*
Είναι γεγονός ότι η αναζήτηση της αληθινής ταυτότητας του Πιερ Μενάρ ταλάνισε και συνεχίζει να ταλανίζει τις μπορχεσιανές και όχι μόνο σπουδές. Ογδόντα χρόνια μετά τη «νεκρολογία» που ο Μπόρχες αφιέρωσε στον μετασυμβολιστή συγγραφέα-μεταφραστή από τη Νιμ, ο πιο επιδραστικός συγγραφέας του 20ού αιώνα παραμένει ένα τεράστιο αίνιγμα. Υπαρκτό πρόσωπο ή γέννημα της καλπάζουσας φαντασίας του μεγάλου, ομολογουμένως, Αργεντινού; Μυθοπλαστική χίμαιρα και μπορχεσιανό παίγνιο με σκοπό την εξαπάτηση της φιλότεχνης ανθρωπότητας ή άνθρωπος με σάρκα και οστά;
Ακόμα και αν η λογική, η ιστορία και η πείρα μάς λένε ότι είναι προφανώς αδύνατον ένας ληξιαρχικά ανύπαρκτος συγγραφέας να έχει επηρεάσει με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο τη λογοτεχνία αλλά και τη μεταφρασιολογία, τη θεωρία της λογοτεχνίας και τη φιλοσοφία της γλώσσας ενός ολόκληρου αιώνα, είναι αλήθεια ότι, εν απουσία άλλων μαρτύρων, πηγών και σχετικών αναφορών, η αμφιβολία εμφιλοχωρεί – και δικαιολογημένα. Οι χρυσές σελίδες που ετοίμαζε η βαρόνη Ντε Μπακούρ δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Το πορτρέτο του από το λεπτεπίλεπτο και εύστοχο πενάκι του Καρολύς Ουρκάντ αγνοείται. Η Κόμισσα ντε Μπανιορέτζιο, ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα πνεύματα του πριγκιπάτου τού Μονακό, χάθηκε κάπου στην Πενσιλβανία, και αν εξαιρέσει κανείς μια σύντομη όψιμή εμφάνισή της στο πλευρό του ευπατρίδη φιλέλληνα νεοελληνιστή, πλην «κυνικού και σώστροφου σνομπ», σερ Ρίτσαρντ Μπλάκμο(υ)ρ, δεν άφησε άλλα ίχνη στην ιστορία (βλ. πρόχειρα σχετική μαρτυρία στο: Γιώργος Αριστηνός, «Ένα άγνωστο κατεξοχήν σολωμικό ποίημα», Η ακάθιστη σκέψη. Δοκίμια, Δελφίνι 1996, σσ. 10-23).
Κάποιοι μελετητές, όπως ο Εμίρ Ροντρίγκες Μονεγάλ (Emir Rodríguez Monegal, Jorge Luis Borges, A Literary Biography, E.P. Dutton, Νέα Υόρκη 1978), τον αναζήτησαν στην εποχή του, κι όταν δεν τον βρήκαν πουθενά, έψαξαν τουλάχιστον το πρότυπό του σε σημαίνουσες προσωπικότητες της γενιάς του. Παρά τη λογική αφετηρία της έρευνας, αυτή δεν στέφθηκε με επιτυχία. Για να μην τα πολυλογώ, η μάλλον κυριαρχούσα ως πρόσφατα θεωρία έδειχνε προς την κατεύθυνση ενός ονόματος «πορτμαντό», δηλαδή ενός ονόματος που συνέθετε σε ένα το μικρό όνομα και το επίθετο διακριτών και διακεκριμένων προσώπων, όπως συμβαίνει περίπου στην περίπτωση του Ονόριο Μπούστος Ντομέκ, το μπαρόκ όνομα του οποίου αποτελεί διασταύρωση ανάμεσα στο όνομα ενός προπάππου του Μπόρχες (Μπούστος) και ενός του Μπιόι Κασάρες (Ντομέκ). Είναι ωστόσο ολοφάνερο ότι ελάχιστη σχέση μπορεί να έχει ο συμβολιστής από τη Νιμ, Μενάρ, με τον «παραγνωρισμένο-αναγνωρισμένο» («méconnu-reconnu» όπως έλεγε ο καθηγητής Ανρί Περ) ποιητή, πεζογράφο, φιλόσοφο, ζωγράφο, χημικό (ανακάλυψε το εκρηκτικό κολλόδιον), ιστορικό και μυθογράφο Λουί Μενάρ (Louis Menard, 1822-1901), παρά το πολύπλευρο ταλέντο του τελευταίου, στο πρόσωπο του οποίου συνυπήρχαν, κατά τη φίλη του, Ζουλιέτ Λαμπέρ, πέντε με έξι πρόσωπα [βλ. ενδεικτικά στα ελληνικά: Louis Menard, Ονειροπολήσεις ενός μυστικιστού ειδωλολάτρου, Εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη, μτφρ. Ουρανία Τουτουντζή, Αθήνα 1999). Ομοίως πολύ μακριά από τη διάνοιά του μπορχεσιανού Πιερ είναι και ο Γάλλος συγγραφέας και στιλίστας Πιερ Λουί (Pierre Louÿs, 1870-1925), ιδρυτής, μεταξύ άλλων, του βραχύβιου περιοδικού La Conque («Η κόγχη» – σε ένα λίγο μεταγενέστερο συνώνυμο περιοδικό ο μπορχικός Μενάρ έχει δημοσιεύσει ένα συμβολιστικό του σονέτο σε παραλλαγές), ακόμα και αν φέρει στο νου κανείς τα περίφημα ποιήματα της ιερής εταίρας από την Παμφυλία, φίλης και ερωμένης της Σαπφώς που ανακάλυψε, επιμελήθηκε και εξέδωσε, διασώζοντάς τα από τη λήθη (βλ. Pierre Louÿs, Les Chansons de Bilitis (1894) / Τα Τραγούδια της Βιλιτώς, μτφρ. Γκρέκο, εκδ. Φαρφουλάς, 2008).
