Το χαρτάκι της Σίλας, 3

Το χαρτάκι της Σίλας, 3

Η Σίλα βρισκόταν μόνη της στο σαλόνι και έβλεπε τηλεόραση που ήταν, όπως πάντα, ανοιχτή. Συνήθιζε να στοιχηματίζει με τον εαυτό της (και εφτά φορές στις δέκα να τον κερδίζει), τι είδους διαφήμιση θα ακολουθούσε: αυτοκίνητο; / απορρυπαντικό; / αναψυκτικό; / καλλυντικό; /σνακ; /σούπερ μάρκετ; / σερβιέτα; /σοκολάτα; /ηλεκτρική- ηλεκτρονική συσκευή;/ συμπλήρωμα διατροφής; / μακαρόνια; / τραπεζικό-ασφαλιστικό προϊόν; / ποτό; / αρτοσκεύασμα; Κλπ. κλπ…
Βέβαια δεν μπορούσε να αντιληφθεί σε βάθος γιατί υπήρχαν τόσες διαφορετικές μάρκες αυτοκινήτων, τόσες διαφορετικές μάρκες μακαρονιών, σερβιετών, κλπ. (αφού όλα αυτά τα αγαθά, βασικά ήταν ίδια μεταξύ τους και υπάκουαν στις ίδιες αρχές κατασκευής αναγκών). (Εξάλλου, ούτε και γιατί υπήρχαν τόσες μάρκες σκύλων αλλά και τόσες μάρκες ανθρώπων, καταλάβαινε.)
Οπότε, κατέληγε φιλοσοφώντας –όπως το συνήθιζε– ότι αυτό συνέβαινε μόνο και μόνο για να συντηρείται ο χριστιανικός μύθος περί της ελευθερίας βούλησης και η καταναλωτική ψευδαίσθηση του δικαιώματος επιλογής, βάσει της ποικιλίας τιμών.
Στα ενδιάμεσα των διαφημίσεων η τηλεόραση έβαζε εκπομπές μαγειρικής, και τότε η Σίλα, που ήταν λιτοδίαιτη, έπαυε να παρακολουθεί σε συνειδητό επίπεδο και αφηνόταν πια τελείως στους φιλοσοφικούς στοχασμούς της.
Εκείνη την συγκεκριμένη μέρα, όταν στην οθόνη άναψε ένα φιλέτο φλαμπέ με σως τρούφας Άλπεων σωταρισμένης σε ρακόμελο Ρεθύμνου, αρτυμένο με γκοτζιμπέρι, σταυροειδή γλυκάνισο, μολόχα, αρκουδόβατο και μπλε καφτερή πιπεριά από τη Τζακάρτα, η Σίλα πέρασε αυτομάτως σε άλλο επίπεδο και άρχισε να αναρωτιέται περί του προορισμού του σκύλου – το υπαρξιακό ερώτημα που η απάντησή του δεν είναι πιο γνωστή ή πιο πιστευτή απ’ ότι η απάντηση για τον προορισμό του ανθρώπου.
Η Σίλα γνώριζε πως, κατά μεν τη θεολογική εκδοχή, οι σκύλοι ήταν άγγελοι εκπεσόντες από τον Παράδεισο (επειδή ο πρωτόπλαστος σκύλος είχε δοκιμάσει να σηκώσει το πόδι του αγενώς στο Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού), κατά δε την επιστημονική εκδοχή προέρχονταν από τον σκύλο Σάπιενς (ο οποίος αρχικά βάδιζε στα δυο πόδια, ακολουθώντας όμως τον νόμο της εξέλιξης των ειδών κατέληξε να βαδίζει στα τέσσερα που είναι πιο ξεκούραστο, πιο ασφαλές και πιο χρήσιμο όταν σε κυνηγάνε).
Επίσης, απέκτησε μια ισόβια κομψή οικολογική γούνα παντός καιρού, και βελτίωσε το σχήμα του κρανίου του. Διατήρησε πάντως την ουρά του, στην οποία, όπως ξέρουμε, οφείλουν οι σκύλοι την υπεροχή τους απέναντι στους ανθρώπους, καθόσον εκείνοι, ανεξαρτήτως ράτσας και εθνικότητας, μπορούν πάντα να επικοινωνούν με τους πάντες άψογα στην κυνική νοηματική, ενώ οι άνθρωποι (που, περίπου την ίδια εποχή, έχασαν την δική τους ουρά), προσπαθούν ακόμα να συνηθίσουν στην ιδέα της παγκοσμιοποίησης.
«…Aλλά δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν το τραύμα του ακρωτηριασμού…», συνέχισε να σκέφτεται η Σίλα, έχοντας αρχίσει να νυστάζει. «Γι’ αυτό και στον καθημερινό λόγο τους γίνονται πάντα νύξεις που αναφέρονται σ’ αυτή: ο κ. Λάμπρος λέει π.χ. για την κ. Τζέλλα πως κουνά την ουρά της δεξιά-αριστερά / Εκείνη του απαντά πως άργησε γιατί βρήκε ουρές στην Εφορία – Τράπεζα – Ταμείο – Μετρό – Σούπερ Μάρκετ κλπ...».
Άλλαξε πλευρό στον καναπέ για να μη βλέπει το φιλέτο που, με την προσθήκη γαρνιτούρας πουρέ γογγυλιών και μπουκέτων αρσενικοβότανου, είχε καταντήσει πια αηδία.
Τι θα έλεγε άραγε ο πρώην κάτοχος του φιλέτου, αν μπορούσε να το δει από τον Παράδεισο των Βοδιών, αναρωτήθηκε η Σίλα, καθώς κουλουριαζόταν πάλι μ’ ένα πνιχτό γρύλλισμα που σήμαινε: «Αχ θεέ μου...».
Βέβαια, αυτός ήταν ρητορικός αναστεναγμός. Δεν απευθυνόταν πουθενά συγκεκριμένα, αν και η Σίλα πίστευε, όπως όλα τα ζώα –συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων–, στην ύπαρξη ενός αφεντικού-θεού. Αλλά διατηρούσε αμφιβολίες (όπως όλα τα ζώα – συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων) όχι φυσικά για την ύπαρξή του, όπως μερικοί ριψοκίνδυνοι, (επειδή αυτή έβλεπε συχνά τον κ. Λάμπρο), αλλά μόνο για την αγαθή φύση του.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, λες κι είχε ακούσει την επίκληση της Σίλας, ο κ. Λάμπρος εμφανίστηκε ξαφνικά στο σαλόνι. Η Σίλα βιάστηκε να πηδήξει κάτω κουνώντας την ουρά. «Πάλι στον καναπέ! Παλιόσκυλο!» της φώναξε έξαλλος εκείνος. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και την έβγαλε με μια κλωτσιά στο κρύο το εξώτερο.

(συνεχίζεται)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: