«Σήμερα τα εγκαίνια γίνονται στις καλλιτεχνικές στήλες των εφημερίδων», έλεγε ο πολύπειρος Αλέξ. Ιόλας πριν τριάντα χρόνια, όταν ξεκινούσε η κοσμική-επικοινωνιακή φάση της τέχνης στην Ελλάδα, φέρνοντας για πρώτη φορά στο δημόσιο ενδιαφέρον τα εικαστικά και τον κόσμο τους. Οι εφημερίδες είχαν τεράστιες κυκλοφορίες, το ίδιο και τα εικονογραφημένα περιοδικά, ενώ ξεκινούσαν και τα ιδιωτικά κανάλια στην τηλεόραση. Λίγο μετά, το 1995, προστέθηκε το Διδίκτυο με τα νέα προγράμματα σπιτικού υπολογιστή και δέκα χρόνια κατόπιν η ψηφιακή επικοινωνία έφτασε στην τελική απογείωσή της με τα smartphones και τα tablets στα ακροδάχτυλα όχι πλέον μόνο των φίλων του είδους αλλά και της κάθε νοικοκυράς.
Κατά πόσο ισχύει ο αφορισμός του Ιόλα για τα τηλεοπτικά και τώρα πλέον τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας; Πώς μαθαίνουμε για τις εικαστικές εκθέσεις και δραστηριότητες, πώς πρωτοβλέπουμε τις εικόνες των έργων και τα κείμενα των τεχνοκριτικών, πώς βρίσκουμε τους χώρους εκθέσεων, και πόσο συμμετέχουμε πηγαίνοντας –όσοι και όσο πηγαίνουμε– να δούμε τα ίδια τα έργα;
Η λεγόμενη «πρόσληψη» του καλλιτεχνικού έργου από αυτά τα θεμελιακά ζητήματα καθορίζεται, συχνά σε ποσοστό καθοριστικό και πάντως αδιανόητο για άλλες εποχές.
Τα έργα και οι εκθέσεις των ημερών μας πρέπει να είναι απαραιτήτως «γραφικά», δηλ. να «γράφουν» στην αντίληψη και στον εσωτερικό κόσμο των υποψηφίων θεατών, θαυμαστών και –σπάνιο πια– αγοραστών. Οφείλουν να είναι εντυπωσιακά, ελκυστικά, παρακινητικά για να επιτελεστεί ο σκοπός τους, δηλ. να καταγραφούν στην αντίληψη των διαμεσολαβημένων θεατών, ώστε αυτοί να ξεκινήσουν να έλθουν στον εκθεσιακό χώρο (και στις μέρες και ώρες που πρέπει).
Όχι, δεν ήταν πάντα έτσι – το αντίστροφο μάλιστα. Παλιότερα αυτόν τον ρόλο έπαιζε η δημοσίως αναρτώμενη αφίσα. Και στον μεσοπόλεμο οι ζωγράφοι έκαναν εκθέσεις αραιά και που, και με κάποια συστολή, μην και θεωρηθούν υπερφίαλοι. Τότε οι ειδήσεις για τις εκθέσεις διαδίδονταν προφορικά, με περίοδο προετοιμασίας αρκετών εβδομάδων, και τα έντυπα προσκλητήρια δεν στέλνοταν παρά με φειδώ και μόνο στους επιλεγμένους. Ως εκ τούτου, ο θεατής αντίκρυζε τα έργα μπαίνοντας στην έκθεση και τότε μόνο, έχοντας για εικόνες προκατασκευασμένες μόνο τα λίγα που συζητιόταν σε επίπεδο κουτσομπολιού και φαντασίας.
Ακόμη και μέχρι τα χρόνια της μεταπολίτευσης, ο οικείος χώρος περιπάτου και καθημερινότητας ήταν αποφασιστικός παράγων για την προσέγγιση και προσέλευση του ευρύτερου κοινού των φιλοτέχνων. Οι γκαλερί ήταν στο αστικό κέντρο και μόνο.
