Απόσπασμα από μια ελεύθερη διασκευή του μεσαιωνικού θρύλου,
βασισμένη στα βιβλία των Μπερούλ και Ζοζέφ Μπεντιέ
Τριστάνος & Ιζόλδη
Μια ιστορία των γλάρων
Εμείς οι γλάροι δεν έχουμε ονόματα.
Μου αρέσει που δεν έχω όνομα. Ένας γλάρος ανάμεσα σε άλλους γλάρους.
Κι όμως με κανένα άλλο γλάρο δεν μοιάζω… Αλλά αυτό μόνο εγώ το ξέρω.
Ανώνυμος. Εμείς οι γλάροι είμαστε ανώνυμοι.
Μου αρέσει που είμαι ανώνυμος.
Εγώ ξεχωρίζω έναν προς έναν τους ανθρώπους – όποιου θέλω μαθαίνω ακόμα και το όνομα του.
Εμένα, όμως, κανείς άνθρωπος δε με ξεχωρίσει –ακόμα και κάθε μέρα να με βλέπει δεν υποψιάζεται πως κάθε μέρα τον ίδιο γλάρο –εμένα, δηλαδή- συναντά.
Κι έτσι –ανώνυμος πάντα- μπορώ να μένω και ατιμώρητος.
Όταν κανείς δε θα σε κατηγορήσει για το λάθος που έκανες… Τότε είσαι ελεύθερος και να μιλήσεις γι αυτό. Έτσι κι εγώ τώρα σας μιλώ. Ανώνυμα –σαν ένας κάποιος γλάρος.
Ελεύθερα – ό,τι λάθος έκανα, πάει πια έγινε. Και ίσως… Ίσως –υποστηρίζω- πως καλά που κι έτσι όλα γινήκανε.
Το λάθος… Η απροσεξία, αν θέλετε, δική μου… Γι αυτό λέω πως ίσως και καλά να έγινε. Γιατί να πως και τώρα θα ακούσετε την ιστορία μιας μεγάλης αγάπης. Ενός έρωτα.
Έρωτα που τον ζήσανε… Μη μου πείτε - δυο άνθρωποι! Όχι, μην το πείτε αυτό. Θα έχετε κάνει λάθος. Δεν ήταν μόνο δυο…
Αλλά βιάζομαι…
Αν και πετώ αργά, μιλώ πολύ γρήγορα… Όπως όλοι, άλλωστε οι γλάροι… Πετάμε αργά –πάντα ενάντια στη φορά του ανέμου. Μα συνεχώς κράζουμε –έτσι εμείς μιλάμε! Με συνεχή κρωξίματα. Μα κάθε κρώξιμο και μια φράση.
Προσπαθήστε να κατανοήσετε τη γλώσσα μου. Κερδισμένοι θα είστε!
Ας είναι… Εγώ πάντως ξεκινώ…
Ελάτε… Ελάτε μαζί μου…
Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ άρχισε από την ακτές της Κορνουάλης. Ελάτε εκεί… Στα βράχια που μου αρέσει να φωλιάζω.
Ελάτε!
*
Λίγες είναι οι γαλήνιες, οι αμμουδερές ακτές της Κορνουάλης – οι περισσότερες είναι άγριες. Βράχια υψηλά, συχνά απόκρημνα υποδέχονται υπεροπτικά τα κύματα ενώ δυνατοί αέρηδες χαράζουν πάνω τους θρύλους των ανοιχτών θαλασσών .
Κι ολόγυρα ύφαλοι και ξέρες που ύπουλα καραδοκούν να πέσει πάνω τους κάποιο καράβι, να τσακιστεί, να βυθιστεί…
Με σανίδια και απομεινάρια αποσκευών είναι σπαρμένες οι ακτές της Κορνουάλης. Συχνά –μέσα στις άγριες αγκαλιές των βράχων- άψυχα σώματα ναυαγών γίνονται τροφή για καβούρια και … θαλασσοπούλια.
