Αυτό που τη συγκρατεί

Αυτό που τη συγκρατεί


Λί­γο προ­τού πε­θά­νει, ο πα­τέ­ρας μου μού εμπι­στεύ­θη­κε την αμαρ­τία του: τέ­τοια ήταν η ανά­γκη του εκεί­νη τη στιγ­μή, κα­θώς έσκυ­βα από πά­νω του στο νο­σο­κο­μείο. Μου εκ­μυ­στη­ρεύ­θη­κε πως, λί­γο πριν γεν­νη­θώ, εί­χε μια πα­ράλ­λη­λη σχέ­ση.
Βρι­σκό­ταν στην Ολ­λαν­δία για ένα τρί­μη­νο σε­μι­νά­ριο της KLM –της αε­ρο­πο­ρι­κής εται­ρεί­ας όπου δού­λευε– κι εκεί έμπλε­ξε με μια πο­λύ νέα γυ­ναί­κα, τη Βε­ρό­νι­κα, ενώ η μη­τέ­ρα μου εί­χε μεί­νει στο Χαρ­τούμ, έγκυος σ’ εμέ­να.
Ήξε­ρα πως εί­ναι άσκο­πο, αλ­λά τον ρώ­τη­σα πό­σο κρά­τη­σε αυ­τή η σχέ­ση και αν την έμα­θε πο­τέ η μα­μά.
Μου εί­πε πως, όταν πλη­σί­α­ζε ο μή­νας για να γεν­νη­θώ, εί­χε δώ­σει τέ­λος στη σχέ­ση με την Ολ­λαν­δέ­ζα και εί­χε επι­στρέ­ψει στο Σου­δάν. Και πως η μη­τέ­ρα μου δεν εί­χε πά­ρει χα­μπά­ρι.
Η Βε­ρό­νι­κα θα πρέ­πει να τον εί­χε ερω­τευ­θεί, για­τί –σύμ­φω­να με τη δι­ή­γη­σή του– πή­ρε το πρώ­το αε­ρο­πλά­νο κι εμ­φα­νί­στη­κε ξαφ­νι­κά στο αε­ρο­δρό­μιο του Χαρ­τούμ. Και τό­τε, λέ­ει, τη­λε­φώ­νη­σε η KLM στο σπί­τι πως τά­χα­τες τον χρειά­ζο­νταν επει­γό­ντως στο αε­ρο­δρό­μιο για δου­λειά της εται­ρεί­ας. Τον κά­λυ­πταν από τη σύ­ζυ­γό του, βε­βαί­ως. Εκεί­νος πή­γε να τη συ­να­ντή­σει, τη βού­τη­ξε, την ξε­νά­γη­σε με το τζιπ σε κά­τι χω­ριά τρι­σά­θλια για να της δεί­ξει τις συν­θή­κες ζω­ής. Κι εκεί­νη, λέ­ει, ξε­νέ­ρω­σε, φο­βή­θη­κε και ξα­να­γύ­ρι­σε κα­κήν κα­κώς στην Ολ­λαν­δία.
«Και έτσι», συ­μπλή­ρω­σε ο πα­τέ­ρας, «η μά­να σου δεν έμα­θε τί­πο­τε».

——— ≈ ———

ΠΟΛ­ΛΑ ΧΡΟ­ΝΙΑ ΜΕ­ΤΑ τον θά­να­το του πα­τέ­ρα μου, μια μέ­ρα επι­σκέ­φθη­κα τον θείο Στα­μά­τη, που εί­ναι ο μό­νος συγ­γε­νής μου που ζει.
Αφού φά­γα­με και κα­θί­σα­με στο σα­λό­νι, ήρ­θε η συ­ζή­τη­ση κά­ποια στιγ­μή στον πα­τέ­ρα μου. Του ανέ­φε­ρα την ένο­χη εκ­μυ­στή­ρευ­ση που μου εί­χε κά­νει ο πα­τέ­ρας μου λί­γο πριν πε­θά­νει.
Ο θεί­ος μου ανα­κά­θι­σε.

– Α, τον ψεύ­τη! έκα­νε. Δεν ήταν έτσι ακρι­βώς τα πράγ­μα­τα!

Τον ρώ­τη­σα «τι εν­νο­είς, θείε».

