Η Μπελ Επόκ, που προηγήθηκε της κόλασης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χαρακτηρίστηκε από τρία πράγματα: το αισιόδοξο πνεύμα, την εξωστρέφεια, καθώς και τις τεχνολογικές καινοτομίες που εφαρμόστηκαν εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη. Μία από αυτές αφορούσε τον Τύπο. Οι εφημερίδες έδειχναν έτοιμες να κάνουν το μεγάλο άλμα, επιχειρώντας, για πρώτη φορά, να κατακτήσουν το (πολύ ευρύτερο) λαϊκό αναγνωστικό κοινό. Μέχρι τότε ήταν πολύ ακριβές για το βαλάντιό του και, το κυριότερο, πολύ «σοβαρές» για τα γούστα του.
Η ριζοσπαστική αλλαγή που επρόκειτο να δημιουργήσει το σύγχρονο Τύπο ήταν κυρίως έργο μιας γαλλικής εφημερίδας. «Μικρής» σύμφωνα με τον τίτλο της, αλλά και τις διαστάσεις. Η Petit Journal υπήρξε πρόδρομος των σύγχρονων ταμπλόιντ, έχοντας διαστάσεις 43 Χ 30 εκ. Η εμφάνισή της, το Φεβρουάριο του 1864, έμελλε να αλλάξει τα πάντα. Ακολουθώντας το μοντέλο της αγγλικής Penny Illustrated Paper (1861), ο εκδότης Πολιντόρ Μιλό κυκλοφόρησε μια εφημερίδα που έφερε τα πάνω κάτω (για την ακρίβεια, τα κάτω πάνω) στον Τύπο. Η Petit Journal, με το εικονογραφημένο της ένθετο Le Petit Journal Illustrée, κέρδισε εξαρχής το στοίχημα απευθυνόμενη σε ένα κοινό μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων. που μέχρι τότε περί άλλων ετύρβαζε. Το αποτέλεσμα ήταν να αναρριχηθεί γρήγορα στην κλίμακα των πωλήσεων και στο γύρισμα του αιώνα να αριθμεί περισσότερους από 2 εκατομμύρια αναγνώστες. Το εντυπωσιακό νούμερο την ανέδειξε, το 1895, ως την εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ευρώπη.
Οι λόγοι της πρωτοφανούς εκδοτικής επιτυχίας ήταν τέσσερις: η χαμηλή τιμή πώλησης, οι εκτυπωτικές καινοτομίες, ο ρηξικέλευθος τρόπος διανομής και, κυρίως, η εικονογραφημένη ποικίλη ύλη, κατάλληλη για όλα τα γούστα. Η τιμή τής Petit Journal ήταν μόλις πέντε λεπτά, όταν οι άλλες εφημερίδες κόστιζαν το τριπλάσιο. Άλλος λόγος επιτυχίας ήταν η έμφαση στο χρώμα (σε μια ασπρόμαυρη, εκτυπωτικά, εποχή) με τη χρήση περιστροφικής πρέσας πολλαπλών χρωμάτων που είχε πρόσφατα κατασκευασθεί. Κατόπιν ήταν η διανομή, με την εφημερίδα να πηγαίνει να συναντήσει το κοινό, αντί να το περιμένει στα κιόσκια: Χιλιάδες πωλητές διαλαλούσαν το έντυπο στις εξόδους των εργοστασίων, στις υπαίθριες αγορές και σε πολυσύχναστους δρόμους, πολλαπλασιάζοντας θεαματικά την κυκλοφορία της. Τέλος –και σημαντικότερο- ήταν το περιεχόμενό της. Τα διάφορα γεγονότα της επικαιρότητας, με έμφαση στα «εξωτικά» και στα «αιματηρά» που μέχρι τότε αποτελούσαν αντικείμενο μιας βιοτεχνικής παραγωγής, έγιναν, χάρη σε αυτόν τον πολυμήχανο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) εκδότη, ο κινητήρας για μια πραγματική βιομηχανία του Τύπου.
Η Petit Journal παρουσίαζε από τις σελίδες της ένα πανόραμα της επικαιρότητας, εγχώριας και αλλοδαπής, με απεσταλμένους σε διάφορες γωνιές του πλανήτη. Η ύλη της αποτελούσε μείγμα ασήμαντων και σημαντικών ειδήσεων, με μια συνεχή εναλλαγή ανάλαφρων και δραματικών γεγονότων. Η εφημερίδα έπαιζε ταυτόχρονα σε δύο ταμπλό. Ήταν το έντυπο του «αίματος», αλλά και ένα έντυπο αφιερωμένο στις μικρές χαρές του ανθρώπινου βίου. Παράλληλα με τα άθλια δράματα και τις φοβερές εγκληματικές ενέργειες, παρουσίαζε τις πιο χαρούμενες στιγμές της καθημερινής ζωής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν δύο φύλλα, με χρονική απόσταση 6 χρόνων. «Οι απάχηδες διασκεδάζουν. Αφού ξεγύμνωσαν και έδεσαν ένα νέγρο, τον άσπρισαν με ριπολίνη» έγραφε στις 26 Ιουλίου 1907. Την αναπαράσταση του συμβάντος στο εξώφυλλο του ένθετου εικονογραφημένου, συνόδευε το ακόλουθο ρεπορτάζ στις εσωτερικές σελίδες: «Ένας Αλγερινός με στιλπνό μαύρο δέρμα, είχε πριν λίγες μέρες την ατυχία να γνωρίσει κάποιες γυναίκες ελαφρών ηθών και να τις ακολουθήσει στο σπίτι τους, στον οδό Κλισόν. Μόλις μπήκε μέσα, πετάχτηκαν δύο απάχηδες και ρίχτηκαν πάνω του. Αφού τον ξαλάφρωσαν από το ρολόι και τα χρήματά του, σκέφτηκαν να σκαρώσουν μια ωραία φάρσα. Έχοντας δέσει τον άτυχο Αλγερινό, του γύμνωσαν το στήθος και, προς μεγάλη διασκέδαση των γυναικών, άρχισαν να τον βάφουν με ένα παχύ στρώμα λευκής μπογιάς. Μετά, τον πέταξαν στο δρόμο. Με αυτή τη θλιβερή εικόνα, στη μέση μιας στρατιάς περιέργων, ο φτωχός νέγρος πήγε να πει τα όσα υπέστη στον επίτροπο της αστυνομίας».
Εντελώς διαφορετικό είναι το κλίμα (και η εικόνα) στο πρωτοσέλιδο της 19ης Οκτωβρίου 1913: «Η διάσωση των χελιδονιών. Ξαφνιασμένα από μια χιονοθύελλα στη διέλευση των Άλπεων, ένα μεγάλο σμήνος χελιδονιών μαζεύτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Βερνάρδου». Η σκηνή που αποδίδεται ρεαλιστικά στο εξώφυλλο, δίνει την σκυτάλη στις εσωτερικές σελίδες για την περιγραφή του ασυνήθιστου συμβάντος: «Οι καλόγεροι στη μεγάλη μονή του Αγίου Βερνάρδου δεν ασχολούνται μόνο με τη διάσωση των ταξιδιωτών που χάνονται στα χιόνια, έχοντας τη βοήθεια των διάσημων σκυλιών τους. Τυχαίνει επίσης να προσφέρουν φιλοξενία στα πουλιά. Πριν λίγες μέρες, εμφανίστηκε, ερχόμενο από το βορρά, ένα σύννεφο χελιδονιών που εφόρμησε στο μοναστήρι αναζητώντας άσυλο, ενώ έπεφτε πυκνό χιόνι. Αμέσως, οι μοναχοί άνοιξαν τις πόρτες και τα παράθυρα και όλοι οι χώροι γέμισαν από αυτά τα μικρά πουλιά, που ήταν εξαντλημένα από το κρύο, την πείνα και την κούραση. Πετούσαν παντού, στο ναό, στη μεγάλη τραπεζαρία, ακόμα και στα κελιά των μοναχών, οι οποίοι άναψαν μεγάλες φωτιές προκειμένου να ζεσταθούν τα φτωχά ζώα. Την επομένη, μετά από μία νύχτα ξεκούρασης και με τον καιρό να έχει βελτιωθεί, η πομπή των χελιδονιών ξανάρχισε την πτήση προς το νότο. Φαίνεται όμως ότι η βοήθεια που τους προσφέρθηκε δεν ήταν αρκετή, γιατί οι μοναχοί βρήκαν στην περιοχή εκατοντάδες πεθαμένα πουλιά, που άργησαν να φθάσουν στο μοναστήρι».
Η εικόνα υπήρξε ουσιώδες στοιχείο για να σαγηνεύσει ένα κοινό που δεν ήταν ακόμη εξοικειωμένο με την ανάγνωση, και του οποίου η φαντασία έπρεπε να εξαφθεί. Με το εικονογραφημένο ένθετο η εφημερίδα σηματοδότησε τις απαρχές ενός τύπου, που, για πρώτη φορά, βασίστηκε στο σοκ των εικόνων. Η απόδοση, με αξιοθαύμαστο ρεαλισμό, ενός αποκεφαλισμού στο μακρινό Σιάμ (21 Μαΐου 1911), ή κάποιου, θολού από καπνούς γαλλικού οπιοποτείου, του «νέου βίτσιου» σύμφωνα με τον τίτλο (5 Ιουνίου 1901), μαγνήτιζαν το κοινό. Τον αποκεφαλισμό στο Σιάμ κάλυψε ένας απεσταλμένος της εφημερίδας. Η επεξήγηση της πρωτοσέλιδης, σοκαριστικής εικόνας δινόταν στο ρεπορτάζ που τη συνόδευε. Οι αναγνώστες πληροφορούνταν ότι η φοβερή εκτέλεση έγινε στην πόλη Πιτσανουλόκ και οι λεπτομέρειές της ήταν «συγκλονιστικές», σύμφωνα με τον απεσταλμένο: «Ο κατάδικος, αφού παρακολούθησε τη βουδιστική λειτουργία στην παγόδα, μεταφέρθηκε στον τόπο της εκτέλεσης. Εκεί βρίσκονταν δύο φρουροί ντυμένοι, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, στα κόκκινα. Ένας από τους δύο, ο εκτελεστής, είχε κρυφτεί πίσω από θάμνους, ενώ ο άλλος είχε κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες που αφορούσαν το μελλοθάνατο. Είχε κόψει ένα μεγάλο φύλλο μπανανιάς και το είχε στρώσει στο έδαφος, για να καθίσει πάνω του ο κατάδικος και όχι καταγής. Κάτι που σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις θα τον διευκόλυνε στο μεγάλο ταξίδι». Ο ρεπόρτερ σημείωνε ότι η τελετή θανάτωσης διήρκεσε περίπου μια ώρα, καταλήγοντας με την κορύφωση του δράματος: «…Την κρίσιμη στιγμή, ο δήμιος που κρυβόταν πίσω από τους θάμνους πετάχτηκε και άρχισε ένα γρήγορο χορό στριφογυρίζοντας το σπαθί του, ενώ κατευθυνόταν προς το θύμα του. Το σπαθί υψώθηκε, η λεπίδα έλαμψε, και το κεφάλι έπεσε».