Κάποτε… Ναι, κάποτε κι εγώ γεύτηκα απομεινάρι ανθρώπινης σάρκας… Μια φορά μόνο. Το μετάνιωσα… Δεν ξέρω γιατί… Ίσως γιατί προτιμώ να αναζητώ την τροφή μου ανάμεσα στους αφρούς των κυμάτων… Φρέσκια τροφή.
Γι αυτό και συνεχώς πετάω… Από λιμάνι σε βραχονήσι, από κατάρτι ιστιοφόρου σε πέτρινο φάρο πάνω σε βράχο κτισμένο. Από το καλύβι κάποιου ψαρά στον πυργίσκο του κάστρου άρχοντα. Από παραθύρι κουζίνας αγροτόσπιτου σε παράθυρο κάμαρας μιας αρχόντισσας.
Περίεργα πουλιά εμείς οι γλάροι. Περίεργος είμαι. Κουρνιάζω, παρατηρώ, ακούω. Κάπως έτσι μαθαίνουμε εμείς -τα πετούμενα που αγαπούν τη θάλασσα- εσάς τους ανθρώπους. Και σας ξέρουμε καλά –πιστέψτε με!
Αν θέλετε να μάθετε την ιστορία ενός τόπου, τα πάθη και τα όνειρα όσων τον κατοικούνε, ελάτε σε μας… Ζητήστε να σας τα πούμε όλα.
Τίποτε δε θα μάθετε, αν εμείς δε θέλουμε να σας το πούμε.
Κι αν πάλι κάτι –με ένα πιο χαμηλότονο, ας πούμε, κρώξιμο- σας εμπιστευθούμε… Μην μας πιστέψετε… Μπορεί και να σας ξεγελάμε…
Πανούργα πουλιά;… Ή -ας πούμε- απλώς παιχνιδιάρικα;
Όπως εσείς, άλλωστε… Πανούργοι άνθρωποι;… Μήπως μόνο παιχνιδιάρηδες;
Δεν ξέρω… Δεν ξέρουμε.
Τόσα χρόνια δίπλα σας πετάμε, σας συνοδεύουμε στα ταξίδια σας, τα τραγούδια σας ακούμε… Μα ακόμα δε σας μάθαμε. Ό,τι κυριότερα δικό σας δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, είναι αυτό που το λέτε Έρωτα.
Ερωτευμένοι λέτε πως είστε… Τι θα πει αυτό; Μοιάζετε με παραλογισμένους. Τρέλες κάνετε…
Εμείς οι γλάροι τέτοιες πράξεις δεν τις καταλαβαίνουμε.
Αλλά μας διασκεδάζουν. Όπως τότε…
Τότε, στην Κορνουάλη, που άρχισα να σας αφηγούμαι… Τότε που άρχοντας της -πρώτος ανάμεσα σε πρώτους- ήταν ο Μάρκος.
Κάποια χρόνια πιο πριν –όχι πολλά. Πάντως εγώ τότε ακόμα δεν υπήρχα…
Μα έχω ακούσει τόσα για εκείνη την αγέρωχη αδελφή του νεαρού –ακόμα- Μάρκου που παντρεύτηκε τον κύρη ενός νησιού και πήγε εκεί να μείνει κι εκεί γέννησε ένα αγόρι, μα…
Κρίμα –πάντα το λέω και πάντα βγάζω κραυγούλα εσωτερικού πόνου- να χάνεται μια ψυχή την ώρα που έρχεται στη ζωή μια άλλη. Αλλά έτσι συχνά γίνεται με τα δικά σας τα θηλυκά –πεθαίνουν πάνω στη γέννα.
Κρίμα… Να ένα ακόμα από τα τερτίπια του Έρωτα που δεν μπορώ να καταλάβω. Να φέρνει το θάνατο μαζί με τη ζωή.