– Ο πα­τέ­ρας σου, εί­πε χαι­ρέ­κα­κα ο θεί­ος Στα­μά­της, σου εί­πε αλ­λιώς την ιστο­ρία! Σε πλη­ρο­φο­ρώ πως η σχέ­ση με τη Βε­ρό­νι­κα συ­νε­χί­στη­κε και με­τά τη γέν­νη­σή σου! Ο πα­τέ­ρας σου δεν πά­τη­σε το πό­δι του στο Χαρ­τούμ μέ­χρι που έγι­νες τριών χρο­νών. Και τό­τε εί­χα πά­ρει εγώ το αε­ρο­πλά­νο και εί­χα πά­ει στο Άμ­στερ­νταμ να τον ψά­ξω, να τον φέ­ρω στα σύ­γκα­λά του, να του θυ­μί­σω τις υπο­χρε­ώ­σεις του. Εί­χε ένα παι­δί, έπρε­πε να γυ­ρί­σει. Όλα αυ­τά τα τρία χρό­νια εγώ εί­χα στα­θεί στο πλευ­ρό της μη­τέ­ρας σου.

Εγώ έμει­να με το στό­μα ανοι­χτό.

– Η μά­να σου ήξε­ρε τα πά­ντα για την Ολ­λαν­δέ­ζα και τον εί­χε διώ­ξει τον πα­τέ­ρα σου. Κα­τα­λα­βαί­νεις τι σου λέω;

Κου­βέ­ντα εγώ. Τι έγι­νε. Πώς έγι­νε. Ήξε­ρε; Πώς αι­σθα­νό­ταν που όλη η αε­ρο­πο­ρι­κή εται­ρεία τη σχο­λί­α­ζε πί­σω από την πλά­τη της; Με­τά από όλα αυ­τά τον συγ­χώ­ρη­σε; Όχι πως εί­χε ση­μα­σία, αλ­λά ήθε­λα να ξέ­ρω. Ο θεί­ος κα­τέ­λη­ξε:

– Για ψά­ξε τις φω­το­γρα­φί­ες της βά­φτι­σής σου: βλέ­πεις που­θε­νά τον πα­τέ­ρα σου; Σε όλες τις φω­το­γρα­φί­ες εί­μαι εγώ!

Όταν γύ­ρι­σα στο σπί­τι το βρά­δυ άρ­χι­σα να ψά­χνω. Άνοι­ξα τις βα­λί­τσες κι ανα­ζή­τη­σα όλα τα πι­στο­ποι­η­τι­κά, όλες τις φω­το­γρα­φί­ες της βά­φτι­σης. Και όντως, δεν βρή­κα τον πα­τέ­ρα μου σε κα­μιά φω­το­γρα­φία. Η κο­λυ­μπή­θρα. Ο κό­πτης ιε­ρέ­ας. Ιε­ρά Μη­τρό­πο­λη Νου­βί­ας. Ήταν όλοι εκεί, η μη­τέ­ρα, ο θεί­ος Στα­μά­της, η θεία Σμα­ρού­λα, η νο­νά και ο νο­νός μου, όλοι. Ο μό­νος που δεν φαι­νό­ταν σε κα­μία φω­το­γρα­φία ήταν ο πα­τέ­ρας μου. Τε­λευ­ταία βρή­κα εκεί­νη τη φω­το­γρα­φία που εί­χε βγά­λει η μη­τέ­ρα μου όταν ήταν έγκυος σ᾽ε­μέ­να.
Κι έπει­τα, το μά­τι μου έπε­σε σ' ένα τε­τρα­διά­κι με σχο­λι­κές της εκ­θέ­σεις.
Τη ρώ­τη­σα με τα μά­τια αν μπο­ρώ να το ανοί­ξω.
Τα χεί­λη της σά­λε­ψαν στη φω­το­γρα­φία και έδω­σαν αρ­νη­τι­κή απά­ντη­ση.

——— ≈ ———

ΤΩ­ΡΑ ΠΟΥ ΜΕ­ΝΟΥ­ΜΕ κλει­σμέ­νοι στο σπί­τι, διαρ­κώς φα­ντά­ζο­μαι πως φυ­λά­γω τη μέ­ρα, μπά­στα­κας στο σπί­τι. Έχω ασβε­στώ­σει πόρ­τες και πα­ρά­θυ­ρα μη φύ­γει ο ήλιος. Να κρα­τά­ει κά­τι από τη σκλη­ρό­τη­τά του μέ­χρι το βρά­δυ. Ανά­βω απ’ έξω φω­τιές, ανή­κω σε μια πρω­τό­γο­νη φυ­λή που δεν αφή­νει τον ήλιο να της φύ­γει. Η έκ­πλη­ξη εί­ναι όταν ο Θά­να­τος εμ­φα­νί­ζε­ται κα­τα­με­σή­με­ρο, ντυ­μέ­νος το έν­δυ­μα του ήλιου, και δεί­χνει τα δό­ντια του. Να λειώ­νει η σάρ­κα, καυ­τή, και ν' ανα­λώ­νε­ται. Το σπί­τι να φυ­λά­ει ένα ελά­χι­στο ψύ­χος, σαν οστε­ο­φυ­λά­κιο.
Τη φω­το­γρα­φία της μά­νας μου την έχω στο­λί­σει στο κο­μο­δί­νο. Δί­πλα, το τε­τρά­διο με τις σχο­λι­κές εκ­θέ­σεις. «Girl's High School, Khartoum». Και πα­ρα­δί­πλα ένα κομ­μά­τι από ένα φό­ρε­μά της.

«Το πώς έγι­ναν τα πράγ­μα­τα κου­ρά­στη­κα πια να το λέω, λέ­νε τα χεί­λη της στη φω­το­γρα­φία. "Θέ­λω κι εγώ να φτά­σω τώ­ρα στο τέ­λος».

Έχω την αί­σθη­ση πως ο πα­τέ­ρας εί­ναι στο πί­σω δω­μά­τιο κι έχει κλει­δώ­σει από μέ­σα την πόρ­τα. Η μη­τέ­ρα φυ­λά­ει τσί­λιες μα­ζί μου κα­θώς μέ­σα απ’ τη φω­το­γρα­φία δί­νει πια τη συ­γκα­τά­θε­σή της.
Ανοί­γω το τε­τρά­διο, δια­βά­ζω – και σκέ­φτο­μαι τη μά­να μου σαν μι­κρό κο­ρί­τσι:

ΧΑΡ­ΤΟΥΜ, 26-11-19....

«Από την ημέ­ρα που έκα­νε την εμ­φά­νι­σή της η χο­λέ­ρα μάς έχει κά­νει όλους άνω κά­τω. Στο σπί­τι μπαί­νω και νο­μί­ζω ότι μπαί­νω στο νο­σο­κο­μείο από τα πολ­λά αντι­ση­πτι­κά μυ­ρί­ζει έτσι. Κά­θε φο­ρά που πί­νω νε­ρό λέω ότι δεν θα ξα­να­πιώ, μά­λι­στα στες αρ­χές που το βρά­ζα­με και έμοια­ζε με ρε­τσι­νό­λα­δο ού­τε να το δω δεν ήθε­λα. Για­τί ακό­μα και σ' αυ­τό έβα­ζαν αντι­χο­λε­ρι­κά φάρ­μα­κα. Τρώ­γω σα­λά­τα και μα­ζί με το λά­δι και το ξύ­δι κά­θε φο­ρά υπάρ­χει ένα μία και­νούρ­για ου­σία που της δί­νει μια εξαι­ρε­τι­κή νο­στι­μά­δα. Ασφα­λώς κι εδώ θα ανα­κά­τε­ψαν το αντι­χο­λε­ρι­κό, που δεν λεί­πει από που­θε­νά...»

Ση­κώ­νω το βλέμ­μα μου από την έκ­θε­ση. Πα­χου­λό κο­ρι­τσά­κι, ο νους της ήταν πά­ντα στο φα­γη­τό.
Ξε­κι­νά μια δια­δρο­μή ατε­λεί­ω­τη, υπάρ­χει όμως πα­ντού μια ψυ­χού­λα που πα­σχί­ζει να βγει στο φως. Υπάρ­χει, εδώ, μια πλή­ρης ζωή. Και υπάρ­χει και ένα ημι­τε­λές κεί­με­νο. Της ανα­θέ­τω να φέ­ρει το κεί­με­νο εις πέ­ρας. Αυ­τήν τη φο­ρά, όχι την άλ­λη, για­τί ο χρό­νος πιέ­ζει.

«Μπαί­νω στο σπί­τι, λέω "κα­λη­μέ­ρα" και μου απα­ντούν:"Πή­γαι­νε να πλύ­νεις τα χέ­ρια σου πρώ­τα!". Εγώ θέ­λω να πά­ρω Coca Cola και μου απα­ντούν: "Όχι, για­τί έχει μι­κρό­βια". Όσο για τις πά­στες, ξέ­χα­σα πώς εί­ναι και τι γεύ­ση έχουν οι πά­στες. Στο σπί­τι επά­νω στο τρα­πέ­ζι εκτός από το αλά­τι και το πι­πέ­ρι όλα βρά­ζο­νται. Με τις μυί­γες γί­νε­ται ολό­κλη­ρος πό­λε­μος, ιδί­ως κα­τά την ώρα του φα­γη­τού...».

