in memoriam K.
Κανείς μας δε θυμάται το κείμενο του νόμου που επιβάλλει να μαζεύουμε τα ξερά φύλλα, αλλά είμαστε βέβαιοι ότι κανενός δε θα του περνούσε απ’ το μυαλό να μην τα μαζέψει· είναι ένα απ’ αυτά τα πράγματα που έρχονται από πολύ παλιά, απ’ αυτά που μαθαίνουμε παιδιά, και δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε στοιχειώδεις χειρονομίες όπως το να δένουμε τα κορδόνια των παπουτσιών μας ή ν’ ανοίγουμε μια ομπρέλα, κι αυτές που κάνουμε για να μαζέψουμε τα ξερά φύλλα, αρχίζοντας από τις 2 Νοεμβρίου, στις εννιά το πρωί.
Κανενός επίσης δε θα του περνούσε απ’ το μυαλό ν’ αμφισβητήσει την καταλληλότητα αυτής της ημερομηνίας, καθώς αποτελεί μία από τις παραδόσεις της χώρας μας και υπάρχει λόγος που είναι αυτή που είναι. Την παραμονή, προσερχόμαστε στο νεκροταφείο, απλώς και μόνον για να επισκεφθούμε τους τάφους των οικείων μας, να τους καθαρίσουμε απ’ τα ξερά φύλλα που τους σκεπάζουν και τους μπερδεύουν, έστω και αν αυτή τη μέρα τα ξερά φύλλα δεν έχουν καμία επίσημη σημασία, θα μπορούσε να πει κανείς, δεν είναι παρά ένα ενοχλητικό εμπόδιο που πρέπει να το διώξεις για ν’ αλλάξεις το νερό στα βάζα και να ξύσεις τα χνάρια των σαλιγκαριών απ’ τις ταφόπετρες. Κάποτε ακούστηκαν κάτι υπαινιγμοί ότι η εκστρατεία κατά των ξερών φύλλων θα μπορούσε να ξεκινά δύο-τρεις μέρες νωρίτερα, έτσι ώστε το νεκροταφείο να είναι καθαρό την πρώτη Νοεμβρίου και οι οικογένειες να μπορούν να επισκέπτονται τους τάφους χωρίς να χρειάζεται πρώτα να σκουπίσουν, κάτι που συνήθως προκαλεί οδυνηρές σκηνές και μας αποσπά από τα καθήκοντά μας αυτής της ημέρας μνήμης. Εμείς, όμως, δεν υιοθετήσαμε ποτέ αυτούς τους υπαινιγμούς, όπως και ποτέ δεν πιστέψαμε ότι μπορεί κάποτε να τερματίζονταν οι αποστολές στις ζούγκλες του βορρά, όσο κι αν μας πονάνε. Υπάρχουν παραδόσεις που έχουν λόγο ύπαρξης, κι έχουμε ακούσει συχνά τους παππούδες μας ν’ απαντούν αυστηρά σ’ αυτές τις αναρχικές φωνές, επισημαίνοντας ότι η συσσώρευση ξερών φύλλων στους τάφους χρησιμεύει ακριβώς για να δείχνει στο κοινωνικό σύνολο τι προβλήματα δημιουργούν τα ξερά φύλλα μόλις μπει για τα καλά το φθινόπωρο, κινητοποιώντας έτσι τον κόσμο να συμβάλει με μεγαλύτερο ενθουσιασμό στην εργασία που πρέπει να ξεκινήσει την επομένη.
Όλος ο πληθυσμός καλείται ν’ ασκήσει ένα συγκεκριμένο καθήκον στην εκστρατεία. Την παραμονή, όταν επιστρέφουμε από το νεκροταφείο, ο δήμος έχει ήδη στήσει το λευκοβαμμένο του περίπτερο στη μέση της κεντρικής πλατείας, κι εμείς, με το που φτάνουμε, σχηματίζουμε ουρά και περιμένουμε τη σειρά μας. Κι επειδή η ουρά είναι ατέλειωτη, οι περισσότεροι γυρίζουμε σπίτι μας πολύ αργά, έχοντας πάντως την ικανοποίηση ότι πήραμε την κάρτα μας από έναν αξιωματούχο του δήμου. Από το άλλο πρωί κιόλας, η συμμετοχή μας θα καταγράφεται κάθε μέρα στα κουτάκια της κάρτας, που ένα ειδικό μηχάνημα θα την τρυπάει όποτε θα παραδίδουμε τα τσουβάλια με τα ξερά φύλλα ή τα κλουβιά με τις μανγκούστες, ανάλογα με τα καθήκοντα που μας έχουν ανατεθεί. Τα παιδιά είν’ αυτά που το διασκεδάζουν πιο πολύ, γιατί τους δίνουν από μια πολύ μεγάλη κάρτα που τρελαίνονται να τη δείχνουν στη μητέρα τους, και τους αναθέτουν διάφορες δουλειές, πιο ελαφρές, μα κυρίως να ελέγχουν πώς συμπεριφέρονται οι μανγκούστες. Εμείς οι ενήλικοι αναλαμβάνουμε την πιο βαριά δουλειά, αφού εκτός απ’ το να επιτηρούμε τις μανγκούστες, πρέπει και να γεμίζουμε τα τσουβάλια με τα φύλλα που έχουν μαζέψει οι μανγκούστες, και να τα κουβαλήσουμε στους ώμους μέχρι τα δημοτικά καμιόνια. Τους γέρους τούς εξοπλίζουν με πιστόλια πεπιεσμένου αέρα για να ραντίζουν τα ξερά φύλλα με εσάνς φιδιού. Όμως πιο υπεύθυνη απ’ όλες είναι η δουλειά των ενηλίκων, γιατί οι μανγκούστες αφαιρούνται εύκολα και δεν αποδίδουν όσο θα ’πρεπε· όταν συμβαίνει αυτό, μετά από λίγες μέρες οι κάρτες μας θα δείξουν την ανεπάρκεια της δουλειάς μας και θ’ αυξήσουν τις πιθανότητες να σταλούμε στις ζούγκλες του βορρά.
Όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, βάζουμε τα δυνατά μας να το αποφύγουμε αυτό, παρ’ όλο που, κι αν ακόμα συμβεί, παραδεχόμαστε ότι είναι ένα έθιμο τόσο φυσικό όσο και η ίδια η εκστρατεία, και γι’ αυτό ούτε μας περνάει απ’ το μυαλό να διαμαρτυρηθούμε· αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν να αναγκάσουμε τις μανγκούστες να στρωθούν στη δουλειά ώστε να μαζέψουμε όσο γίνεται περισσότερους πόντους στην κάρτα μας, και για να το πετύχουμε αυτό, είμαστε αυστηροί με τις μανγκούστες, τους γέρους και τα παιδιά, ζωτικούς παράγοντες για την επιτυχία της εκστρατείας.
Κάποτε αναρωτηθήκαμε πώς είχε προκύψει η ιδέα να ραντίζουμε τα ξερά χόρτα με εσάνς φιδιού, αλλά μετά από κάποιες ατυχείς εικασίες καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι απαρχές των εθίμων μας, κυρίως αυτών που είναι σοφά και ωφέλιμα, χάνονται στα βάθη της φυλής μας. Μια ωραία πρωία ο δήμος θα διαπίστωσε ότι μόνο ο πληθυσμός δεν αρκούσε για να μαζέψει τα φύλλα που πέφτουν το φθινόπωρο, και μόνο αν αξιοποιούσε με εξυπνάδα τις μανγκούστες, που αφθονούν στη χώρα, θα μπορούσε να καλύψει την έλλειψη. Ένας κρατικός υπάλληλος που εργαζόταν σε μιαν από τις πόλεις στις παρυφές της ζούγκλας, πρόσεξε ότι ναι μεν οι μανγκούστες αδιαφορούσαν πλήρως για τα ξερά φύλλα, αλλά αυτά τις εξαγρίωναν αν μύριζαν φίδι. Πρέπει να τους πήρε πολύ χρόνο να προβούν σ’ αυτή την ανακάλυψη, να μελετήσουν πώς αντιδρούσαν οι μανγκούστες μπροστά στα ξερά φύλλα και να ραντίσουν τα ξερά φύλλα έτσι ώστε οι μανγκούστες να τα μαζεύουν με λύσσα. Εμείς, όμως, μεγαλώσαμε σε μια εποχή όπου τα πάντα είχαν καθιερωθεί και κωδικοποιηθεί, οι μανγκουστοτρόφοι διέθεταν το απαραίτητο προσωπικό για να εκπαιδεύσουν τα ζώα τους, και οι αποστολές στις ζούγκλες επέστρεφαν κάθε καλοκαίρι με ικανοποιητικό αριθμό φιδιών. Αυτά τα πράγματα μας φαίνονται τόσο φυσιολογικά, ώστε ελάχιστες φορές και με μεγάλη προσπάθεια θέτουμε στον εαυτό μας αυτά τα ερωτήματα που οι γονείς μας μας τα απάντησαν με κάθε αυστηρότητα όταν ήμαστε παιδιά, μαθαίνοντάς μας έτσι πώς ν’ απαντήσουμε μια μέρα στα ερωτήματα που θα μας έθεταν τα δικά μας παιδιά. Είναι περίεργο, αλλά αυτές οι διερωτήσεις ξεπετάγονται, και πάλι όχι τόσο συχνά, πριν ή μετά την εκστρατεία. Στις 2 Νοεμβρίου, όταν πια έχουμε πάρει την κάρτα μας και πιάνουμε τη δουλειά που μας έχουν αναθέσει, κάθε μας ενέργεια μας φαίνεται τόσο αιτιολογημένη, ώστε μόνο ένας τρελός θα τολμούσε να αμφισβητήσει τη χρησιμότητα της εκστρατείας και τον τρόπο με τον οποίο αυτή διεκπεραιώνεται. Ωστόσο, οι Αρχές μας πρέπει να προείδαν αυτή την πιθανότητα, γιατί το κείμενο του νόμου που είναι τυπωμένο στο πίσω μέρος της κάρτας καταγράφει τις ποινές γι’ αυτές τις περιπτώσεις, αν και κανείς δε θυμάται αν χρειάστηκε ποτέ να επιβληθούν.
Ανέκαθεν μας εντυπωσίαζε το πώς ο δήμος κατανέμει τα καθήκοντά μας έτσι ώστε η ζωή του κράτους και της χώρας να μην επηρεάζεται από τη διεξαγωγή της εκστρατείας. Εμείς οι ενήλικοι αφιερώνουμε πέντε ώρες την ημέρα για να μαζέψουμε τα ξερά φύλλα, πριν ή μετά την καθημερινή μας εργασία στο δημόσιο ή στο εμπόριο. Τα παιδιά διακόπτουν την παρακολούθηση μαθημάτων γυμναστικής ή της πολιτικής και στρατιωτικής εκπαίδευσης, και οι γέροι επωφελούνται τις ώρες που έχει ήλιο για να βγουν απ’ τα άσυλα και να καταλάβουν τα πόστα τους. Μετά από δύο-τρεις μέρες η εκστρατεία έχει επιτύχει τον πρώτο της στόχο, και οι δρόμοι και οι πλατείες στο κέντρο της πόλης δεν έχουν ούτε ένα ξερό φύλλο. Τότε, όσοι από μας έχουμε αναλάβει τις μανγκούστες χρειάζεται να εντείνουμε τις προφυλάξεις μας, γιατί όσο προχωράει η εκστρατεία, τόσο λιγότερο εξαγριώνονται οι μανγκούστες, και τότε έχουμε το βαρύ καθήκον να ενημερώσουμε σχετικά τον δημοτικό επιθεωρητή της περιοχής μας προκειμένου να διατάξει εντατικοποίηση των ραντισμάτων. Τη διαταγή αυτή ο επιθεωρητής τη δίνει μόνο αφού βεβαιωθεί ότι κάναμε ό,τι ήταν δυνατόν ώστε οι μανγκούστες να συνεχίσουν να μαζεύουν τα φύλλα, και αν αποδειχθεί ότι πολύ βιαστικά και επιπόλαια ζητήσαμε εντατικοποίηση των ραντισμάτων, κινδυνεύουμε με άμεση επιστράτευση και αποστολή στις ζούγκλες. Όταν λέμε «κινδυνεύουμε», προφανώς υπερβάλλουμε, γιατί οι αποστολές στις ζούγκλες ανήκουν στις κρατικές παραδόσεις, όπως άλλωστε και η ίδια η εκστρατεία, και κανείς δε θα τολμούσε να διαμαρτυρηθεί για κάτι που δεν είναι παρά άλλο ένα απ’ τα πολλά καθήκοντά μας.
Κάπου κάπου ακούγονται μουρμούρες ότι είναι λάθος να εμπιστευόμαστε στους γέρους τα πιστόλια για το ράντισμα. Αφού το έθιμο είναι αρχαίο δεν μπορεί να είναι λάθος, αλλά καμιά φορά οι γέροι αφαιρούνται και σπαταλούν πολλή εσάνς φιδιού σ’ ένα μικρό τμήμα δρόμου ή πλατείας, ξεχνώντας ότι πρέπει να ραντίζουν όσο γίνεται μεγαλύτερη επιφάνεια. Τότε οι μανγκούστες επιτίθενται μανιασμένα στα ξερά φύλλα, τα μαζεύουν εν ριπή οφθαλμού και μας τα φέρνουν εκεί όπου περιμένουμε με τα τσουβάλια μας έτοιμα· μετά, όμως, τη στιγμή ακριβώς που πιστεύουμε ενδόμυχα ότι θα συνεχίσουν με την ίδια επιμονή, τις βλέπουμε να σταματάνε, να οσφραίνονται η μία την άλλη όλο ανησυχία, και μετά να παρατάνε τη δουλειά τους με εμφανή σημεία κόπωσης, ακόμα και αηδίας. Τότε ο εκπαιδευτής φυσάει τη σφυρίχτρα του και, για πολύ λίγο, καταφέρνει να βάλει τις μανγκούστες να μαζέψουν λίγα ακόμα φύλλα, αλλά δεν αργούμε ν’ αντιληφθούμε ότι το ράντισμα ήταν ανισομερές και ότι οι μανγκούστες έχουν δίκιο ν’ αρνούνται να εκτελέσουν ένα καθήκον που ξαφνικά έχει πάψει τελείως να τις ενδιαφέρει. Αν ήταν εξασφαλισμένη η συνεχής επάρκεια της εσάνς φιδιού, δε θα προκαλούνταν ποτέ τέτοιες τεταμένες καταστάσεις όπου οι γέροι, εμείς και ο δημοτικός επιθεωρητής αποδεικνυόμαστε κατώτεροι των περιστάσεων, πράγμα που μας στενοχωρεί αφάνταστα· όμως είναι γνωστό από αμνημονεύτων χρόνων ότι η ποσότητα της εσάνς μόλις και μετά βίας καλύπτει τις ανάγκες της εκστρατείας κι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι αποστολές στις ζούγκλες δεν εκπλήρωσαν το σκοπό τους, αναγκάζοντας το δήμο να προσφύγει στα πενιχρά αποθέματά του για να καλύψει την επόμενη εκστρατεία. Αυτή η κατάσταση εντείνει το φόβο ότι η επόμενη κινητοποίηση για τις ζούγκλες θ’ απαιτήσει μεγαλύτερο αριθμό επιστράτων, αν και η λέξη «φόβος» είναι προφανής υπερβολή, αφού η αύξηση του αριθμού των επιστράτων ανήκει στις κρατικές παραδόσεις, όπως άλλωστε και η ίδια η εκστρατεία, και κανείς δε θα τολμούσε να διαμαρτυρηθεί για κάτι που δεν είναι παρά άλλο ένα απ’ τα πολλά καθήκοντά μας. Μεταξύ μας, σπανίως συζητάμε για τις αποστολές στις ζούγκλες, κι όσοι επιστρέφουν από κει κρατούν το στόμα τους κλειστό, έχοντας πάρει σχετικό όρκο για τον οποίο επίσης δε γνωρίζουμε τίποτα. Είμαστε σίγουροι ότι οι Αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να μας απαλλάξουν από κάθε ανησυχία σχετικά με τις αποστολές στις ζούγκλες του βορρά, αλλά δυστυχώς κανείς δεν μπορεί να κάνει τα στραβά μάτια στις απώλειες. Χωρίς καμία διάθεση να προβούμε σε συμπεράσματα, είμαστε αναγκασμένοι, με τόσους συγγενείς και γνωστούς που χάνονται σε κάθε αποστολή, να υποθέσουμε ότι, κάθε χρόνο, η αναζήτηση φιδιών στις ζούγκλες συναντά σθεναρή αντίσταση από τους κατοίκους της όμορης χώρας και ότι οι συμπολίτες μας χρειάστηκε ν’ αντιμετωπίσουν, καμιά φορά με σοβαρές απώλειες, τη θρυλική σκληρότητα και μοχθηρία τους.
Παρ’ όλο που δεν το λέμε δημόσια, όλους μάς εξοργίζει το γεγονός ότι ένα έθνος που είναι ανίκανο να μαζέψει τα δικά του ξερά φύλλα, δε μας επιτρέπει να κυνηγήσουμε φίδια στις ζούγκλες του. Οι δικές μας Αρχές, κι αυτό δεν το αμφισβητήσαμε ποτέ, έχουν όλη την καλή διάθεση να εγγυηθούν ότι η είσοδος των αποστολών στη γειτονική επικράτεια δεν έχει άλλο κίνητρο κι ότι η αντίσταση που προβάλλεται οφείλεται αποκλειστικά σε μια ηλίθια και τελείως αδικαιολόγητη ξένη υπερηφάνεια.
Η γενναιοψυχία των Αρχών μας δεν έχει όρια, ακόμα και όταν πρόκειται για πράγματα που θα μπορούσε να διασαλεύσουν τη δημόσια τάξη. Γι’ αυτό και δε θα μάθουμε ποτέ –κι ούτε θέλουμε να μάθουμε, ας σημειωθεί αυτό– τι συμβαίνει στους ένδοξους τραυματίες μας. Μη θέλοντας, προφανώς, να μας φορτώσουν με άχρηστες ανησυχίες, οι Αρχές μας δημοσιοποιούν μόνο τον κατάλογο των σώων και αβλαβών μελών της αποστολής, καθώς και των νεκρών, που τα φέρετρά τους καταφθάνουν με το ίδιο στρατιωτικό τρένο που φέρνει πίσω τα μέλη της αποστολής και τα φίδια. Δύο μέρες αργότερα, οι Αρχές και ο πληθυσμός πηγαίνουν στο νεκροταφείο για να παραστούν στις κηδείες των πεσόντων. Έχοντας απορρίψει τη χυδαία λύση του κοινοταφίου, οι Αρχές μας θέλουν κάθε μέλος της αποστολής να έχει τον τάφο του, εύκολα αναγνωρίσιμο απ’ την ταφόπετρά του και τις επιγραφές που η οικογένεια σκάλισε πάνω του χωρίς τον παραμικρό περιορισμό· κι επειδή ο αριθμός των πεσόντων συνέχισε ν’ αυξάνει τα τελευταία χρόνια, ο δήμος απαλλοτρίωσε τα παρακείμενα οικόπεδα ώστε να επεκτείνει το νεκροταφείο. Μπορεί κανείς να φανταστεί πόσοι από μας φτάνουν στο νεκροταφείο το πρωί της πρώτης Νοεμβρίου για να τιμήσουν τους τάφους των νεκρών μας. Τότε, όμως, δυστυχώς, το φθινόπωρο έχει μπει για τα καλά, και τα ξερά φύλλα σκεπάζουν τους δρόμους και τους τάφους με τρόπο που είναι πολύ δύσκολο να βρεις το δρόμο σου· συχνά χανόμαστε τελείως και γυροφέρνουμε επί ώρες μέχρι να βρούμε τον τάφο που ψάχνουμε. Σχεδόν όλοι μας κρατάμε από μία σκούπα, κι έχει συμβεί να καθαρίζουμε απ’ τα φύλλα έναν τάφο που νομίζαμε ότι ανήκει σ’ έναν δικό μας νεκρό, για ν’ ανακαλύψουμε στη συνέχεια ότι κάναμε λάθος. Σιγά σιγά, όμως, βρίσκουμε τους τάφους μας, και το απογευματάκι μπορούμε να ξεκουραστούμε και ν’ ανακτήσουμε δυνάμεις. Κατά κάποιο τρόπο χαιρόμαστε που συναντήσαμε τόσο πολλές δυσκολίες να εντοπίσουμε τους τάφους μας, γιατί αυτό αποδεικνύει τη χρησιμότητα της εκστρατείας που θα ξεκινήσει το άλλο πρωί, και μας φαίνεται ότι οι νεκροί μας μας ενθαρρύνουν να μαζέψουμε τα ξερά φύλλα, κι ας μην μπορούμε εκείνη τη στιγμή να υπολογίσουμε σε τυχόν βοήθεια απ’ τις μανγκούστες, οι οποίες θα συμμετάσχουν την επομένη, όταν οι Αρχές θα διανείμουν τις νέες ποσότητες εσάνς φιδιού που θα έχουν αφιχθεί απ’ τις αποστολές μαζί με τα φέρετρα των νεκρών και που οι γέροι θα ραντίσουν μ’ αυτές τα ξερά φύλλα για να ’ρθουν μετά να τα μαζέψουν οι μανγκούστες.
Από τη συλλογή διηγημάτων, μικρών πεζών, ποιημάτων, σχολίων, φωτογραφιών και σκίτσων Ο γύρος της μέρας σε ογδόντα κόσμους [La vuelta al día en ochenta mundos (1967).