Προλογικό σημείωμα
Ανδρέας Στάικος, Εμμανουέλα Κοντογιώργου
————— ≈ —————
[ Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ρ Ω Τ Ο ]
————— ≈ —————
Προλογικό σημείωμα
Ανδρέας Στάικος, Εμμανουέλα Κοντογιώργου
————— ≈ —————
[ Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ρ Ω Τ Ο ]
————— ≈ —————
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Από τη στιγμή που ο Άμλεθ κατάφερε να σφάξει τον πατριό του, φοβόταν μήπως η πράξη του εκτεθεί στην άστατη κρίση των συμπατριωτών του, και έκρινε πως φρονιμότερο θα ήταν να μείνει κρυμμένος ώσπου να μάθει προς τα που έκλινε ο άξεστος όχλος των κατοίκων της περιοχής. Έτσι, όλη η γύρω περιοχή που είδε τη λάμψη της φωτιάς κατά τη διάρκεια της νύχτας, μόλις ξημέρωσε, κι αφού αντιλήφθηκαν πως το βασιλικό παλάτι είχε γίνει στάχτη, θέλησαν να μάθουν τα αίτια της πυρκαγιάς γιατί αφού έψαξαν με προσοχή στα χαλάσματα που ήταν ακόμη ζεστά, το μόνο που βρήκαν ήταν μερικά άμορφα απομεινάρια απανθρακωμένων πτωμάτων. Η φωτιά αφάνισε τα πάντα τόσο ολοκληρωτικά ώστε ούτε ένα μικρό σημάδι δεν υπήρχε που να τους πληροφορεί για την αιτία της καταστροφής. Όμως, βρήκαν το πτώμα του Φενγκ να κείται κομμένο στα δύο από ένα ξίφος που απέμεινε ανάμεσα στις πτυχές των καταματωμένων ενδυμάτων του.
Κάποιοι κυριεύθηκαν από κύματα οργής, άλλοι πάλι από θλίψη ενώ μερικοί δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τη χαρά τους, κατάφεραν όμως να μείνουν ανέκφραστοι. Η μια πολιτική παράταξη θρηνούσε για το θάνατο του αρχηγού τους, η άλλη ήταν ευγνώμων που η τυραννία τού αδελφοκτόνου είχε φτάσει στο τέλος της. Κατά συνέπεια, το συμβάν της δολοφονίας του βασιλιά έγινε δεκτό με ανάμεικτα συναισθήματα.
Ο Άμλεθ, βλέποντας το πλήθος απροσδόκητα σιωπηλό, βρήκε το θάρρος να εγκαταλείψει την κρυψώνα του. Πρώτα κάλεσε κοντά του εκείνους που ήξερε πως ήταν πιστά αφοσιωμένοι στη μνήμη του πατέρα του, έπειτα πλησίασε τη συνάθροιση και μίλησε με τα ακόλουθα λόγια:
«Ευγενείς! Μην αφήσετε κανέναν που θορυβήθηκε από το ελεεινό τέλος του Χοργουέντιλ να ταραχθεί με τη θέα της καταστροφής που βρίσκεται μπροστά σας: να μην είστε, ξαναλέω, ανήσυχοι εσείς που παραμείνατε πιστοί στο βασιλιά σας και υπάκουοι στον πατέρα σας. Ιδού το πτώμα, όχι ενός πρίγκιπα αλλά ενός αδελφοκτόνου. Πράγματι, ήταν πιο λυπηρό θέαμα όταν γίναμε μάρτυρες του θανάτου τού πρίγκιπά μας που κείτονταν οικτρά σφαγιασμένος από τον πιο ασήμαντο αδελφοκτόνο —αδελφό δεν αξίζει να τον αποκαλέσω. Με τα ίδια συμπονετικά μάτια αντικρίσατε τα κατακρεουργημένα μέλη του Χόργουεντιλ· είδατε τις αμέτρητες πληγές που σημάδεψαν το σώμα του. Χωρίς αμφιβολία αυτός ο αισχρός σφαγέας στέρησε από το βασιλιά μας τη ζωή για να λεηλατήσει αυτή τη γη της επαγγελίας! Το χέρι που τον φόνευσε σας έκανε σκλάβους. Ποιος είναι λοιπόν τόσο παράφρον ώστε να διαλέξει τον άσπλαχνο Φενγκ από τον δίκαιο Χόργουεντιλ; Θυμηθείτε πόσο μεγαλόψυχα σας φέρθηκε, πόσο δίκαια σας αντιμετώπισε, με πόση γενναιοδωρία σας αγάπησε. Θυμηθείτε πως χάσατε τον πιο πράο βασιλιά και τον πιο δίκαιο πατέρα ενώ στη θέση του ήρθε ένας τύραννος και δολοφόνος· πόσο αστραπιαία σφετερίστηκαν τα δικαιώματα σας, πως προσβληθήκαν όλα από αυτή τη μάστιγα, πως μολύνθηκε αυτή η πανέμορφη χώρα με κακές φήμες, πόσο γρήγορα ο ζυγός σφίχτηκε γύρω από το λαιμό σας, πως το σπουδαιότερο από όλα τα δικαιώματα, η ελεύθερη βούληση, χάθηκε!
Και τώρα όλα τελείωσαν· όλοι εσείς δείτε τον εγκληματία πνιγμένο στα ίδια του τα πάθη, τον φονιά από το σόι των φονιάδων, τιμωρημένο για τις κακές του πράξεις. Ποιος άντρας με σώας τας φρένας θα θεωρούσε αυτήν την ευεργεσία ως αδικία; Ποιος λογικός άνθρωπος θα λυπόταν για το θάνατο του πιο βάναυσου εκτελεστή; Ή θα θρηνούσε τον δίκαιο φόνο τού πιο σκληρού δεσπότη;
Ιδού, ο υπεύθυνος. Βρίσκεται εμπρός σας. Ναι, παραδέχομαι πως πήρα εκδίκηση όχι μόνο για τον πατέρα μου αλλά και για τη χώρα μου. Τα χέρια σας είναι ισότιμα δεμένα με την αποστολή που τα δικά μου έφεραν εις πέρας. Αυτό που θα ήταν πρέπον να καταφέρουμε μαζί, το πέτυχα μόνος μου. Ούτε είχα κάποιο συνεργό για αυτή την τόσο ένδοξη πράξη, ούτε κάποιον άντρα στην υπηρεσία μου να με βοηθήσει. Δεν είναι ότι ξεχνώ πως θα με είχατε βοηθήσει αν σας το ζητούσα· δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μείνατε πιστοί στο βασιλιά σας και στοργικοί στον πρίγκιπά σας. Εγώ επέλεξα να τιμωρήσω τον διάβολο χωρίς να σας θέσω σε κίνδυνο· πάντοτε πίστευα πως οι άλλοι δεν χρειάζεται να επωμίζονται τα δικά μου βάρη όταν κρίνω πως εγώ είμαι αρκετά δυνατός για να τα επωμιστώ. Έκαψα συθέμελα το παλάτι, τους έκανα όλους στάχτη και αφήνω στα χέρια σας μόνο το πτώμα του Φενγκ για να το κάψετε εσείς, έτσι ώστε να βρείτε, έστω σε αυτή την ελάχιστη πράξη, τη δίκαια εκδίκηση που προσδοκούσατε.
Τώρα βιαστείτε, στοιβάξτε γρήγορα τα καυσόξυλα, κάψτε το σώμα του σατανά, καταστρέψτε τα μιαρά του άκρα, σκορπίστε τις αμαρτωλές του στάχτες μπροστά στο βασανισμένο μας λαό. Να μην αφήσετε ούτε τύμβο, ούτε τεφροδόχο να φιλοξενήσει τα απεχθή απομεινάρια των οστών του. Να μη μείνει κανένα ίχνος της αδελφοκτονίας του· να μην υπάρξει ούτε μια γωνιά στην ίδια του τη γη για τα ανόσια μέλη του σώματός του. Καμία γειτονιά να μη μολυνθεί ξανά απ’ αυτόν· να μην αμαυρωθεί ούτε θάλασσα, ούτε στεριά απ' το καταραμένο του κουφάρι. Έχω κάνει όλα τα υπόλοιπα· αυτό το ιερό χρέος, το αφήνω σ’ εσάς. Αυτή πρέπει να είναι η κηδεία ενός τυράννου, η νεκρική πομπή ενός αδελφοκτόνου. Δεν είναι ευπρεπές, αυτός που στέρησε από το λαό την ελευθερία του, να καλύψει με τις στάχτες του το χώμα αυτής της χώρας.
Εξάλλου, γιατί να μιλώ συνέχεια για τους δικούς μου καημούς; Γιατί να μετρώ ένα ένα τα βάσανά μου; Γιατί να υφάνω το νήμα της κακής μου μοίρας για άλλη μια φορά; Τα ξέρετε όλα καλύτερα κι από μένα. Μόνον εγώ, επιδίωξα το θάνατο του πατριού μου, περιφρονημένος από την ίδια μου τη μητέρα, ξεχασμένος από τους φίλους, πέρασα τα χρόνια μου με αξιολύπητη σύνεση και τις μέρες μου με κακουχίες· ζούσα γεμάτος φόβο κι απειλές, το νήμα της ζωής μου κρέμονταν από μια κλωστή.
Πολύ συχνά, εσείς οι ίδιοι μουρμουρίζατε κρυφά και σχολιάζατε πως είχα χάσει το μυαλό μου· δεν υπάρχει κανείς, λέγατε, να εκδικηθεί για το βασιλιά, κανείς να τιμωρήσει την αδελφοκτονία. Μέσα σ’ αυτούς τους ψιθύρους, ανακάλυψα τη μυστική μαρτυρία της αγάπης σας· γιατί είδα πως η μνήμη του θάνατου του βασιλιά μας δεν είχε ξεθωριάσει ακόμη από τη σκέψη σας.
Ποιο στήθος είναι τόσο σκληρό που να μην υποκύψει σ’ εκείνους που ταλανίζονται με τα ίδια αισθήματα που βασανίζουν κι εμένα τον ίδιο; Ποιος είναι τόσο άκαμπτος και ψυχρός που να μην παρασυρθεί από όσους συμπονούν τη θλίψη του; Εσείς, που τα χέρια σας είναι καθαρά από το θάνατο του Χοργουέντιλ, λυπηθείτε την ανατροφή σας, συγκινηθείτε από τις συμφορές μου. Λυπηθείτε ακόμη, την ατιμασμένη μου μητέρα, και χαρείτε μαζί μου, γιατί η κακοφημία αυτής που ήταν κάποτε η βασίλισσα σας σβήστηκε από τη μεταμέλεια της. Διότι, η αδύναμη γυναίκα έπρεπε να επωμιστεί διπλό το βάρος της ατίμωσης, αγκαλιάζοντας αυτόν που ήταν όχι μόνο ο φονιάς του ανδρός της αλλά και αδελφός του. Όπως ήταν φυσικό, για να αποκρύψω το κίνητρο της εκδίκησης και να ρίξω πέπλο μυστηρίου στα σχέδιά μου, μιμήθηκα την πιο ράθυμη συμπεριφορά, προσποιήθηκα νωθρότητα· σχεδίασα ένα τέχνασμα, και τώρα εμπρός σας κείται η επιτυχία του. Σας αφήνω να κρίνετε αν πέτυχα τον σκοπό μου στο έπακρο· είμαι πανευτυχής που έχω εσάς για να κρίνετε ένα τόσο σπουδαίο ζήτημα. Τώρα είναι η σειρά σας: Ποδοπατήστε τις στάχτες του δολοφόνου! Περιφρονήστε τη σκόνη εκείνου, που έσφαξε τον ίδιο του τον αδελφό και ατίμασε τη βασίλισσα με την πιο άθλια ιεροσυλία, που έριξε πάνω σας την πιο σκληρή τυραννία, έκλεψε την ελευθερία και πάντρεψε την αδερφοκτονία με αιμομιξία. Έγινα ο εκπρόσωπος αυτής της δίκαιης εκδίκησης. Κάηκα στην κόλαση για ενάρετα αντίποινα.
Στηρίξτε με, με το αριστοκρατικό σας πνεύμα. Αποδώστε το φόρο τιμής που μου χρωστάτε. Ζεστάνετε επιτέλους την καρδιά μου, με καλοσυνάτα βλέμματα. Εγώ είμαι αυτός που καθάρισε τη χώρα μου απ’ την ντροπή· αυτός που έσβησε την ατίμωση της μητέρας του, που έδιωξε τη δυναστεία. Εγώ είμαι αυτός που θανάτωσε το δολοφόνο, που απάντησε στο επιδέξιο χέρι του θείου μου με πιο επιδέξια τεχνάσματα. Αν ήταν ακόμα ζωντανός, κάθε μέρα που περνούσε θα πολλαπλασίαζε τα εγκλήματα του. Επανόρθωσα το κακό που έγινε στον πατέρα και την πατρίδα: Έσφαξα εκείνον που σας κυβερνούσε τόσο απαράδεκτα και πιο σκληρά απ' όσο αρμόζει σε έναν άνδρα. Αναγνωρίστε τις υπηρεσίες μου, τιμήστε την ευφυΐα μου· δώστε μου το θρόνο, αν νομίζετε πως τον αξίζω.
Γιατί μαζί μου, κερδίζετε κάποιον που σας έχει κάνει μεγάλο καλό και δε θα αφήσει να εκφυλιστεί η κληρονομιά του παντοδύναμου πατέρα του· κανένας αδελφοκτόνος, μόνο ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Αυτός που έκανε καθήκον του την εκδίκηση για το έγκλημα ενάντια στον πατέρα. Εμένα πρέπει να ευγνωμονείτε που επέστρεψε η ευλογία της ελεύθερης ζωής, που απαλλαχτήκατε από αυτόν που σας εξόργιζε και λύθηκαν τα δεσμά του τυραννικού ζυγού. Σ’ εμένα χρωστάτε ευγνωμοσύνη που ξεφύγατε από την κυριαρχία ενός δολοφόνου, που πατάχθηκε το σκήπτρο του τυράννου κάτω απ’ τα πόδια σας. Εγώ είμαι αυτός που σας έβγαλε τη φορεσιά της σκλαβιάς και σας έντυσε με αυτή της ελευθερίας. Αποκατέστησα τα αξιώματα που αξίζουν στο κύρος σας και σας έδωσα πίσω τη δόξα. Εκθρόνισα το δεσπότη και κατατρόπωσα τον φονιά. Η ανταμοιβή μου είναι στα χέρια σας: τώρα πια ξέρετε τι έχω κάνει για εσάς: κι από την αρετή σας, ζητώ την αμοιβή μου».
Δεν υπήρξε καρδιά που να μη συγκινήθηκε από το λόγο του νεαρού άνδρα, κάποιοι μάλιστα μέχρι δακρύων. Όταν οι θρήνοι κόπασαν, στέφθηκε βασιλιάς με πλήρη ομοφωνία και καθολική αναγνώριση του λαού. Όλοι εναπόθεταν τις μεγαλύτερες ελπίδες τους στη σοφία του, καθώς εκείνος είχε σχεδιάσει από την αρχή μέχρι το τέλος ένα τέτοιο κατόρθωμα με τον βαθύτερο δόλο, και το έφερε εις πέρας με το πιο εντυπωσιακό τέχνασμα. Οι πάντες έμειναν έκπληκτοι που κατάφερε να κρατήσει μυστικό ένα τόσο δαιμόνιο σχέδιο για τόσο μεγάλη χρονική περίοδο.
Μετά από αυτά τα συμβάντα στη Δανιμαρκία, εξοπλίστηκε με τρία πολυτελέστατα πλοία και επέστρεψε στη Βρετανία για να δει την γυναίκα του και τον πατέρα της. Ακόμη, διέταξε να προσληφθούν στην υπηρεσία του οι Πολεμιστές της Ανθισμένης Κερασιάς, επιλέγοντας τους καλύτερους με μεγάλη προσοχή καθώς επιθυμούσε να είναι όλα γύρω του εντυπωσιακά, αλλάζοντας έτσι την παλιά του αφοσίωση στη φτώχια με εξωφρενική χλιδή. Στη συνέχεια, διέταξε να κατασκευάσουν την προσωπική του ασπίδα, πάνω στην οποία θα απεικονίζονταν όλα τα επεισόδια των άθλων του, ξεκινώντας από τα νεανικά του χρόνια, με ζωηρά χρώματα και θεσπέσια σχέδια. Ήθελε να την κρατά ως ενθύμιο των πράξεων της ανδρείας του και κατ’ αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε να γίνει πιο δημοφιλής. Η ασπίδα, αναπαριστούσε τη σφαγή του Χοργουέντιλ, την αδελφοκτονία και αιμομιξία του Φενγκ, τον άτιμο θείο και τον εφευρετικό ανιψιό, τα σχήματα των μυτερών πασσάλων, τις υποψίες του πατριού και τον θετό υιό να τις συγκαλύπτει, τους μύριους πειρασμούς που του προσφέρθηκαν με αποκορύφωμα τη νεαρή γυναίκα που έφεραν για να τον σαγηνεύσει, τον τεράστιο λύκο, την ανακάλυψη του πηδαλίου, το πέρασμα από την ακροθαλασσιά, την είσοδο στο δάσος, το πέρασμα του άχυρου στην αλογόμυγα, τις προειδοποιήσεις του νεαρού εξαδέλφου με κρυφά σημάδια και τις μυστικές συνομωσίες με τη γυναίκα αφού κατάφεραν να ξεφύγουν από τη συνοδεία. Κατά τον ίδιο τρόπο, μπορούσε κανείς να δει την εικόνα του παλατιού, τη βασίλισσα με τον γιο της, τη σφαγή του ωτακουστή, και πως, αφού τον σκότωσε, έβρασε τα μέλη του και να έριξε στον υπόνομο, πως τα καημένα του άκρα σκορπίστηκαν στη λάσπη, αφημένα εκεί, να τα αποτελειώσουν τα θηρία.
