀρτοπῶλις τον τόνον επί της παραληγούσης τιθέντες. Προπαροξυτόνως αείποτ’ εξεφέροντο υπό των παλαιών τα εις -πωλις ονόματα καθ’ ά διδάσκει ο Ηρωδιανός». Σημειώνει ακόμα ότι το αναφερόμενο από τον Κοραή οπωροπώλαινα
δεν του είναι γνωστό από καμιά άλλη πηγή. Στη σελ. 536 σημειώνει: «Γελοίον φαίνεταί μοι το όνομα αυγόπωλις, ου το πρώτον μέρος είναι ευτελές εκ της πεπατημένης λαλιάς ειλημένον, το δε δεύτερον σεμνόν κατά την παλαιάν γλώσσαν προσενηνεγμένον». Ο Γ. Ζαλοκώστας, μας πληροφορεί, έγραψε το ποίημα Ανθόπωλις
«μεταφρασθέν εκ μυθιστορήματος του Βούλουερ». Πρόκειται για τον πολιτικό και συγγραφέα Henry Bulwer (1801-1872). Η πρόταση του Κόντου ήταν εντελώς ανεδαφική. Στο ΦΕΚ, τεύχος Β΄, 29 Αυγούστου 1896 «Περί προγράμματος των εν τοις Ελληνικοίς σχολείοις και Γυμνασίοις διδασκομένων μαθημάτων, σελ. 322, συμπεριλαμβάνεται στη διδασκόμενη ύλη το ποίημα «Η τυφλή ανθοπώλις» το οποίο οι μαθητές έπρεπε να το αποστηθίσουν και να μάθουν να το απαγγέλλουν σωστά συγκρίνοντας τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο ποιητής με την αρχαία γλώσσα.
Ο Κουμανούδης καταγράφει 115 νεολογισμούς με το αρκετά παραγωγικό λεξικό μόρφημα ανθο-, όπως ανθοδέσμη (απόδοση του γερμανικού Blumenstrauß), ανθοδετική (τέχνη), η γνωστή σήμερα ικεμπάνα, ανθοκομία (το επίθετο ἀνθοκόμος στα μεταγενέστερα χρόνια σήμαινε «ανθοφόρος», «διάσπαρτος με λουλούδια» και «ποικιλόχρωμος», για πουλιά), ανθοπαραγωγή, ανθοπαραγωγός, ανθοστολισμός, ανθοστόλιστος. Η ανθοδέσμη
είναι γνωστή από το 1835 (Λεξικόν της καθ’ ημάς ελληνικής διαλέκτου του Σκαρλάτου Βυζαντίου). Ο ίδιος λεξικογράφος καταγράφει ως συνώνυμο την ανθοφόβη (φόβη σημαίνει στην αρχαιοελληνική «μπούκλες» και «φυλλωσιά») την οποία αποθησαυρίζει και ο Κουμανούδης με την παρατήρηση: «Δεν εμβήκεν εις χρήσιν η λέξις, εικότως. Έγραψε δε τω 1856 και την ανθοδέσμην
ο Σκαρλάτος». Λίγα λήμματα όμως πιο πάνω καταγράφει το σωστό έτος 1835. Στο λήμμα δεμάτι παραθέτει ο Σκαρλάτος τη φράση: «δεμάτι λουλούδια (το ιταλ. μπουκέττο), δεσμίς ανθέων, ανθοδέσμη, ανθοφόβη, bouquet».
