Η προσκύνηση του Τσάιλντ Χάρολντ

Στα δύο απο­σπά­σμα­τα που με­τα­φρά­ζο­νται εδώ, o Βύ­ρων συ­νε­χί­ζει την προ­σκύ­νη­σή του. Σα­γη­νεύ­ε­ται από την ελ­λη­νι­κή φύ­ση. Και σι­γά-σι­γά τρα­βά­ει προς το πε­πρω­μέ­νο Με­σο­λόγ­γι. Να θυ­μη­θού­με πως φεύ­γει από τον κό­σμο, εκεί, στο Με­σο­λόγ­γι, στις 19 Απρι­λί­ου του 1824, ημέ­ρα Δευ­τέ­ρα της Λα­μπρής.Στο πα­ρα­λή­ρη­μα των τε­λευ­ταί­ων ημε­ρών τού επα­νερ­χό­ταν συ­νε­χώς στην κό­ρη του Άντα — κα­θώς και στην Ελ­λά­δα και σε όλα όσα εί­χε κά­νει για τον Αγώ­να. Ο Γκά­μπα, πά­ντα αφο­σιω­μέ­νος, συ­μπε­ραί­νει ότι ακό­μη τον απα­σχο­λού­σε η υπό­θε­ση, ενώ ο Πάρ­ρυ επι­μέ­νει ότι εί­χε πε­ρι­πέ­σει σε σύγ­χυ­ση. Σε κά­ποιο διά­λειμ­μα διαύ­γειας, εί­πε τα ακό­λου­θα λό­για στον Γκά­μπα, ο οποί­ος και τα με­τέ­φρα­σε στα ιτα­λι­κά: io lascio qualche cosa dicaro nel mondo. Το τι εν­νο­ού­σε ακρι­βώς έχει απο­τε­λέ­σει ζή­τη­μα δια­φω­νιών. Όμως η φρά­ση εί­ναι ξε­κά­θα­ρη: «Αφή­νω κά­τι πο­λύ­τι­μο στον κό­σμο». Αν όχι τί­πο­τε άλ­λο, εί­ναι μια δή­λω­ση. Πα­ρ’ό­λα όσα εί­χαν συμ­βεί, ύστε­ρα από αυ­τούς τους μή­νες στην Ελ­λά­δα, και κα­θώς ο προ­σω­πι­κός του «πό­λε­μος» έφτα­νε στο τέ­λος του, ο Μπάι­ρον ήταν έτοι­μος να πα­ρα­δώ­σει στους επό­με­νους κά­τι πο­λύ­τι­μο, όχι μό­νο για τον ίδιο αλ­λά και για τους άλ­λους. Στον Δον Ζουάν, λί­γες μέ­ρες αφό­του εί­χε δει τη σο­ρό του Σέλ­λεϋ να πα­ρα­δί­δε­ται στις φλό­γες πε­ρι­βε­βλη­μέ­νος τη δό­ξα ενός αρ­χαί­ου Έλ­λη­να ήρωα, εί­χε γρά­ψει:

Θα πο­λε­μή­σω, έστω και με λέ­ξεις (και, αν η τύ­χη το θε­λή­σει, και με πρά­ξεις)…
——— ≈ ———
[ Δη­μή­τρης Κο­σμό­που­λος ]

Η προσκύνηση του Τσάιλντ Χάρολντ

XXXVI.

Αλ­λά να μην χρο­νο­τρι­βώ, ας γυ­ρί­σω στο τρα­γού­δι.
Βου­νά πολ­λά έχω ν’α­νε­βώ, για­λούς να πα­ρα­πλεύ­σω,
Τα μο­νο­πά­τια εί­ναι πολ­λά, κά­θ' ένα ένα λου­λού­δι
Χα­ρί­ζει στο τρα­γού­δι μου. Κα­θή­κον να το δρέ­ψω.
Χώ­ρες εξαί­σιας καλ­λο­νής μέλ­λε­ται να δια­βού­με
Πιο ωραί­ες απ’ την πιο όμορ­φη ονει­ρο­φα­ντα­σία,
Όταν ο στο­χα­σμός ατί­θα­σος την πλά­θει. Και θα δού­με
Τό­πους που υμνούν οι συγ­γρα­φείς, διά­κο­νοι ου­το­πί­ας,
Με πό­θο να δι­δά­ξου­νε τα­λαί­πω­ρους θνη­τούς,
Σε ποιο υψη­λό­τα­το σκο­πό δύ­να­νται ν’ απο­βλέ­πουν,
Αν, βέ­βαια, το πε­σμέ­νο τού­το γέ­νος εί­χε αυ­τούς
Που θα μπο­ρού­σα­νε καρ­πούς της δι­δα­χής να δρέ­πουν


XXXVII.

Φύ­ση, αγα­πη­μέ­νη μου και ιε­ρή Μη­τέ­ρα,
Τι κι αν αλ­λά­ζει αδιά­κο­πα, αγα­θή σου η μορ­φή:
Από τον χθό­νιο κόρ­φο σου θα πιω το άγιο νέ­κταρ
Μό­νο το γά­λα της Μη­τρός, την ιε­ρή τρο­φή.
Μ’ όλο που δεν με προί­κι­σες την μη­τρι­κή σου εύ­νοια
Κι από τα τέ­κνα σου τα προ­σφι­λή, δεν έχω εγώ στα­θεί.
Ω, πό­σο ωραία γί­νε­σαι, πέ­ρα από κά­θε έν­νοια,
Μέ­σα στην άγρια καλ­λο­νή σου, όταν γυ­μνω­θείς
Και χέ­ρι αν­θρώ­πι­νο κα­νέ­να, σι­μά σου δεν βρε­θεί.
Σε μέ­να πώς χα­μο­γε­λάς, την νύ­χτα, την ημέ­ρα,
Γι­’αυ­τό κι εγώ σου χά­ρι­σα αλ­λό­κο­τη λα­τρεία.
Πό­σο συ­χνά σε γύ­ρε­ψα σε μή­κη, πλά­τη, πέ­ρα,
Προ­πά­ντων σε στιγ­μές ορ­γής, με δί­ψα και μα­νία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: