Αχαρτογράφητες περιοχές / Μικελάντζελο Αντονιόνι

Image 57


Τον Οκτώβριο του 1987 κυκλοφόρησε το τεύχος 400 του περιοδικού Cahiers du Cinema. Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού ανέθεσε, τιμής ένεκεν, την αρχισυνταξία του τεύχους στον σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς που εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να προβάλλεται η ταινία του Τα φτερά του έρωτα.
Ο Βέντερς δέχτηκε την πρόσκληση και ζήτησε από διάφορους σκηνοθέτες ή από εκπροσώπους τους σχέδια σεναρίων που όμως δεν έγιναν  ποτέ ταινίες.

Ένα απραγματοποίητο σενάριο του Αντονιόνι

Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι γεννήθηκε στη Φεράρα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1912. Σπούδασε οικονομικά και αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Το 1939 ξεκίνησε σπουδές κινηματογράφου στη Ρώμη, στο Centro Sperimentale di Cinematografia της Σινετσιτά. Εκεί συνάντησε μερικούς από τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκε αργότερα, όπως τον Ρομπέρτο Ροσελίνι. Από το 1942 μέχρι και το 1952 συνεργάστηκε ως σεναριογράφος σε πέντε ταινίες, με τον Ροσελίνι, τον Σάντις, τον Φελίνι και άλλους. Πέθανε στις 30 Ιουλίου 2007.

Αχαρτογράφητες περιοχές / Μικελάντζελο Αντονιόνι

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ (Επιλoγή)

Χρονικό μιας αγάπης (1950), Κραυγή (1957), Η περιπέτεια (1960), Η νύχτα (1961), Η έκλειψη (1962), Κόκκινη Έρημος (1964), Blowup (1966), Ζαμπρίσκι  Πόιντ (1970), Επάγγελμα ρεπόρτερ (1975), Η ταυτότητα μιας γυναίκας (1982), Πέρα από τα σύννεφα (1995), Έρως (2004)

Αχαρτογράφητες περιοχές / Μικελάντζελο Αντονιόνι

Μικελάντζελο Αντονιόνι. Ένα σενάριο

Αντονιόνι1

Με μαλακή κίνηση της κάμερας


1) ΔΡΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ. ΠΡΩΙ.

Χειμωνιάτικη μέρα. Σύννεφα. Δρόμος αστικής συνοικίας. Παλιά και καινούρια σπίτια, λίγα καταστήματα: γκαράζ, εμπορικό. οπλοπωλείο.
Όλα κλειστά. Είναι πρωί. γύρω στις έξι. Αραιοί διαβάτες.
Μόνο ο εφημεριδοπώλης έχει μόλις ανοίξει το περίπτερό του και κρεμάει τις εφημερίδες.
Ένας άντρας τριάντα επτά χρονών διασχίζει το δρόμο κοντά στο περίπτερο και σταματά μπροστά του (θα τον ονομάσουμε Τριανταεπτάχρονο. αλλιώς, Τ). Ο Τ κοιτάζει τις εφημερίδες που είναι ακόμα στοιβαγμένες όπως όπως, έπειτα ρωτάει κάτι τον εφημεριδοπώλη. Ακούμε μόνο:

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ: Τώρα όπου να ’ναι έρχεται.
Ο εφημεριδοπώλης είναι κακοδιάθετος. Ο Τ απομακρύνεται από το περίπτερο καμιά εικοσαριά μέτρα και πάει ν’ ακουμπήσει σε μια τηλεφωνική εγκατάσταση της αστυνομίας, όπου το κόκκινο φως αναβοσβήνει. Ο ουρανός είναι γκριζοκίτρινος. Τα χρώματα ένα γύρω είναι θαμπά. Κάτι το άχαρο και τετριμμένο βασιλεύει σε όλα.
Ένα φορτηγάκι σταματά μπροστά στον εφημεριδοπώλη, ένας πάκος εφημερίδες πέφτουν καταγής.
Ο Τ κάνει μια κίνηση προς το περίπτερο. αλλά μια χειρονομία του εφημεριδοπώλη τον σταματά: δεν είναι η εφημερίδα που ζήτησε. Ο Τ ζυγώνει στη βιτρίνα του οπλοπωλείου.
Λιγοστά όπλα. που εκτίθενται θα 'λεγες με ευλάβεια: ένα παλιό πιστόλι σε βελούδινη θήκη. ένα άλλο σύγχρονο, τοποθετημένο πάνω σε μαξιλάρι. Και δύο τουφέκια στραμμένα προς το δρόμο, με τις κάννες δύο εκατοστά από τη βιτρίνα. Ένα ανοιχτό βιβλίο ανάμεσα στα δύο τουφέκια εφιστά την προσοχή σ’ ένα υπογραμμισμένο δίστιχο από ένα μεγάλο ποίημα:
Μονάχα ο άντρας πίσω απ' το τουφέκι
Είχε ελευθερία βούλησης. (W.H. Auden)
Ο Τ πλησιάζει στο τζάμι. Το ένα τουφέκι είναι τοποθετημένο ακριβώς στο ύψος του δεξιού του ματιού, που βρίσκεται έτσι δύο εκατοστά από το στόμιο της κάννης. Ο Τ κλείνει το αριστερό του μάτι. αλλά το ξανανοίγει αμέσως. Κοιτάζοντας μέσα στη βιτρίνα, φαίνεται σαν κάποιος να έχει βάλει στον ώμο του το τουφέκι και να σημαδεύει, έτοιμος να πυροβολήσει.

ΦΩΝΗ ΤΟΥ Τ: Αν πω ότι έγινα σκοπευτής κατανικώντας μια βαθιά, ενστικτώδη απέχθεια για τα πυροβόλα όπλα. δεν θα με πιστέψουν ποτέ. Κι όμως, έτσι είναι. Σαν αντικείμενα τα όπλα μου αρέσουν, μου αρέσει να τα πιάνω στα χέρια μου, να αισθάνομαι πως γίνονται ένα μ’ εμένα. Μ* αρέσει πολύ να σημαδεύω, να πυροβολώ, να πετυχαίνω το στόχο. Προπαντός έναν κινητό στόχο, όπως μ' ένα πουλί που πετάει. Όταν σημαδεύω με το τουφέκι, μου φαίνεται πως το σύμπαν περιορίζεται στα ουσιώδη. Ξέρω ότι είμαι καλός σκοπευτής. Η δουλειά μου δεν έχει καμία σχέση με όπλα και ποτέ μου δεν πήγα στον πόλεμο. αλλά μου έχει συμβεί συχνά να βρεθώ με ανθρώπους που πυροβολούσαν άλλους ανθρώπους. Σχεδόν πάντα τα όπλα τα χρησιμοποιούν στραβά: με βάρος στη συνείδησή τους, ασυνείδητα, με φόβο, για να επιβάλουν την ανωτερότητά τους και όχι για να τη δοκιμάσουν. Τα ζηλεύω τα όπλα: θεωρώ ότι οι περισσότεροι από κείνους που κρατάνε τουφέκι ή πιστόλι δεν το αξίζουν. Τώρα πια, κάθε φορά που πηγαίνω για κυνήγι, νιώθω μια δυσφορία που δεν ξέρω πώς να την περιγράφω.
Η βιτρίνα του οπλοπωλείου χωρίζεται από ίο εσωτερικό του μαγαζιού με μια διάφανη κουρτίνα. Η κουρτίνα κυματίζει ελαφρά σαν κάποιος να έχει πάρει θέση πίσω απ' το τουφέκι για να πυροβολήσει. Φόβος για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου: ο Τ παραμερίζει. Ύστερα, αμέσως μετά, χαμογελάει με το φόβο του. Στο κατάστημα, ένας σκύλος πηδάει απ' τον πάγκο και εξαφανίζεται. Ο Τ στρέφεται προς το δρόμο. Το χαμόγελό του έχει σβήσει, η έκφραση του προσώπου του έχει σοβαρέψει. θυμωμένες φωνές τον βγάζουν από τη νάρκη του.
Είναι του εφημεριδοπώλη και ενός ηλικιωμένου με μακριά μαλλιά, που χειρονομεί κρατώντας μια εφημερίδα. Ο Τ πλησιάζει. Ο άντρας και ο εφημεριδοπώλης είναι εξοργισμένοι.

ΑΝΤΡΑΣ: Εμ, Βέβαια! Εσείς ποτέ δεν έχετε ψιλά! Τριάντα λίρες από μένα, είκοσι απ' τον άλλο, δέκα απ’ τον παράλλο, ώσπου να τελειώσει η μέρα, το πεντοχίλιαρο το ’χετε τσεπώσει.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ: Να μην την αγοράσετε την εφημερίδα.

ΑΝΤΡΑΣ: Είπα τσεπώσει. Εξηγήθηκα;
Ο εφημεριδοπώλης, έξαλλος, κάνει μια κίνηση για ν' αρπάξει τίποτα να το εκσφενδονίσει στον άντρα, αλλά μόνο εφημερίδες υπάρχουν μπροστά του. Γραπώνει δυο-τρεις και τις πετάει στα μούτρα του άλλου. Οι εφημερίδες στροβιλίζονται λίγο στον αέρα και μετά πέφτουν κάτω, ενώ ο άντρας απομακρύνεται, διπλώνοντας την εφημερίδα του με προσοχή.
Ο Τ παρακολουθεί τον εφημεριδοπώλη που είναι τρελός από θυμό, έξω φρενών, μέχρι του σημείου να βγει απ’ το περίπτερο, σαν να ’θελε να κυνηγήσει τον άντρα.
Απεναντίας, στέκεται και τον κοιτάζει. Κοιτώντας τους και τους δύο πίσω απ’ τη βιτρίνα του οπλοπωλείου, θα ’λεγες πως ο εφημεριδοπώλης σημαδεύει με ίο τουφέκι τον άντρα.
Ένα φορτηγάκι σταματάει μπροστά στο περίπτερο, κι άλλος πάκος με εφημερίδες πέφτει κάτω. Ο εφημεριδοπώλης τον σηκώνει και τον ακουμπά στον πάγκο. Ύστερα στρέφεται, αναζητώντας με το βλέμμα τον Τ.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ: Ε! Ψιτ!
Ο Τ απομακρυνόταν. Στρέφεται και βλέπει τον εφημεριδοπώλη να του κάνει νόημα: η εφημερίδα του. Του απαντάει με μια κίνηση πως δεν τη θέλει πια. Ο εφημεριδοπώλης κάνει επίσης μια κίνηση, απογοήτευσης αυτή τη φορά.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ: Έχουν τρελαθεί όλοι τους σήμερα.
Ο Τ διστάζει. Έπειτα γυρίζει πίσω και σταματά να κοιτάξει το πακέτο τις εφημερίδες. Το βλέμμα του είναι κουρασμένο και συνάμα τρυφερό. Σηκώνει ένα φύλλο και διαβάζει λίγες αράδες από το κύριο άρθρο της πρώτης σελίδας. Ρίχνει μια ματιά στην υπογραφή, έπειτα σηκώνεται και φεύγει.
Αρχίζουν να εμφανίζονται οικοδόμοι που πηγαίνουν στη δουλειά, σε μια παραδιπλανή οικοδομή στον ίδιο δρόμο. Ο Τ στέκει στη μέση του δρόμου και τους κοιτάζει να περνούν. Έχει αδιάφορη και άβουλη έκφραση.

2) ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ. ΠΡΩΙ.

Ο Τ φτάνει σπίτι του. Παρκάρει το αυτοκίνητο μπροστά στην πόρτα και μπαίνει.

3) ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ Τ. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ. ΠΡΩΙ.

Ο Τ διασχίζει το χολ και το καθιστικό. Στο καθιστικό πλησιάζει στο τηλέφωνο, σηκώνει το ακουστικό.