Με κάθε λεπτομέρεια μπορούσε κανείς να διακρίνει πως ο Άμλεθ απέσπασε την επιστολή από τους κοιμισμένους ακολούθους, πως έσβησε ό,τι ήταν γραμμένο και το αντικατέστησε με νέους χαρακτήρες, πως ανακάλυψε τη γενιά του βασιλιά και της βασίλισσας μόνο μέσα από την παρουσία του στο βασιλικό δείπνο· έπειτα την κρεμάλα των απεσταλμένων και τον γάμο του νεαρού άνδρα, το ταξίδι στη Δανιμαρκία, τους εύθυμους εορτασμούς στην κηδεία του ζωντανού Άμλεθ, τον ρόλο του ως οινοχόου, το ξέφρενο γλέντι και μεθύσι των σφετεριστών, το περίτεχνο δέσιμο των κοιμισμένων εχθρών που στη συνέχεια κάηκαν ζωντανοί, η πυρά που έκανε στάχτη το παλάτι, η επίσκεψη στα διαμερίσματα του Φενγκ, η κλοπή του σπαθιού, η αντικατάσταση του με ένα άχρηστο και η σφαγή του βασιλιά με το ίδιο του το ξίφος από το χέρι του θετού του γιού, ανιψιού, Άμλεθ.
Όλη η ιστορία βρίσκονταν εκεί, ιστορημένη πάνω στην πολεμική ασπίδα του Άμλεθ από έναν επιδέξιο τεχνίτη που εκτελούσε την πιο επιδέξια χειροτεχνία· τα δάχτυλά του αντέγραψαν την αλήθεια, και τα περιγράμματα των σχεδίων του αποτύπωναν ειλικρινείς πράξεις ανδρείας. Επιπλέον, οι υποστηρικτές του Άμλεθ, για να του τραβήξουν περισσότερο την προσοχή, εξοπλίστηκαν με επιχρυσωμένες ασπίδες που αναπαριστούσαν κάποιο από τα επεισόδια των κατορθωμάτων του. Αφού έγιναν όλα αυτά, ο Βασιλιάς Άμλεθ της Δανιμαρκίας και η προσωπική του φρουρά, ξεκίνησαν για τη Βρετανία.
Ο Βασιλιάς της Βρετανίας τους υποδέχτηκε με την ύψιστη ευγένεια και τους περιποιήθηκε με αφάνταστη γενναιοδωρία και βασιλικές μεγαλοπρέπειες. Κατά τη διάρκεια της γιορτής, ρώτησε με αγωνία αν ο Φενγκ ήταν ζωντανός και ευημερούσε. Ο γαμπρός του γύρισε προς το μέρος του και παρουσία όλων είπε: «Για την ευημερία αυτού του άνδρα, μάταια ρωτάς, η ζωή του χάθηκε από το ίδιο του το ξίφος». Με έναν καταιγισμό ερωτήσεων προσπάθησε να μάθει ποιος έσφαξε τον Φενγκ και τελικά ανακάλυψε πως ο αγγελιοφόρος του θανάτου του ήταν και αυτός που τον προκάλεσε. Ο βασιλιάς έντρομος μόλις συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, θυμήθηκε πως μια παλιά υπόσχεση για να εκδικηθεί τον θάνατο του Φενγκ βάραινε τώρα τον ίδιο. Γιατί αυτός και ο Φενγκ ήταν δεμένοι με έναν αμοιβαίο όρκο εδώ και πολλά χρόνια, πως αν κάποιος απ’ τους δύο πάθαινε κάτι, τότε ο άλλος θα έπρεπε να πάρει εκδίκηση.
Τώρα ο βασιλιάς βρισκόταν σε μεγάλο δίλημμα· από την μια τον τραβούσε η αγάπη για την κόρη του και η στοργή για τον γαμπρό του κι από την άλλη ο υψηλός σεβασμός για τον φίλο του, αλλά περισσότερο απ’ όλα ο αυστηρός όρκος και η ιερότητα των αμοιβαίων εκείνων δηλώσεων που ήταν ασέβεια να τους παραβιάσει. Εντέλει, πιο αδύναμα αποδείχτηκαν τα δεσμά της οικογένειας, και επικράτησε η πίστη στους όρκους. Η καρδιά του άλλαξε μεμιάς και μοναδικός της σκοπός ήταν πια η εκδίκηση που πρόσταζαν οι ιεροί όρκοι. Αλλά καθώς θεωρούνταν αμαρτία να σπάσει τα ιερά δεσμά της φιλοξενίας, προτίμησε να φέρει εις πέρας την εκδίκησή του από το χέρι κάποιου άλλου, μεταμφιέζοντας μάλιστα με αυτόν τον τρόπο το έγκλημά του με μία επίδειξη αθωότητας. Έκανε με προθυμία τα πάντα για να καλύψει την προδοσία του και να κρύψει τις πραγματικές του προθέσεις με μια παράσταση καλοπροαίρετου ζήλου.
Η βασίλισσα είχε πεθάνει πρόσφατα από ανίατη ασθένεια, κι έτσι ζήτησε από τον Άμλεθ να αναλάβει την αποστολή να του βρει καινούργιο ταίρι, με τη δικαιολογία πως είχε εντυπωσιαστεί από την εκπληκτική του οξυδέρκεια. Δήλωσε μάλιστα πως υπήρχε μια συγκεκριμένη βασίλισσα που κυβερνούσε στη Σκωτία την οποία ποθούσε παθιασμένα να παντρευτεί. Εκείνος γνώριζε πως η εν λόγω βασίλισσα όχι μόνο ήταν ανύπανδρη από επιλογή αλλά η αλαζονεία και η σκληρότητά της, την έκανε να μισεί τους μνηστήρες της, έτσι επέβαλλε στους εραστές της τη μέγιστη τιμωρία· για να μην βρεθεί ποτέ κανείς από το πλήθος των ανδρών που να μην πληρώσει τη θρασύτητά του με τη ζωή του.