Παρ’ όλα αυτά, όπως είχαμε ανακοινώσει στο πρώτο κείμενο της στήλης μας και πριν η έκτακτη επικαιρότητα εκτροχιάσει τον προγραμματισμό μας, ενώ ο Πιερ Μενάρ ήταν γνωστός μέχρι πρότινος από τη «νεκρολογία» του που είχε συντάξει ο Μπόρχες, απέκτησε πρόσφατα όχι έναν, αλλά δύο βιογράφους: τον Μισέλ Λαφόν εκ Μονπελιέ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ, με ειδικότητα στην ισπανόφωνη λογοτεχνία και διακεκριμένο μελετητή του Μπόρχες (βλ., π.χ., τη μονογραφία του: Borges ou La Réécriture, Seuil, Παρίσι 1990), και τον Ρενέ Βαντιρά, αρχιτέκτονα εκ και εν Νιμ. Ογδόντα χρόνια μετά τη δημοσίευση της «νεκρολογίας» του Μπόρχες, οι Μισέλ Λαφόν και Ρενέ Βαντιρά καταθέτουν, με απόσταση λίγων μηνών, ο πρώτος μία Βιογραφία του Πιερ Μενάρ (Οκτώβριος 2008: Michel Lafon, Une Vie de Pierre Menard, Gallimard, Παρίσι 2008) και ο δεύτερος την Αληθινή ζωή του Πιερ Μενάρ, φίλου του Μπόρχες (Ιανουάριος 2009: Rene Ventura, La vraie vie de Pierre Menard, ami de Borges. Lucie Éditions, Νιμ 2009).
Δεν είναι της ώρας η εξαντλητική παρουσίαση των δύο (σπεύδω να πω: διαφορετικά εστιασμένων) μονογραφιών. Ο φιλέρευνος αναγνώστης μπορεί εξάλλου να αναζητήσει σχετική μελέτη του γράφοντος σε γνωστή μπορχεσιανή επιθεώρηση (Aristotelis Sainis, «El acercamiento a Pierre Menard: La escritura y la máscara», Variaciones Borges, 40: 665-682). Δεν μπορώ, όμως, να μη σημειώσω ότι την ώρα που η ελληνική αγορά κατακλύζεται από πληθώρα αμφίβολης ποιότητας μεταφράσεων και οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων αδυνατούν να συγκρατήσουν το βάρος των ευπώλητων τόμων, οι έλληνες εκδότες κωφεύουν! Με την ελπίδα ότι σύντομα οι δύο μελέτες θα συμπεριληφθούν στον φιλόξενο κατάλογο ενός τολμηρού Έλληνα εκδότη που θ’ αναλάβει να αρθεί στο ύψος των κρίσιμων περιστάσεων, αρκούμαι να σχολιάσω εδώ εν συντομία μια κρίσιμη παρακειμενική λεπτομέρεια που ταλάνισε για χρόνια τη μεναρική βιβλιογραφία και βρίσκει, επιτέλους, στο βιβλίο του Βαντιρά μια πιθανή εξήγηση στη –μερική, έστω– ταύτιση του μπορχεσιανού Πιερ Μενάρ με τον ψυχαναλυτή-γραφολόγο Πιερ Ζοζέφ Ογκίστ Λουί Μενάρ (Pierre Joseph Auguste Louis Ménard, 1880-1952), στο εξής Δρ Πιερ Μενάρ για την αποφυγή παρεξηγήσεων.
Πρόκειται για την αινιγματική υποσημείωση προς το τέλος του κειμένου η οποία αποτελούσε πάντα ένα μεγάλο παζλ για τους μελετητές του Μπόρχες αφενός, τους αναζητητές της ταυτότητας του μυστηριώδους Πιερ Μενάρ αφετέρου. Τη θυμίζω:
«Θυμάμαι τα καρέ τετράδια του, τις μαύρες διαγραφές του, τα περίεργα τυπογραφικά του σύμβολα και τα γραμματάκια του σαν έντομα. Τα βράδια, του άρεσε να κάνει περιπάτους στα προάστια της Νιμ. Συνήθως είχε μαζί του ένα τετράδιο κι άναβε μ’ αυτό μια χαρωπή φωτίτσα»
[Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Πιερ Μενάρ, συγγραφεύς του Δον Κιχώτη»,
Άπαντα τα Πεζά Ι, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, σ. 164].