Τι φοβάσαι, μαμά;
Με νευριάζει η μάνα μου, είναι τόσο ξεροκέφαλη. Είναι περήφανη αλλά πιο πολύ είναι ξεροκέφαλη κι αγύριστο κεφάλι. Δεν φοράει ποτέ το άνορακ που της πήραμε τα Χριστούγεννα. Εκατόν ογδόντα δολάρια έκανε με την έκπτωση. Έχει μια ζακέτα από τη Θεσσαλονίκη, αθάνατη. Δεκαεννιά χρόνια στην Αμερική, αυτή φοράει. Μπεζ πλεκτή με κουμπάκια μέχρι πάνω.
— Βάλε ένα χρώμα να σε ζωντανεύει, στην Αμερική είσαι, της λέω, κοίταξε όλες πώς ντύνονται.
Τότε νευριάζει κι αρχίζει να λέει, για τα δολάρια τους, τα ρούχα τους, τα άνοστα φαγητά τους και τον καφέ τους που είναι νερόβραστος. Εκείνη πίνει μόνο ελληνικό και γυρίζει το φλιτζάνι. Το κάνει δυο τρεις στροφές και το αφήνει στο πιατάκι να στεγνώσει. Μετά το κοιτάζει και πάντα βλέπει δρόμο, μακρύ και ανοιχτό. Πίνουμε καφέ μαζί κάθε απόγευμα. Τώρα που είναι καλός ο καιρός καθόμαστε στην αυλή δίπλα στις ορτανσίες. Το μόνο που παραδέχεται εδώ είναι οι ορτανσίες, πόσο μεγάλες γίνονται. Μου αρέσει αυτή η ώρα που καθόμαστε έξω και γειτονεύουμε. Μου θυμίζει το χωριό. Αν και τη ζωή μου εδώ δεν την αλλάζω με τίποτα. Έχω μεγάλο σπίτι, αυτοκίνητο και τα παιδιά μου φοράνε στολή στο σχολείο.
Εκείνη δεκαεννιά χρόνια κλείνει σε κούτες ότι αγοράζει και το έχει έτοιμο για αναχώρηση. Σερβίτσια, κρύσταλλα, τραπεζομάντιλα.
— Άνοιξέ τα να τα χαρείς και όταν πας πίσω τα ξαναμαζεύεις της λέω, τι φοβάσαι, μη λιώσουν;
— Τι μη λιώσουν καλέ, μη συνηθίσουν, φοβάμαι και τακτοποιηθούν και δεν το κουνάνε μετά ρούπι, μου λέει.
Λένα Βελόγλου