Βήμα 1957 μασάω, βήμα 1958 καταπίνω, βήμα 1959 γλείφω χείλη, βήμα 1960 βάζω την τελευταία μπουκιά του σάντουιτς στο στόμα, βήμα 1961 μασάω, βήμα 1962 μασάω, βήμα 1963 μασάω, βήμα 1964 μασάω, βήμα 1965 καταπίνω, βήμα 1966 ξαναγλείφω χείλη, βήμα 1967 πετάω στα σκουπίδια τη σακούλα με τα ψίχουλα απ’ το φούρνο. Βήμα 1968 στραβοπατάω, βήμα 1969 βλέπω έναν άγνωστο να πλησιάζει, βήμα 1970 απομακρύνομαι με κατεύθυνση προς το πεζοδρόμιο, βήμα 1971 έχω απόσταση ασφαλείας (δύο μέτρα τουλάχιστον), βήμα 1972 νεύμα χαιρετισμού από την πλευρά μου το οποίο αποκρούεται με στρατιωτικό σήκωμα του δεξιού χεριού της αντίπερα όχθης, βήμα 1973 το χέρι μου, ούτε τανκ να ήτανε, παραβιάζει τόσο άγαρμπα την εξώπορτα που παραλίγο να πέσει πάνω μου και να με πλακώσει, βήμα 1974 ο Valéry du troisième étage ως συνήθως παίζει με το αεροπλανάκι του, βήμα 1975 χώνω το χέρι μου στην αριστερή κωλότσεπη, βήμα 1976 βγάζω από την αριστερή κωλότσεπη τα αντισηπτικά μαντηλάκια, βήμα 1977 βγάζω έξω ένα μαντήλι, βήμα 1978 το μαντήλι καθαρίζει το πακέτο με τα υπόλοιπα αντισηπτικά μαντηλάκια, βήμα 1979 επανατοποθετώ τα αντισηπτικά μαντηλάκια στην αριστερή κωλότσεπη, βήμα 1980 περνάω το κατώφλι της ορθάνοικτης εισόδου της πολυκατοικίας των αγαπημένων μου γειτόνων (Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι…) που πάντοτε στις δύσκολες στιγμές, όταν δεν έχω να πληρώσω τα κοινόχρηστα ή ακόμα και το ενοίκιο σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, βάζουνε πλάτη από το κοινό ταμείο, την ‘‘κεντρική τους τράπεζα’’, ιδίως οι οικονομικά ισχυρότεροι των βορειότερων ορόφων, σκαλί 1981 το μαντήλι αγκαλιάζει το αριστερό μου χέρι, σκαλί 1982 το μαντήλι μπαινοβγαίνει στα δάκτυλα του αριστερού μου χεριού, σκαλί 1983 το μαντήλι αγκαλιάζει το δεξί μου χέρι, σκαλί 1984 το μαντήλι μπαινοβγαίνει στα δάκτυλα του δεξιού μου χεριού, σκαλί 1985 χώνω το χέρι μου στη δεξιά κωλότσεπη, σκαλί 1986 βγάζω από την δεξιά κωλότσεπη το κινητό μου, (τελευταίας τεχνολογίας, είχα λεφτά πριν ένα μήνα, που να φανταζόμουν τι θα ακολουθούσε), σκαλί 1987 το μαντήλι καθαρίζει το κινητό μου, σκαλί 1988 η Έλλη μού γράφει τον τίτλο της ταινίας, σκαλί 1989 διαβάζω On Body and Soul, σκαλί 1990 κοντοστέκομαι και απαντάω στο μήνυμα. Σκαλί 1991 βόλτα, σκαλί 1992 Υμηττός, σκαλί 1993 μαζί της, σκαλί 1994 στην δύση του ηλίου, σκαλί 1995 τα γαλαζο-γκρι κλειδιά γρατζουνάνε το δεξί μου μπούτι, βήμα 1996 αυτή να προπορεύεται για να μπορώ να χαζεύω την χορευτική της κίνηση, βήμα 1997 μοσχοβολάει ακόμα, βήμα 1998 ανοίγω την πόρτα του διαμερίσματός μου, βήμα 1999 βροντάω την πόρτα πίσω μου, βήμα 2000 κοντοστέκομαι να ξεφορτώσω.