Η αποστολή είχε τους κινδύνους της, ο Άμλεθ όμως ξεκίνησε για το ταξίδι χωρίς ποτέ να αμφισβητεί την υπακοή του στο καθήκον που του έχει ανατεθεί αλλά ετοιμάστηκε στη στιγμή, βασιζόμενος εν μέρει στους δικούς του υπηρέτες και εν μέρει στους ακολούθους του βασιλιά. Μπήκε στη Σκωτία και όταν πλησίασε το λιτό και απέριττο παλάτι της βασίλισσας, στάθηκε σε ένα λιβάδι εκεί κοντά για να ξεκουράσει τα άλογά του. Ευχαριστημένος από την όψη της τοποθεσίας, σκέφτηκε να ξεκουραστεί και ο ίδιος —το ευχάριστο κελάρυσμα της ρεματιάς εγείρει την επιθυμία για ύπνο— έτσι ανέθεσε στους άντρες του να φυλούν σκοπιά λίγο πιο μακριά. Μόλις η βασίλισσα πληροφορήθηκε την άφιξή τους, έστειλε δέκα πολεμιστές να κατασκοπεύσουν τους ξένους που πλησίαζαν και να τη διαφωτίσουν για την αρματωσιά τους. Ένας από τους πολεμιστές, ιδιαιτέρως έξυπνος, κατάφερε να περάσει κρυφά από τους φρουρούς και να ανηφορίσει στο σημείο που κοιμόταν ο Άμλεθ. Εκεί με απαράμιλλο πείσμα έκλεψε την ασπίδα που είχε βάλει ο Άμλεθ ως προσκέφαλο πριν κοιμηθεί. Το έκανε τόσο απαλά που εκείνος ούτε κουνήθηκε μέσα στον ύπνο του παρόλο που ξάπλωνε πάνω της, ούτε ξύπνησε κανέναν άνδρα από την ακολουθία καθώς επιθυμούσε να εξασφαλίσει στην αρχόντισσά του, όχι μόνο μια αναφορά αλλά και απτά τεκμήρια της αποστολής. Με τον ίδιο τρόπο αφαίρεσε από το πανωφόρι, την επιστολή που είχε εμπιστευτεί ο βασιλιάς στον Άμλεθ χωρίς εκείνος να αντιληφθεί το παραμικρό.
Μόλις η βασίλισσα είδε τα τεκμήρια που ο πιστός στρατιώτης έφερε ενώπιον της, εξέτασε διεξοδικά την ασπίδα και από τις αναπαραστάσεις που ήταν χαραγμένες πάνω στο μέταλλο έμαθε όλη την ιστορία του Άμλεθ. Τώρα πια ήξερε, πως είχε να κάνει μ’ έναν άνδρα που, με το καλά μελετημένο του τέχνασμα, είχε εκδικηθεί τον θείο του για το φόνο του πατέρα του. Ακόμη, διάβασε την επιστολή όπου ο βασιλιάς ζητούσε το χέρι της και αμέσως έσβησε ό,τι ήταν γραμμένο· ο γάμος με έναν γέρο της ήταν απόλυτα απεχθής, εκείνη ποθούσε την αγκαλιά νέων ανδρών. Στη θέση της έγραψε μια διαταγή που δήθεν είχε σταλεί στην ίδια από το βασιλιά της Βρετανίας, υπογεγραμμένη ακριβώς όπως η προηγούμενη που είχε διαβάσει, με το όνομα και τους τίτλους του, στην οποία υποτίθεται πως της ζητούσε να παντρευτεί αυτόν που την έφερνε. Επιπλέον, πρόσθεσε ένα μέρος των κατορθωμάτων που είχε διαβάσει στην ασπίδα του Άμλεθ, έτσι ώστε να νόμιζε κανείς πως η ασπίδα επιβεβαίωνε την επιστολή, ενώ στην πραγματικότητα συνέβη το αντίθετο. Μετά είπε στους ίδιους κατασκόπους, να γυρίσουν πίσω την ασπίδα και να βάλουν ξανά την επιστολή στη θέση της· σκάρωσε στον Άμλεθ το ίδιο τέχνασμα που όπως έμαθε από την ασπίδα, είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος για να εξολοθρεύσει τους συντρόφους του.
Στο μεταξύ ο Άμλεθ, ανακάλυψε πως η ασπίδα έλλειπε κι επίτηδες έκλεισε ξανά τα μάτια του προσποιούμενος τον κοιμισμένο, με την ελπίδα να κερδίσει με την προσποίηση ό,τι είχε χάσει με τον ακούσιο ύπνο. Ήταν σίγουρος πως η επιτυχία της πρώτης προσπάθειας, θα έδινε την αυτοπεποίθηση στον κατάσκοπο να τον εξαπατήσει για δεύτερη φορά. Και δεν έσφαλλε. Μόλις ο κατάσκοπος πλησίασε κρυφά και πήγε να βάλει την ασπίδα και το γράμμα πίσω στην παλιά τους θέση, ο Άμλεθ πετάχτηκε πάνω, τον άρπαξε και τον έδεσε με σχοινιά. Έπειτα ξύπνησε την ακολουθία του και κατευθύνθηκαν προς το παλάτι της βασίλισσας.