Τ: Υπηρεσία τηλεγραφημάτων εκεί;

ΦΩΝΗ ΚΟΠΕΛΑΣ: Τι αριθμό έχετε;

Τ: 666328.

ΦΩΝΗ ΚΟΠΕΛΑΣ: Κλείστε, θα σας πάρω.

Ο Τ Βάζει στη θέση του το ακουστικό. Πηγαίνει προς το δωμάτιο όπου βρίσκεται μια ανοιχτή βαλίτσα μισογεμάτη, και σκορπισμένα ολόγυρα πουκάμισα, ρούχα, κάλτσες. Αρχίζει να φτιάχνει τη βαλίτσα.
Το τηλέφωνο χτυπά. Ο Τ απομακρύνεται για να απαντήσει. Τον βλέπουμε να μιλάει, αλλά δεν ακούμε τι λέει. Έπειτα, πολύ κοντά:

ΦΩΝΗ ΚΟΠΕΛΑΣ: Ποιο είναι το κείμενο;

Συλλαβίζοντας αργά και καθαρά, ο Τ υπαγορεύει: Είσαι πουτανόσκυλο.

4) ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΗΛΕΦΩΝΕΙΟ. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ. ΠΡΩΙ.

Αίθουσα τηλέγραφου. Κορίτσια στη σειρά, μπροστά σ' ένα μακρύ τραπέζι με τηλέφωνα. Φωνές σε ποικίλες γλώσσες και διάφορους τόνους, απ' όλο τον κόσμο. Η νεαρή που μιλάει με τον Τ γελάει και ρωτά. γυρνώντας στις συναδέλφους της.

ΚΟΠΕΛΑ: Είναι ένας που θέλει να βάλω «πουτανόσκυλο» στο τηλεγράφημα. Γίνεται;

Μια συνάδελφος της νεύει όχι με το χέρι. Η τηλεγραφίστρια μιλάει πάλι με τον Τ.

ΚΟΠΕΛΑ: Ξέρετε, κύριε, δεν μπορούμε να διαβιβάσουμε βρισιές με τον τηλέγραφο.

ΦΩΝΗ ΤΟΥ Τ (με ανυπομονησία): Ποιο είναι το μάξιμουμ που μπορείτε να δεχτείτε;

ΚΟΠΕΛΑ: Μα, δεν ξέρω. Βλάκα, ας πούμε.

ΦΩΝΗ ΤΟΥ Τ: Ε, τώρα, μη με κάνετε και γελάω, δεσποινίς. Ο παραλήπτης είναι το αφεντικό της εφημερίδας μου. Για έναν τύπο σαν κι αυτόν, το βλάκας είναι κομπλιμέντο.

ΚΟΠΕΛΑ: Λυπάμαι, κύριε, δεν ξέρω τι να σας πω.

5) ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ Τ. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ. ΠΡΩΙ.

Τ: Καθίκι. Παλιοτόμαρο. Κακούργε. Σατράπη. Διαλέξτε.

Η κοπέλα τον διακόπτει: Ακούστε να δείτε, εμείς εδώ δεν έχουμε καιρό για χάσιμο.
Ο Τ αφήνει το ακουστικό στη θέση του. Το χέρι του μένει μια στιγμή πάνω στο τηλέφωνο. Ύστερα επιστρέφει στο δωμάτιο. Τελειώνει τη βαλίτσα και την κλείνει. Κουβαλώντας την κατευθύνεται προς το χολ, παίρνει δύο τουφέκια μες στις θήκες τους κι ένα χοντρό τζάκετ με γούνινη επένδυση, και βγαίνει.

Στο άδειο σπίτι, το τηλέφωνο αρχίζει να χτυπά.

6) ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΣΤΗ ΣΑΡΔΗΝΙΑ. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ/ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ. ΗΜΕΡΑ.

Είναι ένα μικρό αεροδρόμιο... 


Μετάφραση από τα γαλλικά Κική Καψαμπέλη