Περίεργο… Μα ας μην το ψάξω πιο πολύ. Εμείς τα πετούμενα διαφορετικά σμίγουμε.
Όπως και να είναι, το παιδί έμεινε ορφανό από μάνα.
Ήταν -έτσι έχω ακούσει- ένα πανέμορφο βρεφούδι που πολύ γρήγορα έγινε ένα πανέξυπνο αγόρι. Του δώσανε το όνομα Τριστάνος –πάει να πει θλιμμένος.
Θλιμμένη ήταν η αρχή της ζωής τούτου του παιδιού –δε λέω. Αλλά αν ξέρανε και το τέλος της, αναρωτιέμαι πως θα το φωνάζανε;
Μα μήτε εσείς οι άνθρωποι γνωρίζετε τα μελλούμενα, μήτε κι εμείς τα πτηνά το τι μας ξημερώνει την άλλη μέρα. Μα αν και δεν γνωρίζετε το αύριο, όλο αυτό σκεφτόσαστε –εσείς οι άνθρωποι. Εμείς τα πουλιά ζούμε μόνο το σήμερα. Κι ίσως -να όπως εγώ- να ψαχουλεύουμε το χτες.
Όπως και να το κάνουμε, Τριστάνο τον είπανε. Και ο πατέρας του για να γίνει ένα παλληκάρι σωστό, διάλεξε άνθρωπο συνετό και τον διόρισε δάσκαλο του παιδιού του. Κούρβεναλ –έτσι άκουσα να τον φωνάζουνε, έτσι τον λέω κι εγώ.
Και μετά…
Μετά ο Τριστάνος μεγάλωσε και θέλησε να γνωρίσει τον κόσμο.
Και μετά… Όχι, μετά, μα κάπου εκείνη την εποχή γεννήθηκα κι εγώ. Γλαροπούλι σε ξερονήσι κάπου έξω από τις βραχώδεις ακτές της Κορνουάλης.
*
Τα πρώτα μου πετάγματα τα έκανα τριγύρω από το κάστρο του άρχοντα Μάρκου.
Οι ακρογιαλιές εκείνης της περιοχής ήταν σε άλλα σημεία γεμάτες από σκούρα βότσαλα, σε άλλα πάλι απλωνόντουσαν χαμηλοί βράχοι που πάνω τους κυλούσαν στάλες αλμυρές. Τις προτιμούσα αυτές τις ακτές με τα βράχια –εγώ και τα άλλα μικρά γλαρόπουλα. Όλο και κάποιο καβούρι ή γαριδάκι θα είχε μαγκωθεί ανάμεσα στις αγριωπές επιφάνειες της πέτρας. Εύκολη λεία!
Όχι και τόσο μακριά από τις ακρογιαλιές, υψωνόντουσαν οι πολεμίστρες του καστρόπυργου.
Κι εκεί, στο ίδιο αυτό κάστρο, είχε πάει ο Τριστάνος με τον δάσκαλό του. Να μάθει -χωρίς να ξέρει κανένας την καταγωγή του- να αγωνίζεται και να κερδίσει μόνος και με την αξία του τον τίτλο του ιππότη. Τον συνόδευε η ευχή του πατέρα του κι είχε μαζί του το δαχτυλίδι που φόραγε η μάνα του την ώρα που ξεψυχούσε.
Ένα αρχοντόπουλο κι ένα νεογέννητο γλαρόνι.
Το παλληκαράκι μήτε και με πρόσεξε ποτέ.
Εγώ από τότε… Ναι, από τότε είχα πάνω του ριγμένη τη ματιά μου.
Εκείνου του έμελλε να γίνει τραγούδι και ιστορία έρωτα. Δική μου μοίρα η ανωνυμία.
Άνθρωπος αυτός, πουλί εγώ. Όλα μοιρασμένα στον κόσμο που ζήσαμε και θα ζούμε.