Τα καμένα είναι πράγμα τυπικά νεοελληνικό σαν το Πάσχα στο χωριό και τα λόγια από καρδιάς. Λόφοι καμένοι και καμένα γενικώς γίνονται ένα ασταθές όριο των πόλεων και της ελληνικής υπαίθρου. Οι Ρωμιοί δεν πολυμιλούν γι’ αυτά. Κρύβονται στις ταβέρνες και τις χαρμολύπες. Τις νύχτες μόνον πατούν τα καμένα δοκιμαστικά σαν αίλουροι. Λένε με νόημα: «Αγάλι αγάλι θα γίνουν όλα». Επίσης: «Αδερφέ, όλα γίνονται». Οι τέχνες της Ανατολής!
———— ≈ ————
Πώς βρέθηκα να τριγυρνώ στα καμένα της Φέριζας; Μια κάποια έλλειψη ευλυγισίας. Τα μάτια συνηθίζουν στα καρβουνιασμένα δέντρα. Κάποιος άλλος θα τα έλεγε κι ωραία. Τα μάτια συνηθίζουν ως και τις καμένες χελώνες. Τα καύκαλα έχουν κάτι από πέτρα τώρα, μια φριχτή καταγωγή. Θα ήθελα όμως να πετούσαν πουλιά. Από την κορυφή της Φέριζας μπορείς πάντα να δεις τον Σαρωνικό. Ορίστε, θέα απεριόριστη, όπως λένε και στις αγγελίες ακινήτων· προς Σούνιο απ’ τη μια κι ως τη Σαρωνίδα απ’ την άλλη. Κι η Λεωφόρος Σουνίου μοιάζει κοντά ενώ είναι μακριά. Όταν περπατάς για ώρα σε καμένη γη ο προσανατολισμός αλλάζει απότομα. Ο περιπατητής βγαίνει απ’ τις γνωστές εκδοχές του τόπου. Όπως συμβαίνει στα πολύ βαθιά ταξίδια. Και τα καμένα στην Ελλάδα είναι ταξιδιάρικα. Ταξιδεύουν γιατί είναι διφορούμενα χωρίς μορφή και δίχως χρήση (ακόμη). Τα καμένα είναι ένας απόβλητος τόπος. Ούτε καν ερείπια. Αν κι η ιδιότητα του τόπου είναι ευφημισμός για τα καμένα· ο λόφος της Φέριζας είναι ένας πρώην τόπος και νυν άδηλος χώρος, ένας τόπος που ξανάγινε χώρος, μια διαστροφή της ιστορίας και της φύσης. Μοιάζει με κενό κοντέινερ αλλά δεν ξέρεις αν κοιτάς απέξω ή από μέσα. Δεν θυμάμαι από πού μπήκα. Ποιος μ’ έφερε. Θα χρειαστώ δυνάμεις να ξαναβγώ στην άσφαλτο.
———— ≈ ————
Τα παπούτσια πήραν μαύρες λάσπες. Τα δάχτυλα των ποδιών βουλιάζουν στα κατακάθια και παγώνουν. Σε τέτοια μέρη βλέπεις τη ζωή σου που έκαψε τις ρίζες της. Ονόματα και ριζώματα όπως: Αισχύλος, Μακρυγιάννης, Ελύτης, 1821 και άλλα μαζεμένα σε σχολεία και πανεπιστήμια βρίσκονται κάπου αλλού. Αλλά κι οι μαθημένες ρίζες δείχνονται αδύναμες σαν νυχτερίδες που ξαφνιάστηκαν απ’ το φως μέχρι θανάτου. Οι πατρίδες είναι αποτυχημένες προσπάθειες να πάψουμε να είμαστε ξένοι. Οι τόποι τα καταφέρνουν πιο καλά απ’ τις πατρίδες και ακόμη καλύτερα οι άνθρωποι που ερωτεύεσαι. Γι’ αυτό στις δύσκολες πορείες βρίσκουμε μέσα μας περασμένα σπίτια. Τα δωμάτιά τους γίνονται χέρια, πόδια, καρδιά.