Σήμερα, επανερχόμαστε, οι εκθέσεις πραγματοποιούνται ήδη στο τάμπλετ, ή στο κινητό τηλέφωνο, πριν γίνουν καν τα εγκαίνια. Μετρείστε: Έτσι παίρνουμε προσκλήσεις, με σπανιότατες εξαιρέσεις. Έτσι βλέπουμε αρκετές και λεπτομερείς εικόνες των έργων. Έτσι διαβάζουμε πληροφορίες και ειδικές αναλύσεις. Στις ίδιες συσκευές, τέλος, αναρτώνται φωτογραφίες και κουτσομπολιά από τα εγκαίνια, ενώ ειδοποιήσεις στέλνονται για να προσεχθούν όλα αυτά και να μην παραπέσουν. Ειδικά σάιτ, τέλος, συμμαζεύουν όλες τις εκδηλώσεις και προσθέτουν συνεντεύξεις κοκ. Τι απέμεινε για να το εισπράξει κανείς στον χώρο της έκθεσης αποκλειστικά; Η ιδέα ότι θα τον δουν εκεί και επίσης αυτός θα δει κόσμο και πρωτίστως τον καλλιτέχνη.
Με αυτόν λοιπόν τον μηχανισμό και αυτόν τον ιδεολογικό ορίζοντα επικοινωνίας εισπράττει κανείς τις εκθέσεις σήμερα. Ο κόσμος των αναπαραστάσεων, αυτός που λέγεται και κυβερνοχώρος (cyberspace), είναι πλέον εδώ, κυρίαρχος. Ο κόσμος των πραγμάτων είναι προαιρετικός. Συχνά έχει κανείς την εντύπωση ότι δεν είναι απαραίτητο να πάει να δει τις εικαστικές εκθέσεις. Εξαίρεση, οι εκδηλώσεις, αυτές που έχουν κάτι μοναδικό και άπαξ: π.χ. μια περφόρμανς, μια εισαγωγική ομιλία, η παρουσία διασημοτήτων.
Ίσως μάλιστα, σκέφτομαι, θα πρέπει πια να κατηγοριοποιούμε τα έργα τέχνης και τις εκθέσεις με αυτό το κριτήριο: αξίζει τον κόπο να πάει κάποιος από κοντά ή μήπως έχει πάρει όλο το εικαστικό / αισθητικό περιεχόμενο μέσω του κινητού και του τάμπλετ;
Στις εβδομάδες που πέρασαν, από την προ-χριστουγεννιάτικη χρονική περίοδο ώς τώρα, λίγο πριν τις Απόκριες και την Καθαρή Δευτέρα, το κριτήριο αυτό ήταν πολύ έντονο. Εποχή εκθεσιακής ακμής, χωρίς αμφιβολία, κατά παράδοσιν. Περί τις γιορτές διότι υπάρχει πιθανότητα αγορών και στις πρώτες εβδομάδες του έτους διότι οι εκδηλώσεις έχουν «αναμνηστικότητα», μένουν δηλ. ζωηρές για δώδεκα μήνες, ενώ π.χ. του Δεκέμβρη λησμονιούνται «ανεπαισθήτως» ως πεπερασμένες.
Τα κριτήρια ανθολόγησης με βάση το ενδιαφέρον ήταν απαιτητικά. Προφανώς δεν χωράνε όλες οι εκθέσεις, όλα τα έργα και όλοι οι καλλιτέχνες σε ένα κείμενο. Παλιότερα, στις δεκαετίες που έγραφα «εικαστική κριτική» στα Νέα κάθε εβδομάδα, όταν ήταν πολλές οι εκθέσεις, επινοούσα ένα θέμα που λειτουργούσε ως κοινός παράγων μεταξύ τους, και αυτό ξεκίνησε μεν ως λύση ανάγκης αλλά σιγά-σιγά έγινε δημιουργική ερμηνεία και προσέγγιση των έργων, διότι ανίχνευε υποθρώσκουσες διασυνδέσεις μεταξύ τους, μη ορατές σε πρώτη σύγκριση εντυπώσεων. Αυτή τη μέθοδο ανακάλεσα και εφαρμόζω και τώρα εδώ.
Εικαστική/Εικονική πραγματικότητα
Τα εικαστικά δια μέσου των αναπαραστάσεων: μήπως το cyberspace κυριαρχεί ήδη, ανεπαισθήτως, έναντι του «περιπάτου στις αίθουσες τέχνης»;
Κριτήριο πρώτο και βασικότερο: είναι εκθέσεις με πίνακες δύο διαστάσεων ή με αντικείμενα, πλαστικές κατασκευές δηλ. εγκαταστάσεις (installation) κοκ.
Η απάντηση: Πίνακες.
