Καθώς προχωράει η χρονιά του εορτασμού των 200 χρόνων από το 1821, και οι δραστηριότητες της επιτροπής «Ελλάδα 2021» γίνονται ελαφρώς πιο αισθητές, ενώ πληθαίνουν και οι συζητήσεις και οι δημοσιεύσεις από διάφορους φορείς, σκέφτεται κανείς πόσο δύσκολο είναι να πετύχει το σωστό μίγμα λογικής και συναισθήματος, ιστορίας και μυθολογίας, που απαιτείται σε τέτοιες περιστάσεις. Φυσικά, δεν σκοπεύω να επιχειρήσω να προτείνω κάποια λύση σ’ αυτό το πρόβλημα. Απλά, αυτή η σκέψη μου έφερε στο νου κάποιον άλλον, πολύ σπουδαιότερον εμού, έναν Ιρλανδό, που απέφευγε να προτείνει λύσεις σε ζητήματα που θα τα αποκαλούσαμε «εθνικά».
Έτσι κι αλλιώς, η δική μας 200ή επέτειος συμπίπτει, σχεδόν, με την 100ή της Ιρλανδικής ανεξαρτησίας, που προέκυψε από τη συμφωνία του Λονδίνου στις 6 Δεκεμβρίου 1921. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε μια δεκάμηνη μεταβατική περίοδο υπό προσωρινή κυβέρνηση, μέχρι την επίσημη ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του «Ιρλανδικού Ελεύθερους Κράτους» (Irish Free State) που συνέβη ακριβώς ένα χρόνο αργότερα στις 6 Δεκεμβρίου του 1922.
Είχε προηγηθεί η Εξέγερση του Πάσχα το 1916 (24 Απριλίου), μια μάλλον πρόχειρα οργανωμένη κίνηση και χωρίς μεγάλη λαϊκή υποστήριξη, που καταπνίγηκε μέσα σε μια εβδομάδα – αλλά η βίαιη καταστολή της λειτούργησε ως καταλύτης, προκαλώντας ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης και μια ενδυνάμωση του απελευθερωτικού κινήματος, που οδήγησε στην συντριπτική νίκη του εθνικού ιρλανδικού κόμματος Σιν Φέιν στις εκλογές του 1918, όπου κέρδισε το 70% των εδρών στο σύνολο του νησιού (93% εκτός των προτεσταντικών περιοχών της νυν Βόρειας Ιρλανδίας), και στη συνέχεια στον αιματηρό πόλεμο της ανεξαρτησίας 1919-1921.
Η εξέγερση εκείνη του 1916 – που έχει περάσει και στη δική μας «λαϊκή παράδοση», μέσα από τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη για το έργο Ένας Ομηρος [The Hostage] του Ιρλανδού συγγραφέα Μπρένταν Μπίαν, σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα/Βούλας Διαμαντάκου («Ποιος δεν μιλά για την Λαμπρή») – πρόσφερε το έναυσμα στον μεγάλο ιρλανδό ποιητή Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς για τη συγγραφή ενός γοητευτικού και πολύ ενδιαφέροντος ποιήματος που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον ηρωισμό και την ματαιότητα της θυσίας, με τον λιτό τίτλο Πάσχα 1916 (Easter 1916), ένα ποίημα γνωστό για την αμφίθυμη μα και συνταρακτική επωδό: μια τρομερή ομορφιά γεννιέται (a terrible beauty is born).
Το ποίημα ξεκινά, θα έλεγε κανείς, μάλλον αποστασιοποιημένα και ψυχρά, αλλά βήμα-βήμα μοιάζει να θερμαίνεται, χωρίς όμως να αφήνεται να παρασυρθεί σε μια άνευ όρων εξύμνηση του αγώνα, πάντα θυμίζοντας το υπέρμετρο που γεννά η σύγκρουση, την υπερβολή της αγάπης (excess of love) ή της μακράς θυσίας που σκληραίνει τις καρδιές (too long a sacrifice can make a stone of the heart). Κι ίσως η πιο σπαρακτική στιγμή είναι εκεί όπου ο ποιητής αρχίζει να μιλά μεταφορικά για τη θυσία των συγκαιρινών του, που τους ονοματίζει μέσα στο ποίημα (μολονότι δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για κάποιους απ’ αυτούς), αναφερόμενος στη νύχτα που πέφτει, όμως αλλάζει γνώμη και μιλά ευθέως για τον θάνατο – που είναι αμετάκλητος, αλλά μήπως ήταν και μάταιος;
What is it but nightfall?
No, no, not night but death;
Was it needless death after all?
[Τι είναι παρά ο ερχομός της νύχτας; /Όχι, όχι, δεν είναι νύχτα μα θάνατος. /Μήπως ήταν θάνατος μάταιος τελικά;]
Και κλείνει το ποίημα, αφού αναφέρει τέσσερα ονόματα νεκρών, με αυτούς τους στίχους, με μια μετωνυμική πατριωτική αναφορά στην Ιρλανδία (το πράσινο χρώμα), αλλά κρατώντας πάντα την αμφιθυμία για τη θυσία των ανθρώπων:
Now and in time to be,
Wherever green is worn,
Are changed, changed utterly:
A terrible beauty is born.
[ Και τώρα και παντοτινά / Όπου το πράσινο φοριέται / Έχουν αλλάξει, αλλάξει οριστικά: / Μια τρομερή ομορφιά γεννιέται.
Ίσως δεν θα ήταν ολωσδιόλου άστοχη ο επισήμανση μιας εκλεκτικής συγγένειας μεταξύ της τρομερής ομορφιάς του Γέητς και της τρομερής κόψης του Σολωμού. ]
Όμως δεν είχα πρόθεση να μιλήσω για τον Γέιτς, με την αναφορά μου στην Ιρλανδική ανεξαρτησία, αλλά η εξέγερση της Λαμπρής με πήγε εκεί από μόνη της. Πρόθεσή μου ήταν να αναφερθώ στον άλλον, που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε Uilix Mac Leirtis [ ἠρωας του μεσαιωνικού Ιρλανδικού μύθου Merugud Uilix Mac Leirtis (Οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα γιου του Λαέρτη)], ή κατά κόσμον Τζέιμς Τζόις, που τα χρόνια εκείνα δούλευε το μεγαλόπνοο έργο του Ulysses, το οποίο εκδόθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1922, στα 40 γενέθλια του συγγραφέα και μέσα στη χρονιά της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας.
Βέβαια, όπως είναι γνωστό, ο Τζόις δεν ήταν τότε στην Ιρλανδία. Από το 1904 μέχρι το θάνατό του το 1941, ουσιαστικά έζησε αυτοεξόριστος στην Ευρώπη (Τεργέστη, Παρίσι, Ζυρίχη), με ελάχιστες και σύντομες επισκέψεις στην πατρίδα του, με τελευταία εκείνη του 1912. Ήδη από το πρώτο του μυθιστόρημα (Το Πορτρέτο του Καλλιτέχνη) έχει δηλώσει ότι, στη χώρα του, σου πετάνε δίχτυα για να σε εμποδίσουν να πετάξεις «κι εγώ θα προσπαθήσω να ξεφύγω από αυτά τα δίχτυα». Τα δίχτυα αυτά τα ονομάζει: εθνικότητα, γλώσσα και θρησκεία (nationality, language and religion).
O Τζόις ζει στην πατρίδα του μέσα στα γραπτά του. Από το 1914 γράφει τον αριστουργηματικό Οδυσσέα, που αναφέρεται στα συμβάντα μιας μέρας του 1904 στο Δουβλίνο. Έχουν περάσει δέκα χρόνια και γύρω του τώρα μαίνεται ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, αλλά ο Οδυσσέας βρίσκεται αλλού.
Κι εδώ σκέφτομαι μια παρατήρηση του Λούι Γκόλντινγκ στο βιβλίο του για τον Τζόις (το πρώτο –από όσο ξέρω– βιβλίο που γράφτηκε για τον μεγάλο Ιρλανδό συγγραφέα, το 1933). «Δεν γνωρίζω», λέει ο Γκόλντινγκ, «κανέναν άλλο καλλιτέχνη εκτός από τον Τζόις που να δούλεψε δημιουργικά στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου εντελώς ανεπηρέαστος από τα γεγονότα, λες κι ο Πόλεμος αυτός διεξάγονταν σε άλλο πλανήτη».