Κοι­τά­ζω ένα γύ­ρο. Μέ­σα στο σπί­τι, τα έπι­πλα. Τα κά­δρα. Συ­γκρα­τούν την εμπράγ­μα­τη ου­σία της ψυ­χής. Α, και οι κα­θρέ­φτες προ­πά­ντων, που ανε­λέ­η­τα πολ­λα­πλα­σιά­ζουν το κε­νό. Αυ­τά τα δώ­ρα του δια­βό­λου που μέ­σα τους βλέ­πεις την ψυ­χή σου: κά­θε σύ­σπα­ση της ψυ­χής κι ένας μι­κρός, κλει­δω­μέ­νος, ανε­πα­νά­λη­πτος θά­να­τος.

——— ≈ ———

Η ΜΗ­ΤΕ­ΡΑ ΒΑ­ΡΕ­ΘΗ­ΚΕ να κλαί­ει κά­τω από τη στέ­γη μας: έχει πια κα­θη­λώ­σει την όμορ­φη, άπτε­ρη φύ­ση του πα­τέ­ρα και τον κοι­τά­ζει ίσια μέ­σα στα ορ­θά­νοι­χτα μά­τια του. Τον βλέ­πει σαν μι­κρό παι­δί που κά­θε­ται κά­τω από μια συ­κιά πα­ρά­ξε­να φυ­τρω­μέ­νη πά­νω στον βρά­χο, ανε­μο­δαρ­μέ­νη. Το φύλ­λω­μά της προ­μη­νύ­ει οιω­νούς δυ­σα­νά­γνω­στους, ενώ κά­τω, στη σή­ραγ­γα, μι­σο­ξα­πλω­μέ­νοι ιε­ρείς τής υπα­γο­ρεύ­ουν. Της λέ­νε για τη ζωή της, που δεν έχει και­ρό.
Εγώ, με τα χέ­ρια σταυ­ρω­μέ­να πά­νω στον ατρά­ντα­χτο θρό­νο της πα­τρο­πα­ρά­δο­της τά­ξης, έχω ση­κω­θεί κι έχω φύ­γει στην Ευ­ρώ­πη. Μα­ζί μου έχω πά­ρει το σπί­τι. Το σπί­τι, δί­ο­δος. Η, μάλ­λον, Πά­ρο­δος. Η Πά­ρο­δος των αγρών. Όλα βρά­ζο­νται στο σπί­τι, για­τί η χο­λέ­ρα δεν αστειεύ­ε­ται. Οι πλη­γέ­ντες εί­ναι κλει­δω­μέ­νοι. Δη­λα­δή όσοι επι­ζούν απ'αυ­τούς, για­τί οι πλη­γέ­ντες γρή­γο­ρα περ­νούν τη δί­ο­δο και δεν ξα­να­γυ­ρί­ζουν. Χι­λιοει­πω­μέ­να.

«Φο­βά­μαι μην βγει από το σπί­τι ο πα­τέ­ρας σου», λέ­ει. «Μην πά­ει και γί­νει εν­δη­μι­κή η αρ­ρώ­στια. Έναν πραγ­μα­τι­κό πα­ρά­δει­σο του έφτια­ξα. Θω­πεί­ες, ηδο­νι­κά αρώ­μα­τα, πα­ραι­σθη­σιο­γό­να, πα­ρα­στά­σεις θε­ά­τρου, να δια­σκε­δά­σω τον φό­βο του».

Εκεί­νος δεν μι­λά, μό­νο κά­νει νεύ­μα­τα για το φα­γη­τό, και αυ­τά με φει­δώ. Έχει μια πε­ρι­κο­κλά­δα που του στε­φα­νώ­νει τα μαλ­λιά, αλ­λά τον τυ­λί­γει μέ­χρι τους γο­φούς κι εμπο­δί­ζει τις κι­νή­σεις του.

«Εγώ εκεί, μπά­στα­κας, έξω από το πα­ρά­θυ­ρό του. Απ’ το πα­ρά­θυ­ρό του ο πα­τέ­ρας σου βλέ­πει μό­νο το νε­ρό».

