«Phoenix» (2014), του Cristian Petzold

«Phoenix» (2014), του Cristian Petzold

Εί­ναι γνω­στή εκεί­νη η ιστο­ρία με τον Τσάρ­λι Τσά­πλιν που πή­ρε μέ­ρος σε δια­γω­νι­σμό για σω­σί­ες του Τσάρ­λι Τσά­πλιν και ήρ­θε τρί­τος. Κά­ποιοι άλ­λοι, έμοια­ζαν πε­ρισ­σό­τε­ρο στον Τσά­πλιν απ’ ό,τι έμοια­ζε ο ίδιος στον εαυ­τό του. Εί­μα­στε, λοι­πόν, πά­ντο­τε ίδιοι κι απα­ράλ­λα­χτοι με τον εαυ­τό μας; Φαί­νε­ται πως όχι. Τι εί­ναι αυ­τό που μας πεί­θει ότι υπάρ­χει κά­τι από­λυ­τα ανάλ­λα­κτο και στα­θε­ρό, κά­τι που μέ­ρα με τη μέ­ρα πα­ρα­μέ­νει το ίδιο και δεν δια­φο­ρο­ποιεί­ται, που δεν με­τα­τρέ­πε­ται σε κά­τι (ανε­παί­σθη­τα ίσως) «άλ­λο» και το ονο­μά­ζου­με «εαυ­τό μας»; Ο Ζιλ Ντε­λέζ απά­ντη­σε πως αι­τία αυ­τής της ψευ­δαί­σθη­σης εί­ναι η επα­νά­λη­ψη. Εμπνε­ό­με­νος από τις ιδέ­ες που εκ­θέ­τει ο Νί­τσε στη Βού­λη­ση για Δύ­να­μη, ο Γάλ­λος στο­χα­στής επέ­μει­νε ότι ο μό­νος λό­γος για τον οποίο η αν­θρω­πό­τη­τα πι­στεύ­ει στη στα­θε­ρό­τη­τα των ου­σιών και των αντι­κει­μέ­νων, εί­ναι η επα­νά­λη­ψη «πα­ρό­μοιων» πραγ­μά­των, φαι­νο­μέ­νων, αι­σθή­σε­ων. Αν τα αντι­λη­πτι­κά μας όρ­γα­να ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ακο­νι­σμέ­να και ικα­νά να συλ­λαμ­βά­νουν τις αδιό­ρα­τες και λε­πταί­σθη­τες αλ­λα­γές που επι­συμ­βαί­νουν κά­θε στιγ­μή, δεν θα εί­χα­με την αφέ­λεια να πι­στεύ­ου­με ού­τε στο «υπο­κεί­με­νο» (το Εγώ μας), ού­τε στα αντι­κεί­με­να. Το ότι κά­τι επα­να­λαμ­βά­νε­ται την επό­με­νη στιγ­μή, «πα­ρό­μοιο» με αυ­τό που ήταν την προη­γού­με­νη, κα­θό­λου δεν απο­δει­κνύ­ει ότι πρό­κει­ται για το ίδιο πράγ­μα. Επο­μέ­νως, μο­νά­χα η συ­νή­θεια μάς πεί­θει ότι δια­θέ­του­με «έναν» εαυ­τό. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν εί­μα­στε πα­ρά μια πολ­λα­πλό­τη­τα εαυ­τών που πα­ρα­πλα­νη­τι­κά εν­δύ­ε­ται το προ­σω­πείο της ενό­τη­τας.