Για την ανθοπάλη ο Κουμανούδης αποφαίνεται: «Ακρόπολις 8 Αυγ. 1892. Κακή λέξις ως πολλαί άλλαι, ας αναγράφω, μόνον διότι τας έκαμαν λόγιοι». Προφανώς πλάστηκε ως συνώνυμο της λέξης ανθοπόλεμος «ο εν Ιταλία (και αλλαχού) γενόμενος, Ακρόπολις
24 Νοεμβρίου 1887». Στην εφημερίδα Το Άστυ
της 9ης Ιανουαρίου 1907 αναγγέλεται «ανθοπόλεμος ως και πολλαί άλλαι διασκεδάσεις» με αφορμή την εκδρομή Ιταλών φιλελλήνων στην Ελλάδα. Η λέξη αυτή υπάρχει στο Ιστορικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών με την ένδειξη «λόγια, κοινή» και το ερμήνευμα: «Η κατ’ αλλήλων βολή ανθέων κατά τας εορτάς. Πβ. χαρτοπόλεμος». Διερωτώμαι ποιες «εορτές» εννοεί ο συντάκτης του λήμματος. Προφανώς όχι τις «ονομαστικές». Από το χρονολόγιο του πατρινού καρναβαλιού αντλούμε την πληροφορία: «1876. Ζακυνθινοί στέλνουν στην Πάτρα τεράστιες ποσότητες λουλουδιών. Αρχίζει ο ανθοπόλεμος ανάμεσα στις παρέες. Στο Καρναβάλι εμφανίζονται τα πρώτα άνθινα άρματα». Σήμερα είναι γνωστή η λαϊκότερη παραλλαγή του ανθοπόλεμου, σε διαφορετική χρήση, ο λουλουδοπόλεμος
(«συνήθεια συνήθως σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης να πετούν οι πελάτες λουλούδια, κυρ. γαρίφαλα, στους τραγουδιστές και τους χορευτές») λέξη, όπως και τη λουλουδού, που δεν καταδέχτηκαν να συμπεριλάβουν στο λημματολόγιό τους νεότερα λεξικά, με εξαίρεση το Χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών.
Στο Λεξικό Δημητράκου διαβάζουμε για το ανθοπωλείον
το άκομψο σήμερα ερμήνευμα: «πρατήριον ανθέων, κατάστημα ή παράπηγμα όπου πωλούνται άνθη και κοσμητικά φυτά». Οι εποχές άλλαξαν. Το πρατήριο σήμερα παραπέμπει κυρίως στα υγρά καύσιμα, ενώ δεν πωλούνται (πια) λουλούδια σε παραπήγματα. Τα κοσμητικά φυτά λέγονται τώρα διακοσμητικά. Πριν από λίγα μόλις χρόνια δημιουργήθηκαν τα πρώτα ηλεκτρονικά ή online ανθοπωλεία. Τα λουλούδια μπορούν να σταλούν «με ένα απλό κλικ». Η διεύρυνση των διαδικτυακών υπηρεσιών δεν έχει όρια.
Στα Προλεγόμενα της «Συναγωγής νέων λέξεων» ο Κ. Θ. Δημαράς (σ. 40) επισημαίνει: Η δημοτική του Κουμανούδη είναι εύχυμη, πηγαία. Ξεπετιέται μέσα στην σκληρή καθαρεύουσά του με μία ορμή γεμάτη ζωντάνια, είτε πρόκειται για λεξιλογικά ξεσπάσματα, είτε για φραστικούς τρόπους. «Πως το εκατάλαβε!» επιφωνεί κάπου ειρωνικά (όχι πριν από το 1889, λ. χωροφυλακή). «Τώρα στα γεράματα», έκφραση κι αυτή δική του (από το λ. κουτσαβακιάς, όχι πριν από το 1897). Για τη λ. μικροβιοενωμοτία, την οποία χρησιμοποίησε η εφημερίδα Εστία το 1895, ο συντάκτης της Εισαγωγής σημειώνει απλώς: «ο γράφων εννοούσε ψείρες». Και για να κλείσουμε φανταχτερά αυτήν την παράθεση από μαρτυρίες της γεροντικής και μόνο ηλικίας του Κουμανούδη, σημειώνω τη λαϊκή μορφή την οποία δίνει, λεξιλογικά, συντακτικά και ερμηνευτικά, στην εξήγηση ενός θυμόσοφου νεολογισμού του 1890, από την Εφημερίδα: «Μινοταυρίζω τινά, τον κερατώνω».