——— ≈ ———

Ο ΠΑ­ΤΕ­ΡΑΣ ΔΕΝ ΒΛΕ­ΠΕΙ μό­νο το νε­ρό. Μπο­ρεί να δει και τον με­τε­ω­ρί­τη λί­θο απ' όπου ανέ­βλυ­σε το νε­ρό, στις επο­χές της υψη­λής θερ­μο­κρα­σί­ας. Τα πιο πτη­τι­κά από τα συ­ναι­σθή­μα­τά του έχουν ανέ­βει στην ορο­φή του δω­μα­τί­ου και σχη­μα­τί­ζουν ένα σύν­νε­φο. Κά­ποια έχουν δια­φύ­γει από την κου­νου­πιέ­ρα: τα βλέ­πεις να θο­λώ­νουν στο τζά­μι και να υγρο­ποιού­νται. Άξαφ­να, μια λι­μνού­λα από λύ­πη σαν ού­ρα σκύ­λου κά­τω από το πα­ρά­θυ­ρο. Και μια πρά­σι­νη, εμε­τι­κή λι­μνού­λα με τη λύ­πη της πε­ρι­κο­κλά­δας, στά­ζει πα­χύρ­ρευ­στη μέ­σα στην άλ­λη και αλ­λοιώ­νει το χρώ­μα και τη σύ­στα­σή της. Το δω­μά­τιό του, ένας αντι­δρα­στή­ρας. Χι­λιά­δες μυ­γά­κια γύ­ρω γύ­ρω στην κου­νου­πιέ­ρα, πά­νω από τη λε­κά­νη με το νε­ρό. Όψι­μες γε­νιές εντό­μων στην ελώ­δη νύ­χτα, σφυ­ρη­λα­τούν το συ­ναί­σθη­μά του, το πα­ρα­γι­νω­μέ­νο από ανα­θυ­μιά­σεις υπνω­τι­κών χα­πιών.

«Εγώ, απ'έ­ξω, σχωρ­νάω, μυ­ριο­φλό­γι­στη, δω­ρο­δο­κώ τον Χά­ρο­ντα. Του τά­ζω γρό­σια. Το δω­μά­τιο ένας κλί­βα­νος. Κι εγώ απ' έξω συ­ζη­τώ σε χί­λιες γλώσ­σες, την κα­τά­ρα της Βα­βέλ. Χτί­ζω πύρ­γους στην άμ­μο, με­τράω τα κύ­μα­τα, προ­βα­τά­κια. Στο λιό­γερ­μα, πριν απο­κοι­μη­θώ, βλέ­πω φλο­γι­σμέ­νη την Ελ­λά­δα στο σύ­θα­μπο, σαν τη Σμύρ­νη».

——— ≈ ———

ΟΙ ΦΡΟΥ­ΡΟΙ ΕΙ­ΝΑΙ ΝΕ­ΟΙ, λυ­γε­ροί, ταυ­ρο­κα­θά­ψια. Στο χέ­ρι βα­στούν δό­ρα­τα, και εί­ναι γρύ­πες και αρι­μα­σπές. Δί­πλα στον βα­σι­λέα ο Δη­μή­τριος Γού­να­ρης. Μπρο­στά, το Τε­λω­νείο Επι­βα­τών. Το «Grand Hôtel», το ξε­νο­δο­χείο «Ελ­πι­νί­κη». Το πο­λυ­τε­λές «Ξε­νο­δο­χεί­ον της Αγ­γλί­ας». Πη­λί­κιο, ημί­ψη­λο, πλή­θος από να­ούς. Το Sporting Club και των θη­λέ­ων η Ιτα­λι­κή Σχο­λή. Ο κι­νη­μα­το­γρά­φος Pathé. Οι­κία «ανα­κτό­ρου» του βα­σι­λέ­ως στο Κορ­δελ­λιό. Ελ­λεί­ψεις, πολ­λές ελ­λεί­ψεις και μύ­γες, μυί­γες. Τα χα­ρω­πά χρό­νια. Ένα έθνος προ­ο­δευ­μέ­νο, όλο ζωή. Οι έλ­λη­νες στρα­τιώ­ται χο­ρεύ­ουν δη­μο­τι­κούς σκο­πούς. «Οι ομο­γε­νείς εν­νο­ού­σιν. Η ένω­σις εί­ναι απο­φα­σι­σμέ­νη». Ο ήλιος, καυ­στι­κός, πα­ρα­ση­μο­φο­ρεί. "Νά­'ξε­ρα", λέ­ει η μη­τέ­ρα, "ποιοι εί­ναι αυ­τοί!" Και την πιά­νει φό­βος. Προ­τού φύ­γει, λέ­ει: "Λεί­πω με­λά­θρων τών­δε φιλ­τά­την στέ­γην". Και με­τά: "Θά­να­τον εἰσορῶ πέ­λας". Κι ακού­ει από το βά­θος μια φω­νή να της απα­ντά: "Εἰς Ἄιδου δό­μους!"

Όσοι προ­λα­βαί­νουν περ­νούν απέ­να­ντι με τις μι­κρές λέμ­βους, αρ­πά­ζουν την προ­κυ­μαία, κι όποιος προ­λά­βει. Ποιον να πρω­το­πά­ρει ο τραυ­μα­τιο­φο­ρέ­ας; Φω­νές αυ­τών που πνί­γο­νται. Έρ­χε­ται η μη­τέ­ρα να σω­θεί, μα­ζί με συ­ντρό­φους που τα μά­τια τους εί­ναι όνυ­χες. Εί­ναι εκ­παι­δευ­μέ­νη να κο­ντρο­λά­ρει τα δελ­φί­νια. Περ­νά απέ­να­ντι τη δα­ντέ­λα του πε­λά­γου. Με τα χέ­ρια της προ­τε­τα­μέ­να, πλη­σιά­ζει κοι­τώ­ντας μπρο­στά με τα χρυ­σό­γλαυ­κα μά­τια. Κα­θώς με­γα­λώ­νει οι απο­στά­σεις μι­κραί­νουν, τα κόκ­κα­λα –η κλεί­δα της– οι ώμοι, οι αρ­μοί του κα­ρα­βιού της, τα μαλ­λιά της ξε­πε­τά­γο­νται έχι­δνες απ' το κρα­νίο της. Ποι­κιλ­μέ­νη από το λα­μπρό φως του ήλιου η μη­τέ­ρα πλη­σιά­ζει και ο ασβέ­στης στα σκα­λο­πά­τια ζε­μα­τά­ει, τα πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα τρί­ζουν.

——— ≈ ———

ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΥ αίφ­νης σε κύ­μα­τα προ­σεγ­γί­ζει το πλα­τύ της χα­μό­γε­λο. Πε­τά ένας κορ­μο­ρά­νος. Στή­νω χο­ρό, βά­ζω στοι­χή­μα­τα, θα τα κα­τα­φέ­ρει, δεν θα τα κα­τα­φέ­ρει... Εκεί­νη, τό­τε, αρ­γά αρ­γά και λά­μπο­ντας στρέ­φε­ται σε Αυ­τό που τη συ­γκρα­τεί.

Αυ­τό ανα­δύ­ε­ται κά­τω από τα πό­δια της, πλήτ­το­ντας το σκά­φος της σαν τον αρ­χάγ­γε­λο. Βυ­θί­ζο­ντας το νε­ρό σε κύ­κλους γύ­ρω της δα­χτυ­λί­δια. Φεύ­γουν τα δελ­φί­νια στ'α­νοι­χτά. Πώς ξε­φυ­τρώ­νουν οι φτε­ρού­γες όμως από τους ώμους της. Όμως πώς τα μαλ­λιά της, σαν τη σκέ­ψη, απλώ­νο­νται ολό­γυ­ρά της πλό­κα­μοι αρ­γοί στην κί­νη­ση και βό­στρυ­χοι ψα­ρο­πού­λια... Αν προ­λά­βει, θα ακού­σει τα κο­χύ­λια του ωκε­α­νού, τους ψι­θύ­ρους.
Η με­γά­λη της πτή­ση στο νε­ρό, αντί για χο­ρευ­τι­κό σκέρ­τσο, της ξα­να­δί­νει την πνοή. Με όση ανά­σα έχει μου δι­η­γεί­ται, και τα ρου­θού­νια της στά­ζουν νε­ρά: «Ο άν­θρω­πος με έσω­σε», λέ­ει. «Αυ­τός που μέ­σα στις φλό­γες έμει­νε ελεύ­θε­ρος από τις μορ­φές τό­σων νε­κρών. Που οι νε­κροί εί­ναι κου­φοί», λέ­ει, ρου­φά­ει ζω­ντα­νή τη θα­λασ­σι­νή αύ­ρα, βγά­ζει το μου­σκε­μέ­νο της κο­μπό­δε­μα κι αρ­χί­ζει να το λύ­νει.

Ξε­πε­τά­γε­ται ένα φύ­κι.
Έπει­τα, ένα μι­κρό ηφαί­στειο.

Η κλη­ρο­νο­μιά μου! λέ­ει πε­ρή­φα­νη.