«Νίκησαν δηλ. οι συμβατικοί;» αναρωτιόμαστε ήδη, όσοι ζήσαμε την έκρηξη των πρωτοποριακών εκθέσεων στο fin du siecle, προ δεκαετιών που θέλησαν –εις μάτην– να εξαφανίσουν την Τέχνη πάνω σε δύο διαστάσεις, με πινέλα, χρώματα, γραφιστικά και μικροκολάζ; Όχι, απαραίτητα, αλλά μετά την Μπιενάλε Αθηνών, όπου όλα σχεδόν ήταν το αντίστροφο και με κρατική / κοινοτική χρηματοδότηση, οι εκθέσεις των γκαλερί είναι σχεδόν όλες με έργα που μπορούν να κρεμαστούν σε τοίχους σπιτιού. «Από τις Μπιενάλε, στον Καναπέ», είναι μια έκφραση που αποδίδει αυτό το κλίμα, αλλό ο καναπές δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, μάλλον είναι εστία ψυχικού, διανοητικού και σωματικού ρεμβασμού ή/και συναναστροφών, άρα σημείο επαφής ιδανικό για πρόσληψη, απόλαυση ή και ερμηνεία της Τέχνης.
Ποιές εκθέσεις μας έκαναν εντύπωση περισσότερο;
Της Τίνας Καραγιώργη στη «Σκουφά» είναι μια από τις πιο ώριμες προσωπικές εκφράσεις και από τις πιο ελκυστικές στο βλέμμα συνθέσεις που είδαμε εδώ και πολύ καιρό. Γνωστή, σεμνή αλλά και ερευνητική η ζωγράφος προβληματίζεται πάνω στη διαφάνεια των πολλαπλών παράλληλων επιπέδων – έκανε και installations στο χώρο παλιότερα– και τώρα δείχνει μεγάλες επιτοίχιες συνθέσεις που συνοψίζουν αυτή τη διαδρομή. Χειρονομίες γραφής, χρώματα ζωηρά και αφαιρετικά, ηλεκτρικές ανταύγειες απο λυχνίες, φτιάχνουν έναν κόσμο χαζευτικό, που ελκύει σε υψηλού επιπέδου αντιληπτικές και συγκινησιακές διαδρομές.
Πολύ καλές και οι δυο εκθέσεις στον «Αστρολάβο». «Μονοπάτια φωτός» της Ερμίνας Αβραμίδου με χρωματικές/φωτιστικές δέσμες οργανωμένες σε διαδρομές προς μια διέξοδο με συμβολικό νόημα, ενώ τα λακωνικά αλλά περίτεχνα σχέδια της Ειρήνης Ηλιακοπούλου έδειχναν την «πάλη ανάμεσα στο χάος και στην τάξη» με όργανο την καλλιτεχνική ορμή.
Νέα θέματα στην έκθεση του Γιάννη Αντωνόπουλου, λαμπρού χειριστή της ελαιογραφίας, στο εξπρεσιονιστικό δρομολόγιο του Γ. Μπουζιάνη, όπως καθιερώθηκε στα χρόνια του 1980. Τα τοπία του είναι εξαιρετικά, με τις φόρμες να σβήνουν η μια μέσα στην άλλη και το χρώμα να κυλά αβίαστα ανάμεσά τους. Στη «Χρυσόθεμι», την ιστορική πλέον γκαλερί του Χαλανδρίου.
Στο «Κέντρο Τέχνης Ιλεάνα Τούντα» είχα να πάω πολύν καιρό. Σε αντίθεση με παλιότερες εποχές, τώρα το προφίλ της γκαλερί είναι χαμηλό, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Αλλά οι δυο εκθέσεις είχαν περιεχόμενο αν και όχι τόσο του προσωπικού μου γούστου, ομολογώ. Στης Sophie Tottie ένα εξαιρετικό κείμενο εξηγεί τα –κάπως μη-ομιλητικά– εκθέματα, με σημεία που σβήνουν κλιμακωτά στον χώρο του πίνακα, σαν ιερογλυφικά υπό κατασκευή ή υπό εξαφάνιση, σαν συσσώρευση ομοειδών που αναζητεί νόημα ή κάτι τέτοιο. Της Φρύνης Μουζακίτου οι προθέσεις είναι ιδιαίτερα ιδεοκρατικές, αλλά και κοινωνικά κριτικές: Με αναφορές σε φιλοσόφους (π.χ. στον Τ. Χομπς), και με εικόνες της διεθνούς πολιτικής αναμορφωμένες κομπιουτερικά σε σκοπίμως αντιφατικές συνθέσεις, μας μιλά για την ένταση και τις συγκρούσεις. Υπάρχει και ένα αυτούσιο καρότσι με κίτρινο ύφασμα για γιλέκα...