Πράγματι, ο Τζόις ήταν απόλυτα προσηλωμένος στα όσα τον είχαν διαμορφώσει από νωρίς στην Ιρλανδία της νιότης του και τα οποία δεν έπαψαν ποτέ να το απασχολούν. Έτσι, μοιάζει να αδιαφορεί για τα όσα συμβαίνουν γύρω του. Ένας τσακωμός, μας λέει ο Γκόλντινγκ, σε κάποιο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι της νιότης του για τον εθνικό Ιρλανδό ηγέτη Παρνέλ (1846-1891), χαράχτηκε στο νου του πολύ πιο βαθιά απ’ τις πολύνεκρες μάχες του Δυτικού Μετώπου.
Ίσως ακριβώς γι’ αυτό όμως έχει να μας πει κάτι συνταρακτικό για εκείνα τα «μεγαθέματα», την εθνικότητα, τη γλώσσα και τη θρησκεία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν τον Αύγουστο του 1918, η συντάκτρια του Journal de Genève Φανί Γκιγιερμέ τον προσκάλεσε να γράψει ένα άρθρο «απ’ τη σκοπιά ενός Δουβλινέζου» για τις εξελίξεις στην Ιρλανδία μετά το Πάσχα του 1916, εκείνος αρνήθηκε εξηγώντας (στα γαλλικά) πως
«το πρόβλημα της φυλής μου είναι τόσο περίπλοκο που χρειάζεται κανείς όλα τα μέσα μιας εύπλαστης τέχνης για να το σκιαγραφήσει – χωρίς να το λύσει. Είμαι της γνώμης ότι μια προσωπική διακοίνωση δεν μου επιτρέπεται πλέον. Περιορίζομαι να την πραγματοποιώ μέσω των σκηνών και των χαρακτήρων τής φτωχής μου δημιουργικότητας» [le problème de ma race est tellement compliqué qu’on a besoin de tous les moyens d’un art élastique pour l’esquisser—sans le résoudre. Je suis de l’avis qu’une prononciation personnelle ne m’est plus permis. Je suis contraint à la faire moyennant les scènes et les personnages de ma pauvre invention’].
Ma pauvre invention. Αυτό είναι όλο που μπορεί να προσφέρει ο καλλιτέχνης για να ερμηνεύσει τη μεγάλη κίνηση της ιστορίας. Βέβαια είναι αυτονόητο ότι μέσα από την τέχνη μπορεί να αναδειχτεί η πολυπρισματικότητα, η αμφισημία, το διφορούμενο που ενοικούν στα ιστορικά (ή και καθημερινά) δρώμενα αλλά και στην πρόσληψή τους, καθώς και η πάντοτε ενδεχόμενη αμφιθυμία του καθενός απέναντι σε ιστορικά (ή και καθημερινά) πρόσωπα και γεγονότα. Έτσι μπορεί να θεωρηθεί ως προνομιακό μέσο για την προσέγγιση πολύπλοκων συμβάντων.
Κι είναι ένα καλό αντίδοτο στις περιπτώσεις όπου τα δίχτυα που αναφέρει ο συγγραφέας στο «Πορτραίτο», επιχειρούν να απλουστεύσουν τα συμβάντα αυτά.
Όμως, όπως υπονοήσαμε στο ξεκίνημα τούτου του σημειώματος, χρειάζεται και η απλούστευση, κι αυτό για να μπορέσουμε κάποια στιγμή, έστω και φευγαλέα, να βάλουμε μια τάξη στο απροσδιόριστο συνεχές της εμπειρίας μας.
Ακόμα και ο Τζόις, που απαγόρευε στον εαυτό του τις προσωπικές δηλώσεις για τα γεγονότα, έκανε χρήση της απλούστευσης, που έχει μια εξαιρετική δύναμη όταν είναι επιτυχημένη.
Έτσι, όταν κάποιος τον ρώτησε αν προσβλέπει σ’ ένα ανεξάρτητο ιρλανδικό κράτος απάντησε:
«Γιατί; Για να μπορέσω να δηλώσω ως ο πρώτος του εχθρός;»