Το λέ­ει αυ­τό για­τί έχει αφή­σει βιος πί­σω της. «Στην ακτή απέ­να­ντι βρί­σκεις και αχι­βά­δες», λέ­ει. «Οι καρ­ποί στην πα­τρί­δα τώ­ρα εί­ναι πα­ρα­γι­νω­μέ­νοι».
Εκεί που μι­λά, περ­νά με θό­ρυ­βο από δί­πλα ένας αρα­μπάς γε­μά­τος σκό­νη. Τρέ­χω να δι­πλο­μα­ντα­λώ­σω την πόρ­τα του πα­τέ­ρα. Η χα­ρά του τώ­ρα φτιά­χνει ένα κόκ­κι­νο μάγ­μα που στά­ζει γρή­γο­ρα και πνί­γε­ται στο πρα­σι­νο­κί­τρι­νο έλος κά­τω απ' το πα­ρά­θυ­ρό του. Έξω, κα­βά­λα στον αρα­μπά, η μπου­μπου­κια­σμέ­νη χο­ντρό­βυ­ζη ει­κο­σι­πε­ντά­ρα Βε­ρό­νι­κα δια­λα­λεί την πρα­μά­τεια της. Πα­χύς, πα­χύς ο μπού­στος της, όλος υπο­σχέ­σεις. Αν και Ολ­λαν­δέ­ζα, έχει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ιν­διά­νι­κα, σαν κά­ποιας χα­μέ­νης φυ­λής των Ίν­κας, και βα­ρια­να­σαί­νει. Τρα­βά­ει τα γκέ­μια και κα­τε­βαί­νει.

Μα­κριά! της φω­νά­ζω, Κα­ρα­ντί­να!

Μα η Βε­ρό­νι­κα στρογ­γυ­λο­κά­θε­ται γε­λώ­ντας κι πιά­νει ένα μα­κρύ μου­σι­κό όρ­γα­νο σαν τε­ρά­στιο αυ­λό, σαν αυ­στρα­λέ­ζι­κο ντι­τζε­ρι­ντού. Παί­ζει σε πο­λύ ψη­λές οκτά­βες, τό­σο υψη­λές που σπά­ει το τζά­μι του πα­τέ­ρα. Και τό­τε, μο­νο­μιάς, ακούω τη χο­λέ­ρα να βγαί­νει ορ­μη­τι­κά.
Ο πα­τέ­ρας τε­ρά­στιος και η χο­λέ­ρα που τον αφή­νει κά­νει βδδ­δουπ! και αδειά­ζει με­μιάς το δω­μά­τιο. Ση­κώ­νε­ται αέ­ρας. Από μα­κριά ακού­γε­ται καλ­πα­σμός. Κά­ποια στε­νό­μα­κρα απλώ­νουν κά­τι να μου πούν και αυ­τά εί­ναι κλα­διά, μα εγώ κου­φός. Και με­λαγ­χο­λι­κός. Σι­γά σι­γά ξε­γυ­μνώ­νο­μαι κρυ­φά και τρέ­χω να βου­τή­ξω τα πό­δια στο νε­ρό, μα με απο­διώ­χνει η θά­λασ­σα.

——— ≈ ———

ΑΦΗ­ΝΩ ΤΟ ΚΟΜ­ΜΑ­ΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟ­ΡΕ­ΜΑ ΤΗΣ ακου­μπι­σμέ­νο πα­ρα­δί­πλα, επι­στρέ­φω μπρος στο στε­νό πα­ρά­θυ­ρό μου και κοι­τά­ζω μα­κριά τη λε­ω­φό­ρο.
Πά­νω, αε­ρο­τα­ρα­χή. Έχουν αρ­χί­σει οι ζέ­στες της άνοι­ξης και δι­ψώ πο­λύ. «Εκεί, απέ­να­ντι, εί­ναι μια φρα­γκο­συ­κιά». Ιδιαί­τε­ρα όταν δι­ψάς πο­λύ, εί­ναι κα­λο­δε­χού­με­νος ο καρ­πός για­τί η κά­ψα στο λαι­μό ζη­τά ανα­κού­φι­ση. Μό­νο ο φό­βος σε στα­μα­τά, ο φό­βος της μό­λυν­σης. Στη μνή­μη μου αχνο­φέγ­γει μια γευ­στι­κή ποιό­τη­τα σπά­νια, που γι­'αυ­τήν μπο­ρώ να καυ­χη­θώ.
Τώ­ρα, απο­μο­νω­μέ­νος στο σπί­τι, δια­βά­ζω το τέ­λος της σχο­λι­κής της έκ­θε­σης:

«Πρώ­τα ο Τα­χυ­δρό­μος έγρα­φε διά­φο­ρα νέα απ’ όλον τον κό­σμο, ενώ τώ­ρα γε­μί­ζει τις σε­λί­δες γρά­φο­ντας για το σπου­δαίο νέο, τη χο­λέ­ρα... Όλα αυ­τά εί­ναι λί­γο αστεία, αλ­λά και πό­σο σο­βα­ρά! Για­τί δεν αστειεύ­ε­ται η χο­λέ­ρα!...»