Με τέτοια διάθεση και συνθετική πρακτική μοιάζουν και τα μέσω υπολογιστή έργα της Άρτεμης Ποταμιάνου («Your History is not my History», Enia Gallery, Πειραιάς), όπου δεδομένες εικόνες αλλά και ξύλινες κατασκευές υφίστανται επέμβαση για να δώσουν νέο σχόλιο, κυρίως φεμινιστικής χροιάς.
Στο πρόγραμμα των γκαλερί έχουμε και την αναβίωση του ενδιαφέροντος για τους παλιότερους, σημάδι διάθεσης για αναδρομές ιστορικές αλλά και για εμμονή στα μεγάλα ονόματα. Η «Citronne» του Πόρρου άνοιξε αίθουσα και στην Αθήνα, και δείχνει τα «Mappemonde» του Γιώργου Λάππα, την εννοιολογική δουλειά που βασίζεται στο Σπήλαιο των Ιδεών του Πλάτωνα, ενότητα υψηλής πνοής και καθιερωμένη από τα χρόνια του 1990. Στη «Roma», που εγκαινιάστηκε μόλις, είδαμε εξαιρετική ανθολογία έργων του Pavlos (Διονυσόπουλος), σημαντικότατου της γενιάς του Παρισιού στα 1960, καθιερωμένου για τις συνθέσεις απο κομμένες λωρίδες χαρτιών που ανασυντίθενται σε αναγνωρίσιμες εικόνες με ποπ αντικείμενα.
Σε κλίμα αναδρομής και η έκθεση του Νίκου Χουλιαρά (1940-2017) στην «Evripides Art Gallery», οι πίνακες του οποίου μου μοιάζουν πιο βιωμένοι από ποτέ, ένα ιδιωτικό γκόθικ στόρι, με αξία αφηγηματική και εικαστική ταυτόχρονα. Στην ίδια γκαλερί έγινε και η έκθεση του Γιάννη Μιχαηλίδη, ώριμου εκφραστή της γενιάς του 1970, με εξαιρετική μορφοπλαστική ποιότητα στα αφαιρετικά έργα του, καθώς και του Χρ. Παλλάντζα, προικισμένου σχεδιαστή και χειριστή του χρώματος σε θέματα τοπιογραφικά με αισιόδοξους συμβολισμούς. Μην ξεχάσω και την έκθεση του Άγγελου Σκούρτη («Γιάννα Γραμματοπούλου») επίμονου ερευνητή της δυναμικής των αφαιρετικών συμβόλων, ώριμου και μεταδοτικού στους προβληματισμούς του.
Υπάρχει και η δραστηριοποίηση των εκθεσιακών χώρων που δημιουργήθηκαν από συλλέκτες.
Η «Πινακοθήκη Βογιατζόγλου» στη Νέα Ιωνία ξεκίνησε δείχνοντας έργα εξαιρετικά επιλεγμένα από τη ζωγραφική των πρόσφατων δεκαετιών, σε καλοσχεδιασμένες εγκαταστάσεις. Και το «Μουσείο Φρυσίρα» με «Δέκα γυναίκες εικαστικούς», δυναμική έκθεση με κορυφαίες γυναίκες δημιουργούς (Αντ. Καββαθά, Μαρ. Κάσση, Αφρ. Λίττη, Ελ. Μωραϊτη, Εύα Μελά, κ.ά.) που έμπρακτα έχουν καθιερωθεί για τον στοχασμό τους ως προς τη γυναικεία υπόσταση.
Για τους πολλούς που παρευρέθηκαν, πάντως, ιδίως τους ιστορικούς της τέχνης και τεχνοκριτικούς, το ξεκίνημα της νέας χρονιάς ήταν η διάλεξη ενός σπουδαίου μελετητή από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου, στο Μουσείο Μπενάκη, με θέμα το παγκόσμιο τοπίο της κριτικής της τέχνης. Ο καθηγητης James Elkin («What Happened to Art Criticism», «Art & Globalization», κ.ά.) μίλησε σε σεμινάριο δύο ωρών, οργανωμένο από τον σύλλογο Ιστορικών Τέχνης, γιά το μάρκετινγκ και τις τάσεις των πραγμάτων, τον ανταγωνισμό της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης με την τέχνη των άλλων πολιτισμών –ιδίως της Ασίας–, και την σύγχρονη αντίληψη για το πού πατά ο μελετητής των ημερών μας.