Από τη στιγμή που εκπροσωπούσε τον πεθερό του, χαιρέτισε τη βασίλισσα και της έδωσε την επιστολή, κλειστή με τη σφραγίδα του βασιλιά. Η βασίλισσα, που ονομάζονταν Ερμιτρούδη, πήρε το γράμμα, το διάβασε και μίλησε με τα πιο θερμά λόγια για την ιδιοφυία και την πονηριά του Άμλεθ, υποστηρίζοντας πως ο Φενγκ άξιζε την τιμωρία του και πως η απαράμιλλη ευφυία του Άμλεθ είχε καταφέρει να ξεπεράσει κάθε ανθρώπινο μέτρο. Κατάλαβε πως όχι μόνο ανέστρεψε την αδιανόητη μοιχεία της μητέρας του αλλά, ακόμη περισσότερο, είχε καταφέρει μόνος του, με αξιοσημείωτα κατορθώματα υπεροχής, να πάρει το βασίλειο από έναν άνδρα που συνεχώς συνωμοτούσε εναντίον του. Ήταν έκπληκτη που ένας άνδρας με τέτοιο ξεχωριστό μυαλό, μπόρεσε να κάνει ένα τόσο μεγάλο σφάλμα: να έχει παντρευτεί τη λάθος γυναίκα· γιατί ενώ η φήμη του έχει σχεδόν κερδίσει μια θέση στην αιωνιότητα, εκείνος φαίνεται πως είχε εμπλακεί σε έναν αταίριαστο και αδιάφορο γάμο. Οι γονείς της νύφης ήταν σκλάβοι, παρόλο που η καλή τους τύχη τους προίκισε με την υψηλότερη τιμή: να γίνουν βασιλείς. Επομένως, είπε, όταν ένας άνδρας σαν κι εσένα ψάχνει για σύζυγο, θα πρέπει να υπολογίζει πρώτα τη χάρη της γενιάς της και όχι την ομορφιά της. Αν ήθελε ένα ταίρι με το κατάλληλο φρόνημα θα έπρεπε να ζυγιάσει την καταγωγή κι όχι να παρασυρθεί από την εμφάνιση· γιατί η εμφάνιση είναι το δόλωμα του πειρασμού και πολλές φορές η εντυπωσιακή εμφάνιση μιας γυναίκας κρύβει ένα κενό πνεύμα που μπορεί να ξεγελάσει πολλούς άνδρες.
Υπήρχε όμως μια γυναίκα, από αρχοντική γενιά, ακριβώς όπως και η ίδια, που μπορούσε να την παντρευτεί. Εκείνη, που η επιρροή της ήταν σημαντική και η καταγωγή της δεν ήταν χαμηλή, ήταν αντάξια της αγκαλιάς του, μιας που εκείνος δεν την ξεπερνούσε σε βασιλικό πλούτο ούτε την επισκίαζε στην προγονική της καταγωγή. Αντιθέτως, ήταν βασίλισσα, κι αν το φύλο της δεν το διέψευδε, ίσως να θεωρούνταν βασιλιάς· πράγματι, όποιος θεωρούσε πως ήταν άξιος να βρίσκεται στο κρεβάτι της, δεν ήταν μεμιάς βασιλιάς, κι εκείνη έδινε προτεραιότητα στο βασίλειο κι όχι στον εαυτό της. Άρα, η σκέψη και οι πράξεις της πηγαίναν χέρι χέρι. Δεν ήταν συχνό φαινόμενο, μια τέτοια γυναίκα να προσφέρει σε έναν άνδρα την αγάπη της, που στην περίπτωση άλλων αντρών, την προσφορά τους ακολουθούσε η άρνησή της με θάνατο από ξίφος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον έκανε να θέλει να κερδίσει την αγάπη της, και τελικά να μεταβιβάσει τους γαμήλιους όρκους του σε εκείνη και να μάθει να προτιμά την καταγωγή από την ομορφιά. Αφού είπε αυτά, έπεσε στην αγκαλιά του.
Ο Άμλεθ ήταν περιχαρής με την επιβλητική ομιλία της βασίλισσας, κι αμέσως ανταπέδωσε τον εναγκαλισμό ενώ την άρπαξε κι τη φίλησε με πάθος, διαβεβαιώνοντας την πως η επιθυμία της ήταν προσταγή. Έπειτα, μια πλουσιοπάροχη γιορτή οργανώθηκε, προσκλήθηκαν οι φίλοι, συγκεντρώθηκαν οι ανώτατοι ευγενείς και πραγματοποιήθηκε η τελετή του γάμου. Όταν οι κοινωνικές υποχρεώσεις τελείωσαν, επέστρεψε στη Βρετανία με τη νέα του σύζυγο ενώ ένα τάγμα Σκοτσέζων στρατιωτών διατάχθηκε να τους ακολουθεί από κοντά μήπως χρειαστούν βοήθεια ενάντια στις διάφορες δολιότητες που μπορεί να συναντούσαν στο δρόμο τους. Κατά την επιστροφή του, η κόρη του βασιλιά της Βρετανίας με την οποία ήταν ακόμα παντρεμένος, τον συνάντησε. Αν και διαμαρτυρήθηκε για την προσβολή που της έγινε, που ο άντρας της αποφάσισε να βάλει μια ερωμένη πάνω από εκείνη, παραδέχτηκε πως θα ήταν ανάξιο από μέρος της να τον μισεί επειδή διέπραξε μοιχεία, περισσότερο είχε την υποχρέωση να τον αγαπά ως άντρα της· ούτε ήθελε να αποφύγει τον κύριο της και να κρατήσει κρυφό τον δόλο που είχε σχεδιαστεί εναντίον του. Γιατί, είχε έναν γιο μαζί του, έτσι ανεξάρτητα από εκείνον, όφειλε να είναι υποδειγματική μητέρα, και για να το καταφέρει, έπρεπε να επιδεικνύει συζυγική στοργή.
«Ο γιος μας», είπε «μπορεί να μισήσει αυτήν που πήρε τη θέση της μητέρας του, εγώ όμως θα σε αγαπώ· καμία καταστροφή δε θα σβήσει τη φλόγα μου για σένα, καμία αρρώστια δε θα τη σβήσει, ούτε θα με αποτρέψει απ’ το να αποκαλύψω τις κακοήθης συνομωσίες που γίνονται εναντίον σου ή τις παγίδες που σου στήνουν. Αναλογίσου λοιπόν, πως πρέπει να προσέχεις τον πεθερό σου, γιατί ενώ κρυφά από όλους σε έστειλε σε αποστολή θανάτου, τώρα δρέπει ο ίδιος τους καρπούς της επιτυχίας σου· λέγοντας σε όλους πως του φέρνεις γυναίκα, δέχεται τις ευχές τους και απολαμβάνει τις τιμές που προορίζονται για αλλού». Με αυτά τα λόγια, η ανιδιοτελής γυναίκα, απέδειξε ως και στον εαυτό της, πως αγαπούσε τον άνδρα της περισσότερο από τον πατέρα της.