Αφήνω τα κλειδιά, μαζί με ταυτότητα κινητό και πορτοφόλι στο τραπεζάκι στο χολ. Βάζω το κινητό στην πρίζα για φόρτιση. Το μάτι μου πέφτει πάνω στη φωτογραφία της προγιαγιάς μου της Ελένης, της αρχόντισσας της Σμύρνης που δεν ζει πια. Πρέπει να προσκυνήσω (σήμερα είναι κάποια απ’ τις μέρες της εβδομάδας που την αποκαλούμε μεγάλη. Δεν θυμάμαι ποια ακριβώς συγκεκριμένα. Συγχωρέστε με:) Αυτή τη γυναίκα τη γέννησε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος το 1914, την προσπέρασε η Ισπανική γρίπη του 1918, της πήρε μάνα, σπίτι και αδέρφια η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, την έκανε για πρώτη φορά μάνα η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929, την έκανε για δεύτερη φορά μάνα η άνοδος (με ‘‘δημοκρατικά μέσα’’, το τονίζω) στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ το 1933, την βρήκε, μαζί με την οικογένειά της, οικονομικά κατεστραμμένη το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου το 1945, ο εμφύλιος που ακολούθησε την προικοδότησε με την ευχή «μη χρωματίζεστε» (ανησυχούσε μήπως είχα ντυθεί μασκοφόρος ταραξίας των Εξαρχείων, επειδή τότε αποτελούσαν το ορμητήριο των φοιτητικών μου χρόνων), την έκανε χήρα όπως και για πρώτη φορά γιαγιά η Ασιατική γρίπη του 1957, και για το τέλος της έμελλε να ρθουν οι δικτάτορες και να την ‘‘μουγκώσουν’’ στη φωλίτσα της στην Πλατυπόδη, πίσω από τις τότε φυλακές Αβέρωφ, το σημερινό κτήριο του Αρείου Πάγου. Από το 1974 και μετά, κορίτσι 60 ετών πλέον, άρχιζαν να της φωνάζουν όλοι ότι είχε μπροστά της τα καλύτερα χρόνια της ζωής της. Όσο πιο πολύ φώναζαν αυτοί, τόσο περισσότερο εκείνη δεν τους πίστευε. Όσο πιο επιδεικτικά σκόρπαγαν τα λεφτά τους αυτοί, τόσο πιο ταπεινά τα έκανε μασούρι κάτω από το κρεβάτι της εκείνη. Η οικονομική κρίση του 2010 την βρήκε στα 96 της οικονομικά εύρωστη. Το 2012, μία πνευμονία, όχι κάτι περίπλοκο, μία κλασική πνευμονία, την οδήγησε στο νοσοκομείο. Τα εύρωστα οικονομικά της έδιναν μάχη για μέρες στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και θα άντεχαν για πολύ καιρό ακόμα την πολιορκία.
«Το ανοσοποιητικό σύστημα ενός ανθρώπου σ’ αυτή την ηλικία είναι πολύ πεσμένο. Εξίσου ευάλωτο σε λοιμώξεις με των νοσούντων από AIDS», φρόντιζε να επαναλαμβάνει συχνά-πυκνά ο γιατρός. Όλοι ελπίζαμε σ’ ένα θαύμα. Το θαύμα δεν έγινε. Ο οργανισμός της δεν άντεξε. Το ανοσοποιητικό της σύστημα ηττήθηκε. Το πρωινό της 25ης Μαΐου του 2012 μπήκα στο δωμάτιό της στο νοσοκομείο και την βρήκα να κοιμάται.
«Ο υπουργός οικονομικών ανακοίνωσε τις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων…», μου είπε η ρεπόρτερ. Έπιασα το τηλεκοντρόλ και έσβησα την τηλεόραση. Έπιασα το χέρι της Σμυρνιάς και δεν είχε σφυγμό (αυτό είχε σβήσει από μόνο του). Το ’σκασε να πάει να βρει το Γιάννη, την Ορσαλία, το Μήτσο και τη Μυρσίνη η Σμυρνιά…
«Le soleil vient de se lever…», της ψέλλισα αυτό που είχε τις περισσότερες πιθανότητες να πιάσει…Τραβάω ένα χαρτομάντηλο και ποτίζω με δυο σταγόνες τη Σμυρνιά.
«Σ’ αγαπώ γιαγιά Ελένη. Εσύ με θυμάσαι; Εγώ βλέπεις, σπαθί…» Της κλείνω το μάτι, της χαϊδεύω μάγουλο, το αντισηπτικό μαντήλι από τεταμένη ταχύτητα καθαρίζει το μάγουλό της κι εγώ νευριασμένος το καρφώνω στο καλάθι των αχρήστων.
