Τα παλαιά του κόσμου

Τα παλαιά του κόσμου

Άσμα δημώδες του μέλλοντός μας


Κι αν σου μι­λώ με πα­ρα­μύ­θια και πα­ρα­βο­λές, εί­ναι για­τί τ’ ακούς γλυ­κό­τε­ρα…

Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης


Ένα πρωί, μαύ­ρο πρωί, μαύ­ρο και γε­λα­σμέ­νο
πέ­τα­ξαν οι αρ­χό­ντοι μας τα πα­λαιά του κό­σμου
και πή­γαν και κα­θί­σα­νε πα­ν’ στο χρυ­σό θρο­νί τους
και στην οθό­νη τους μπρο­στά χρυ­σά κου­μπιά πα­τού­σαν
το κό­βα­νε το ρά­βα­νε το Ντι Εν Έι γλε­ντού­σαν
τα άμοι­ρα ρο­μπό­τια τους τυ­φλά τους προ­σκυ­νού­σαν
αγόγ­γυ­στα πε­θαί­να­νε αγόγ­γυ­στα και ζού­σαν.

Με χρό­νους όμως με και­ρούς τα άμοι­ρα ρο­μπό­τια
την αδι­κία ένιω­σαν μες στον σκλη­ρό τους δί­σκο
κι άυ­λα ζώ­στη­καν σπα­θιά να φαν τ’ αν­θρω­πο­λόι,
τ’ αν­θρω­πο­λόι τ’ άδι­κο και ψω­ρο­φα­ντα­σμέ­νο.

Σκο­τεί­νια­σεν ο ου­ρα­νός κι η γης όλη εσεί­στη
κι όταν εφά­νη ήλιου φως τρεις άν­θρω­ποι εβρή­κε
να περ­πα­τού­νε μο­να­χοί στην έρη­μη την πλά­ση.

Αιώ­νες εβα­δί­ζα­νε να βρουν τα πε­τα­μέ­να,
τα πε­τα­μέ­να, τ’ άχρη­στα, τα κα­τα­φρο­νε­μέ­να.

Στον δρό­μο που επή­γαι­ναν, πι­κροί και πι­κρα­μέ­νοι,
χω­ρίς που­λιά, χω­ρίς κλα­ριά, χω­ρίς νε­ρά να τρέ­χουν,
κα­σέ­λα αντι­κρί­ζου­νε σε αδεια­νό πο­τά­μι.

Ζυ­γώ­νου­νε, ανοί­γουν την και βρί­σκουν ένα-ένα
τα πε­τα­μέ­να, τ’ άχρη­στα και τα ευ­λο­γη­μέ­να :
στο­λί­δια από όστρα­κα, κο­κά­λι­νες βε­λό­νες,
αγκί­στρια, σεί­στρα για μω­ρά, πι­θά­ρι για το λά­δι,
κού­πα κρα­σιού, κού­πα με­λιού, κού­πα νε­ρού δρο­σά­του,
πε­λέ­κι πέ­τρι­νο βα­ρύ, φλο­γέ­ρα από κα­λά­μι.

Την παίρ­νει ο γιος, ο πα­ρα­γιός, λα­λά­ει το τρα­γού­δι
και πρα­σι­νί­ζουν τα βου­νά, τρέ­χου­νε τα πο­τά­μια,
που­λά­κια φα­νε­ρώ­νου­νται και τα κρυμ­μέ­να ελά­φια.
Κι ο ήλιος ο ηλιά­το­ρας χα­μο­γε­λά­ει και λέ­ει :

«Η αν­θρω­πό­τη έφτα­σε. Κα­λώς την αν­θρω­πό­τη!»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: