Το τελευταίο τσιγάρο
Δεν έχω όνομα. Με ονόμασαν ένοχο. Όμως αν είχα, το πρώτο του γράμμα θα ήταν κεφαλαίο. Τώρα σας μιλώ απ’ τον βυθό της λίμνης. Το βύθισμα η τιμωρία. Η δίκη μου κράτησε πολύ. Η βασική γραμμή υπεράσπισης ήταν ο πρότερος έντιμος βίος μου. Στην απολογία μου υπήρξα σαφής. Όμως κανένας δεν θα πίστευε έναν άνθρωπο που κοιμόταν στα παγκάκια. Με κατηγόρησαν για λοιδορία. Μη ρωτήσετε ποιοι. Αλλά στη ζωή μου δεν χλεύασα ποτέ κανέναν. Αντίθετα, υπήρξα ευπροσήγορος κι υπομονετικός. Ήμουν ευγενής και μ’ εκείνους που δεν το άξιζαν. Ο πατέρας με ανέθρεψε μ’ αυτό τον τρόπο. Να μη μισώ τους ανθρώπους. Και πράγματι δεν ένιωσα κακία ακόμα κι όταν μ’ έβγαλαν από το ίδιο μου το σπίτι. Έκτοτε μοιραζόμουν το ψωμί που μου προσέφεραν και με τους άλλους.
Η ημέρα της εκτέλεσης της ποινής μου κάποτε ήρθε. Πιο πριν ο δικαστής είχε ρωτήσει τους ενόρκους. Όλοι συμφώνησαν πως το κάπνισμα ήταν ελάττωμα. Σήμανε τη συντριβή μου. Ετυμηγορία: ένοχος για κλοπή τσιγάρων. Ποινή: ασφυξία δια πνιγμού. Η πορεία προς τη λίμνη υπήρξε δύσκολη. Στην ατραπό βαρύ φορτίο κι η τελευταία επιθυμία. Υποσχέθηκαν να την ικανοποιήσουν. Θα ελευθέρωναν τα χέρια μου πριν με καταβυθίσουν. Εξάλλου ήμουν μελλοθάνατος. Όταν φτάσαμε, αποχαιρέτησα τους λιγοστούς μου φίλους με ένα αόρατο δαχτυλίδι καπνού. Μου αφαίρεσαν το σακάκι κι έσφιξαν τη θηλιά με τον λίθο στον λαιμό. Ο αρχιφύλακας ξεκλείδωσε τις χειροπέδες. Του ζήτησα να καπνίσω ένα τελευταίο τσιγάρο. Πήρε από αυτά που είχε στο δικό του πακέτο. Το άναψε και το ακούμπησε στα χείλη μου. Γέλασε κι αμέσως μ’ έσπρωξε απ’ την προβλήτα. Καθώς βούλιαζα, κράτησα το χέρι με το τσιγάρο ψηλά, έξω απ’ το νερό. Έτσι, για να θυμούνται και τις δικές τους αδυναμίες. Ίσα που πρόλαβα να μυρίσω τον καπνό απ’ το τσιγάρο που καιγόταν.