Έρ­χε­ται και με­ταμ­φιέ­ζε­ται η παι­δι­κή της μνή­μη. Στυ­γνές πρό­σο­δοι, χη­ρε­μέ­να σπί­τια, άθλια τύ­χη. Της πή­ρε τό­σον και­ρό και εί­πε να συ­γκρο­τη­θεί, να επα­νεύ­ρει τις δυ­νά­μεις που εί­χε χά­σει με το κο­ντα­ρο­χτύ­πη­μα στα κύ­μα­τα. Εκεί βού­λια­ξε η λέ­ξη της η πο­λύ­τι­μη κι άντε τώ­ρα να τη βρεις. Μέ­χρι κι ο πα­τέ­ρας στο θά­λα­μό του μουρ­μού­ρι­σε μια μι­σαρ­χι­νι­σμέ­νη λέ­ξη, κά­τι σαν «νε­ρό», μα δεν νο­γάω. 
Με­τά τον θά­να­το της μα­μάς ο πα­τέ­ρας μου συ­νή­θι­ζε να λέ­ει: «Εμείς πή­γα­με υπέρ βω­μών και εστιών», μα ποιος τον άκου­γε; Εγώ μό­νο συ­ντη­ρού­σα το πλη­γω­μέ­νο εί­δω­λό της μες στους ωκε­α­νούς των μα­τιών ενός μι­κρού παι­διού.

——— ≈ ———

Η ΤΗ­ΛΕ­Ο­ΡΑ­ΣΗ ΕΙ­ΠΕ πως σε μια βδο­μά­δα θα μπο­ρού­με να βγαί­νου­με έξω με υπεύ­θυ­νη δή­λω­ση. Λί­γο να ξε­μου­διά­σου­με.
Σκέ­φτο­μαι να στεί­λω σή­μα με­ταμ­φιε­σμέ­νο, την αλ­λη­γο­ρία της λύ­πης. Σκέ­φτο­μαι να στεί­λω σή­μα δι’ εκ­προ­σώ­που, το σύμ­βο­λο της λύ­πης, σε από­στα­ση εκα­το­ντά­δων ετών φω­τός, μέ­χρι να τη συ­να­ντή­σω. Σκέ­φτο­μαι πως το νε­ρό εί­ναι η βιο­ϋ­πο­γρα­φή μου, και πως το νε­ρό, μα­ζί με το διο­ξεί­διο του άν­θρα­κα χρειά­ζε­ται μό­νο ένα ακό­μη στοι­χείο στον δύ­σκο­λο αυ­τόν πλα­νή­τη για να κι­νη­θεί κά­τι. Να φρά­ξει το φως. Να βρε­θεί να κο­λυ­μπά, στα­γό­να στον ωκε­α­νό. Μην εξα­λεί­ψει από πά­νω μας τα ίχνη της.
Τώ­ρα πια ξέ­ρω για­τί απου­σί­α­ζε ο πα­τέ­ρας από τη βά­φτι­σή μου. Ξέ­ρω την απο­μό­νω­σή του, την κα­ρα­ντί­να του, τη μά­σκα που φο­ρού­σε η μη­τέ­ρα για να τον πλη­σιά­σει. Ξέ­ρω τη δι­καιο­λο­γία του.
Δε θέ­λω να πι­στέ­ψω την εκ­δο­χή του θεί­ου Στα­μά­τη, για­τί η τε­λευ­ταία εκ­μυ­στή­ρευ­ση του πα­τέ­ρα μου ήταν βγαλ­μέ­νη μέ­σα απ'την καρ­διά του, λί­γο πριν φυ­σή­ξει αέ­ρας και του πά­ρει την ψυ­χή. Όχι, δεν θέ­λω να το πι­στέ­ψω το ψέ­μα του θεί­ου Στα­μά­τη.
Η μνή­μη της μη­τέ­ρας ήταν πά­ντα ζω­ντα­νή στο μυα­λό του πα­τέ­ρα μου.
Σή­με­ρα, κλει­σμέ­νος στο σπί­τι μας μέ­σα στο μαύ­ρο πέ­πλο της μνή­μης, τεί­νω να πι­στέ­ψω στο σκο­τά­δι του πα­ρό­ντος κι ανα­ζη­τώ αυ­τό που τη συ­γκρο­τεί.

Αυ­τό που τη συ­γκρα­τεί.

Εί­ναι αμέ­τρη­τες οι απο­χρώ­σεις του, από το από­λυ­το μαύ­ρο έως το φω­τει­νό­τε­ρο γκρί­ζο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: