Η αγάπη μου θα’ ρθεί
θ’ ανοίξει τα χέρια της να μ’ αγκαλιάσει,
θα νιώσει τους φόβους μου, θα δει τις αλλαγές μου.
Μέσ’ από το βροχερό σκοτάδι, από τη μαύρη νύχτα
χωρίς να σταθεί να βροντήξει την πόρτα του ταξί
θ’ ανέβει τρέχοντας τη σκάλα απ’ τη φθαρμένη είσοδο,
φλεγόμενη από αγάπη και απ’ την χαρά του έρωτα,
θα φτάσει μούσκεμα επάνω, δεν θα χτυπήσει,
θα πάρει το κεφάλι μου στην αγκαλιά της,
κι όταν θα πετάξει το παλτό της στην καρέκλα,
εκείνο θα γλιστρήσει στο πάτωμα, ένας μπλε σωρός.
Евгений Евтушенко, [Моя любимая приедет], 1956