Ενώ τελείωναν την κουβέντα τους, εμφανίστηκε ο βασιλιάς της Βρετανίας και αγκάλιασε σφιχτά τον γαμπρό του, αλλά με λίγη αγάπη και τον καλωσόρισε με ένα βασιλικό δείπνο για να κρύψει την πανουργία του δίνοντας μια παράσταση γενναιοδωρίας. Αλλά ο Άμλεθ, γνωρίζοντας την απάτη του πεθερού του, φόρεσε μια ελαφριά πανοπλία μάχης κάτω από τον επίσημο μανδύα του και δέχτηκε την πρόσκληση, καθώς προτιμούσε να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του και να πέσει πολεμώντας —αν χάσει από την απάτη του βασιλιά— παρά να ντροπιαστεί και να φανεί δειλός. Τόσο πολύ προσοχή στην τιμή πίστευε πως πρέπει να δίνει κανείς στα πράγματα.
Καθώς ίππευε προς το μέρος του, ο βασιλιάς του επιτέθηκε κάτω από την αψίδα της εισόδου και θα τον είχε λαβώσει θανάσιμα με το ακόντιο του αλλά η μεταλλική πανοπλία που φόρεσε κάτω από την ενδυμασία του απέκρουσε την λεπίδα. Ο Άμλεθ δέχτηκε ένα ελαφρύ τραύμα και αμέσως πήγε στο σημείο που είχε διατάξει να περιμένουν σε επιφυλακή οι Σκωτσέζοι πολεμιστές. Την ίδια στιγμή, έστειλε πίσω στο βασιλιά τον κατάσκοπο της νέας του γυναίκας που είχε αιχμαλωτίσει πίσω στη Σκωτία. Αυτός ο άντρας έπρεπε να παρουσιαστεί ως μάρτυρας της επιστολής που πήρε κρυφά από το πανωφόρι του Άμλεθ και έδωσε στην κυρά του η οποία κατόπιν πλαστογράφησε μια επιστολή της αρεσκείας της· με αυτόν τον τρόπο όλο το φταίξιμο μετατοπιζόταν στην Ερμιτρούδη κι αυτή η δικαιολογία ίσως μπορούσε να απαλλάξει τον Άμλεθ από την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Ο βασιλιάς όμως χωρίς να χάσει στιγμή καταδίωξε με σθένος τον Άμλεθ που τράπηκε σε φυγή και κατόρθωσε να του στερήσει σχεδόν όλες του τις δυνάμεις. Καθώς ξημέρωνε, ο Άμλεθ, που επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο να πολεμήσει για την πολύτιμη αυτή ζωή, παρόλο που ήταν απελπισμένος από τις πολεμικές δυνάμεις που του απέμειναν, προσπάθησε να αυξήσει τον αριθμό των αντρών του. Στήριξε σε πασσάλους κάποια από τα νεκρά σώματα των συμπολεμιστών του για να φαίνονται όρθιοι, τοποθέτησε άλλους πάνω σε άλογα για να φαίνονται σαν ζωντανοί, ενώ έδεσε άλλους σε κοντινές, μεγάλες πέτρες, χωρίς να τους βγάλει την πανοπλία, όλους σε μια γραμμή, να κραδαίνουν τα ακόντιά τους λες και είναι έτοιμοι να επιτεθούν. Η πτέρυγα που αποτελούνταν από τους νεκρούς, ήταν τόσο αδύναμη, όσο το στράτευμα των ζωντανών. Όπως και να ‘χει ήταν ένα εκπληκτικό θέαμα, νεκροί άνδρες να σέρνονται στη μάχη, και πτώματα συγκεντρωμένα, έτοιμα να πολεμήσουν. Το τέχνασμα πέτυχε, καθώς οι ίδιες οι φιγούρες των νεκρών ανδρών, έμοιαζαν με μια ατελείωτη διάταξη έτσι όπως τους χτυπούσαν οι ηλιαχτίδες. Αυτά τα νεκρά και στερημένα από τη ζωή πτώματα αποκατέστησαν το αρχικό πλήθος του στρατού τόσο καλά που ο συνολικός όγκος δε φαινόταν διόλου μειωμένος από τη χτεσινή σφαγή. Οι Βρετανοί, τρομοκρατημένοι από το θέαμα, το έβαλαν στα πόδια πριν καν πολεμήσουν, νικημένοι από τους νεκρούς, που την προηγούμενη μέρα είχαν αφανίσει.
Δεν μπορώ να αποφασίσω αν θα πρέπει να αποδώσω τα εύσημα της νίκης στο δόλο ή στην καλή τύχη του Άμλεθ. Στο μεταξύ, έφτασαν στρατεύματα από τις πιο κοντινές ακτές της Δανίας όπου είχε στείλει αγγελιοφόρο να καλέσει σε βοήθεια τους συμπατριώτες του. Οι Δανοί, κατέφθασαν υπερτερώντας σε πλήθος, καταδίωξαν το βασιλιά, τον συνέλαβαν ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει και τον σκότωσαν. Ο Άμλεθ, θριαμβευτής, λεηλάτησε ανηλεώς τη Βρετανία και επέστρεψε στη χώρα του με τις δύο γυναίκες του και πλούσια λάφυρα.
Στο μεταξύ, ο βασιλιάς Ρόρικ είχε πεθάνει και ο Γουίντλεκ, που είχε ανέλθει στο θρόνο, είχε εξαντλήσει τη μητέρα του με τα πιο ακραία μέσα που μπορούσε να σκεφτεί και της αφαίρεσε όλο το βασιλικό της πλούτο, καταγγέλλοντας πως ο γιος της είχε σφετεριστεί το θρόνο της Γιουτλάνδης και εξαπάτησε τον Βασιλιά Ληρ, το Δίκαιο που ήταν ο μοναδικός βασιλιάς με το προνόμιο να επικυρώνει και να αφαιρεί το δικαίωμα κατοχής σε ανώτατο αξίωμα.*
*Ο Άμλεθ, θεωρείται πως σφετερίστηκε το βασίλειο της Γιουτλάνδης, καθώς εκείνος, όπως ο θείος του και ο πατέρας του, κατά τη διάρκεια της βασιλείας τους, πήραν αυτεπάγγελτα τον τίτλο του Ρεξ, τίτλος που δίνεται μόνο από το Βασιλιά Ληρ, το Δίκαιο, βασιλιά της Βρετανίας, της Σκωτίας και της Δανιμαρκίας.
Ο Άμλεθ αντιμετώπισε αυτή τη συμπεριφορά με μεγάλη ανοχή, και ανταπέδωσε την προσβολή με καλοσύνη, προσφέροντας στον Γουίντλεκ τα πλουσιότερα λάφυρα. Μετά από λίγες ημέρες όμως, ζύγισε τις πιθανότητες να πάρει εκδίκηση, του επιτέθηκε, κατέστειλε τις δυνάμεις του και υποχώρησε σε μια κρυψώνα όπου ως εχθρός του τον πολεμούσε πια φανερά.
Ο Φάιλερ, κυβερνήτης της πόλης Σκαν, —μιας πόλης με μεγάλη στρατηγική σημασία, που συνδέει τη Σουηδία με την Δανιμαρκία— οδηγήθηκε στην εξορία και η ιστορία λέει πως ο Φάιλερ, αν και σύμμαχος του Άμλεθ, μετά από σκληρά βασανιστήρια, τέθηκε υπό την υπηρεσία του Γουίντλεκ και μαζί με τις δυνάμεις της Ζηλανδίας έστειλε απεσταλμένους στον Άμλεθ για να του κηρύξει τον πόλεμο. Ο Άμλεθ, με τη θαυμαστή του ευφυία, αντιλήφθηκε πως βρισκόταν ανάμεσα σε δύο δυσκολίες· μια από αυτές είχε να κάνει με τη ντροπή και η άλλη με τον κίνδυνο. Γιατί ήξερε πως αν δεχόταν την πρόκληση, απειλούνταν με τον κίνδυνο να χάσει τη ζωή του, ενώ αν υποχωρούσε, θα αμαύρωνε τη φήμη του ως στρατιώτη. Ωστόσο, όποτε το πνεύμα του αποφάσιζε για κατορθώματα γενναιότητας, η επιθυμία να σώσει την τιμή του υπερίσχυε πάντοτε. Ο τρόμος της ολοκληρωτικής καταστροφής, τον τύφλωσε και η ορμητική δίψα για δόξα τον κατακυρίευσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Δεν θα άφηνε την αψεγάδιαστη λάμψη της δόξας του να χαθεί ενώ εκείνος σαν δειλός θα έτρεχε να ξεφύγει από το πεπρωμένο του. Ακόμη, ήξερε πως υπήρχε τεράστια απόσταση ανάμεσα σε μια ποταπή ζωή και σ’ έναν ένδοξο θάνατο καθώς ο άνθρωπος αναγνωρίζεται μετά θάνατον σε συνάρτηση με την τιμή και την ατιμία που διάλεξε για τον εαυτό του όσο ζούσε. Επιπλέον, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήταν τόσο παραδομένος στον έρωτά του για την Ερμιτρούδη, που η πιο βαθιά ανησυχία στο μυαλό του δεν ήταν ο δικός του θάνατος αλλά ποιο θα ήταν το μέλλον της αν χηρέψει· έτσι με ιδιάζοντα ζήλο αναζητούσε έναν δεύτερο σύζυγο για εκείνη πριν να αρχίσει ο πόλεμος. Η Ερμιτρούδη όμως, του δήλωσε πως είχε το θάρρος ενός άνδρα και δεν θα τον ξεχνούσε ακόμη κι αν χανόταν στο πεδίο της μάχης, λέγοντας πως η γυναίκα που φοβόταν να ενωθεί με τον αφέντη της στο θάνατο ήταν απεχθής.
Η Ερμιτρούδη δεν κράτησε αυτή τη σπάνια και αξιέπαινη υπόσχεση. Όταν ο Άμλεθ σκοτώθηκε από τον Γουίντλεκ στη μάχη της Γιουτλάνδης, παραδόθηκε αυτοβούλως ως λάφυρο και νύφη τού κατακτητή. Δυστυχώς, οι όρκοι των γυναικών, χάνονται όταν αλλάζει η τύχη τους και λιώνουν από το γύρισμα των καιρών. Η πίστη που έχουν στην ψυχή τους αναπαύεται σε ένα γλιστερό κεφαλόσκαλο και αποδυναμώνεται από την αλλαγή της τύχης. Αστόχαστες στις υποσχέσεις τους και δραματικές στις παραστάσεις τους, σκλαβωμένες από τις λάγνες ορμές τους, δεσμευμένες από τα βιαστικά αγκομαχητά του πόθου, λησμονούν τα πάντα στο πάντοτε θερμόαιμο κυνήγι του καινούργιου.
Αυτό ήταν το τέλος του Άμλεθ. Αν η τύχη ήταν τόσο καλή μαζί του όσο ήταν η φύση που του έδωσε τόσα χαρίσματα, θα είχε φτάσει τους θεούς σε δόξα και θα είχε ξεπεράσει τους άθλους του Ηρακλή με κατορθώματα υπεροχής και δύναμης. Ένα φημισμένο, λιτό και καταπράσινο μέρος απομένει να βρεθεί στη Γιουτλάνδη, για να αναπαυθεί η ψυχή του εν ειρήνη.
Τ Ε Λ Ο Σ