Βήμα 2001 η τηλεργασία (τεχνολογικό επίτευγμα κι αυτό του 21ου αιώνα!), βήμα 2002 δεν θα έπρεπε να έχει μέσα τη λέξη εργασία, βήμα 2003 κάνω μία σβούρα στο στύλο pole dancing και προσγειώνομαι στο κρεβάτι μου. Ένα καπέλο χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Μία μάσκα γλείφει τα χείλη και τ’ αυτιά μου. Ένα γάντι χαϊδεύει την δεξιά παλάμη μου. Ένα γάντι χαϊδεύει την αριστερή παλάμη μου. Ένα φούτερ χαϊδεύει τα χέρια, την πλάτη και τις ρώγες μου. Μία μπλούζα χαϊδεύει τα χέρια, την πλάτη και τις ρώγες μου (οι οποίες πλέον είναι ημικαυλωμένες). Το φερμουάρ αρχίζει να ζουλάει τους όρχεις και το πέος μου. Ένα παντελόνι αρχίζει να χαϊδεύει τα πόδια, τους όρχεις και το πέος μου. Μία κάλτσα αρχίζει να χαϊδεύει την δεξιά μου πατούσα. Μία άλλη κάλτσα αρχίζει να χαϊδεύει την αριστερή μου πατούσα. Ένα μποξεράκι αρχίζει να χαϊδεύει τα πόδια, τους όρχεις και το πέος μου. Σηκώνομαι όρθιος. Ολόγυμνος. Κρίμα που δεν πήρα κλαδιά ελιάς απ’ το βουνό για να με στεφανώσω. Δεν πειράζει, κουτσός ολυμπιονίκης αποφασίζω και κάνω το μεγάλο βήμα (ορθότερα άλμα) του 2004, βήμα 2005, βήμα 2006 ολοκληρώνεται το τριπλούν με επιτυχία, βήμα 2007 παίρνω μαζί μου το laptop, βήμα 2008 αισθάνομαι λίγο τη μέση μου, βήμα 2009 και ανοίγω την πόρτα της κουζίνας. Τι να μου κάνουν όσα έφαγα στο δρόμο. Δόξα τω θεώ ‘‘φαγητά υπάρχουν’’ και θα τα φάω όλα μόνος μου. Δεν υπάρχει μαζί για μένα. Αυτό μου δίδαξε η μεταπολίτευση. Ούτε ψίχουλο για την αδερφή μου δεν θ’ αφήσω!
Βήμα 2010 αφήνω το laptop πάνω στο τραπέζι. Το μάτι μου αποφεύγει να σταθεί στο λογαριασμό με τα απλήρωτα κοινόχρηστα –επίτηδες τον έχω παρατήσει στο ανατολικότερο άκρο του τραπεζιού όπου για να φτάσει το χέρι μου θα πρέπει να τεντωθώ τόσο πολύ, που πιστέψτε με, κανείς δεν θα το ’κανε στη θέση μου άμα είχε τα προβλήματα που ’χω τώρα τελευταία με τη μέση μου!– και πατάω γρήγορα το κουμπί της εκκίνησης. Η γαλαζο-γκρι κούπα μου με το χάρτη του Καστελόριζου ευτυχώς είναι γεμάτη με νερό. Το κατεβάζω ολόκληρο. Ανοίγω λαίμαργα το ψυγείο στα δεξιά μου, παίρνω το τελευταίο γιαούρτι που υπάρχει και τ’ αφήνω στο τραπέζι για να ζεσταθεί λιγάκι. Εν συνεχεία, παίρνω δύο αυγά (απ’ τα βρασμένα) όπου τα ραπίζω και τα γδύνω όση ώρα κατεβαίνει η ταινία. Το On Body and Soul ξεκινά. Βάζω πρώτα το δεξί αυγό μέσα στο στόμα μου κι αρχίζω να το πιπιλάω. Δαγκώνω και ξαναδαγκώνω πολλές φορές (με την ησυχία μου μέχρι να το χορτάσω. Αυτή η απόλαυση, αυτή τη στιγμή, μόλις τελείωσε. Δυστυχώς. Δεν χόρτασα, θέλω και δεύτερο γύρο). Η ταινία έχει γεύση Ταρκόφσκι, όπως και Αγγελόπουλου φυσικά… Βάζω το αριστερό αυγό μέσα στο στόμα μου κι αρχίζω να το πιπιλάω. Δαγκώνω και ξαναδαγκώνω πολλές φορές (με την ησυχία μου μέχρι να το χορτάσω. Αυτή η απόλαυση, αυτή τη στιγμή, μόλις τελείωσε. Δυστυχώς. Ακόμα και τώρα δεν έχω χορτάσει και θα συνεχίσω με το γιαούρτι). Δεν ξέρω τι με πιάνει και ξαφνικά τεντώνομαι, βουτάω τα κοινόχρηστα και τα σκίζω στα δύο. Αισθάνομαι καλύτερα να τα βλέπω σφαγμένα πάνω στο τραπέζι μου! Αμέσως στρογγυλοκάθομαι στην καρέκλα κυρίως για να μπορώ ν’ απολαμβάνω ακόμα περισσότερο την ταινία. Δύο ελάφια συναντιούνται και ξανασυναντιούνται σ’ ένα χιονισμένο δάσος. Δεν γνωρίζω σε ποιο. Το ονομάζω Υμηττό. Ονειρικό το τοπίο… Παίρνω το κουτάλι και βάζω μέλι μέσα στο γιαούρτι. Στριφογυρίζω το κουτάλι καλά-καλά μέσα του. (Το γιαούρτι μπορεί να μην έχει φτάσει στη θερμοκρασία που το θέλει το λαρύγγι μου αλλά είμαι ακόμα πεινασμένος και δεν λογαριάζω τίποτα). Κουταλιά μία και με χαϊδεύει παντού, κουταλιά δύο και με χαϊδεύει παντού, κουταλιά τρία και με χαϊδεύει παντού, κουταλιά τέσσερα και με χαϊδεύει παντού, κουταλιά πέντε και με χαϊδεύει παντού, κουταλιά έξι και με χαϊδεύει παντού, κουταλιά επτά και με χαϊδεύει παντού, κουταλιά οκτώ και με χαϊδεύει παντού, κουταλιά εννιά και με χαϊδεύει παντού, κουταλιά δέκα και με χαϊδεύει παντού. (Και για το τέλος έμεινε το καλύτερο:) Χώνω μέσα το δάκτυλό μου και το στριφογυρνάω καλά-καλά. Ένας μεσόκοπος άντρας και μία νέα γυναίκα γιατρός συναντιούνται και ξανασυναντιούνται σ’ ένα σφαγείο. Δεν γνωρίζω σε ποιο. Το ονομάζω αυτοκτονικό το τοπίο… Βάζω το δάκτυλο στο στόμα μου και το γλείφω μέχρι να τελειώσει το γιαούρτι. Σηκώνομαι όρθιος και ξανανοίγω το ψυγείο. Το ψυγείο είναι άδειο. ‘‘Φαγητά δεν υπάρχουν’’. Ξαναστρογγυλοκάθομαι στην καρέκλα γιατί έτσι απολαμβάνω καλύτερα την ταινία. Δεν έχω άλλη παρέα για απόψε!
Κουμπί
fast
forward…
Πως περνάει έτσι γρήγορα ο καιρός… Ούτε που κατάλαβα πότε φτάσαμε στο 73:57 λεπτό της ταινίας. Η γιατρός κοιτάζεται στον καθρέφτη. Από πίσω της έρχεται η καθαρίστρια του σφαγείου η οποία, παρότι σε μία ενδεχόμενη πανδημία θα εντασσόταν λόγω ηλικίας και μόνο στις ευπαθείς ομάδες, στις συνθήκες κανονικότητας της ταινίας υποθέτω ότι είναι καταδικασμένη να φροντίζει την υγιεινή των χώρων του σφαγείου μέχρι να πεθάνει. Την δουλειά της πάντως την κάνει καλά:
«Θες να βρεις άντρα, γιατρέ;»
«Ναι».
«Δεν το κάνεις σωστά».
«Τι πρέπει να κάνω;»
«Είσαι ψηλή και όμορφη. Πρέπει να φοράς ρούχα που σε αναδεικνύουν. Όχι να ντύνεσαι σαν κανένα ορφανό. Κάνε μία στροφή. Έχεις κι ωραίο κώλο. Δεν το είχα παρατηρήσει. Στάσου ίσια. Έτσι. Αυτό μετράει περισσότερο κι απ’ τα ρούχα. Ο τρόπος που γέρνεις το κεφάλι είναι σκέτη συμφορά. Σήκωσέ το ψηλά. Όχι τόσο πολύ. Αλλιώς θα δείχνεις ψηλομύτα. Αυτό άλλωστε λένε για σένα. Η κίνηση. Ο κόσμος υποτιμά τη δύναμη της κίνησης γλυκιά μου. Το αποτέλεσμα που έχει…Άκου. Δεν χρειάζεται να υπερβάλεις. Η υπερβολή τα καταστρέφει όλα. Τώρα δείξε μου πως περπατάς».
Έχει δίκιο η γριά…
«Τα νιάτα και η ομορφιά, ω, τι γρήγορα που περνούν», φαντάζομαι τη Σμυρνιά να σκέφτεται καθισμένη στη μπλε πολυθρόνα της. Δεν μίλαγε πολύ η Σμυρνιά…
«Τι είναι η ζωή, αν όχι μία τσόντα αθανασίας», φαντάζομαι τη Σμυρνιά να με διαβάζει αυτή τη στιγμή από το ‘‘Le soleil vient de se lever’’, το νέο της σπίτι, εκεί μακριά, στη νέα της πατρίδα… Μια ζωή προσφυγοκόριτσο η Σμυρνιά… Τώρα θα τη γλίτωνε…
Κουμπί
fast
forward…