Στην εν­δε­χο­μέ­νως κα­λύ­τε­ρη ται­νία όλων των επο­χών, τον «Δε­σμώ­τη του Ιλίγ­γου», ο Άλ­φρεντ Χί­τσκοκ προ­σέγ­γι­σε (με ακρί­βεια ψυ­χα­να­λυ­τή και έμπνευ­ση φι­λο­σό­φου), τού­το το επι­κίν­δυ­να πε­ρί­πλο­κο ζή­τη­μα. Ένας άν­δρας ερω­τεύ­ε­ται την ψεύ­τι­κη εκ­δο­χή μιας γυ­ναί­κας, ένα «προ­σω­πείο» της, κι έπει­τα ζη­τά από την πραγ­μα­τι­κή γυ­ναί­κα να ται­ριά­ξει σ’ αυ­τή την φα­ντα­σια­κή ει­κό­να με την οποία του πρω­το­πα­ρου­σιά­στη­κε. Πα­σχί­ζει να την ται­ριά­ξει στον «εαυ­τό της», να την «δια­λύ­σει» μέ­σα στο ψέ­μα που ο ίδιος πι­στεύ­ει για αλή­θεια. Δεν εί­ναι μό­νο μια συ­γκλο­νι­στι­κή αλ­λη­γο­ρία για τις με­τα­μορ­φω­τι­κές διερ­γα­σί­ες του Έρω­τα αυ­τό το εμ­βλη­μα­τι­κό φιλμ. Υπο­πτεύ­ε­ται κά­τι πο­λύ πιο μεί­ζον: ότι δεν υπάρ­χει εαυ­τός, πα­ρά μο­νά­χα «ει­κό­νες» του εαυ­τού, που­θε­νά «μία» αλή­θεια του υπο­κει­μέ­νου αλ­λά απο­κλει­στι­κά και μό­νο θραύ­σμα­τα αυ­τού του κρά­μα­τος πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και ψευ­δαί­σθη­σης που εί­ναι η μορ­φή με την οποία ο κα­θέ­νας μας πα­ρου­σιά­ζε­ται στους άλ­λους και στη συ­νεί­δη­σή του. O «Σκό­τι» του Τζέιμς Στιού­αρτ, πο­θεί μέ­σω της επα­νά­λη­ψης, να δη­μιουρ­γή­σει μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ου­σιών και να την κα­τοι­κή­σει. Επει­δή διαι­σθά­νε­ται το ψέ­μα κά­θε εαυ­τού (δη­λα­δή κά­θε αδια­φο­ρο­ποί­η­της ου­σί­ας), πα­σχί­ζει να κα­τα­σκευά­σει μια αλή­θεια μέ­σω του πολ­λα­πλα­σια­σμού της «πα­ρό­μοιας» φαι­νο­με­νι­κό­τη­τας -του αρ­κεί αυ­τή η φαι­νο­με­νι­κό­τη­τα να «μοιά­ζει» σε ό,τι προ­ϋ­πήρ­ξε για να κα­τα­στεί αλη­θι­νή. «Ίλιγ­γο» του προ­κα­λεί αυ­τή η σπεί­ρα επα­νά­λη­ψης-δια­φο­ράς (πά­λι ο Ντε­λέζ), μέ­σα στην οποία έχει πέ­σει και χά­νε­ται. Ο έρω­τας, το σι­νε­μά, η ίδια η ζωή, εί­ναι επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες φαι­νο­με­νι­κό­τη­τες που πα­ρά­γουν απο­τε­λέ­σμα­τα «αλή­θειας», να τι λέ­ει -σε αδρές γραμ­μές- ο «Δε­σμώ­της του Ιλίγ­γου». Κά­ποιοι δεν αντέ­χουν να πε­ρι­στρέ­φο­νται μέ­σα σε τέ­τοιες δί­νες ει­κό­νων και ση­μεί­ων, με απο­τέ­λε­σμα να πλη­ρώ­νουν με τη ζωή τους αυ­τή την αδυ­να­μία να γί­νουν «ίδιοι» με τον «εαυ­τό» τους, να ται­ριά­ξουν στο κα­λού­πι «πραγ­μα­τι­κό­τη­τας» που απαι­τεί ο κό­σμος να ανα­πα­ρά­γουν (έτσι ο θά­να­τος της Μα­ντε­λάιν/ Τζού­ντι πρέ­πει κι αυ­τός να επα­να­λη­φθεί για να γί­νει πραγ­μα­τι­κός θά­να­τος -δια­φο­ρε­τι­κά θα πα­ρα­μεί­νει ένα όνει­ρο που ανα­κυ­κλώ­νε­ται, μια ατέρ­μο­νη ψευ­δαί­σθη­ση, όπως το σι­νε­μά).


Πά­νω στις με­τα­φυ­σι­κές ενο­ρά­σεις του «Δε­σμώ­τη…», ο Κρί­στιαν Πέ­τζολντ, ίσως ο πιο εν­δια­φέ­ρων Γερ­μα­νός σκη­νο­θέ­της των και­ρών μας (και οπωσ­δή­πο­τε από τους κα­λύ­τε­ρους στο ευ­ρω­παϊ­κό σι­νε­μά σή­με­ρα), χτί­ζει ένα υπαρ­ξια­κό αι­σθη­μα­τι­κό δρά­μα που κι αυ­τό φο­ρά ένα προ­σω­πείο (του φιλμ νουάρ) ή, μάλ­λον, «αλ­λά­ζει πρό­σω­πο», όπως η ηρω­ί­δα του για να δο­κι­μά­σει την ικα­νό­τη­τα του θε­α­τή να πα­ρα­τη­ρεί και να αντι­λαμ­βά­νε­ται όσα βρί­σκο­νται κά­τω από το πρώ­το επί­πε­δο της πλο­κής. H Nelly, μια εύ­πο­ρη Γερ­μα­νο­ε­βραία που συ­νε­λή­φθη και κα­τέ­λη­ξε σε στρα­τό­πε­δο συ­γκέ­ντρω­σης λί­γο με­τά την ανά­κρι­ση του συ­ζύ­γου της από τους Να­ζί, επι­στρέ­φει με το πρό­σω­πο κα­τε­στραμ­μέ­νο στο –επί­σης κα­τε­στραμ­μέ­νο– Βε­ρο­λί­νο. Η κα­λύ­τε­ρή της φί­λη τα έχει ετοι­μά­σει όλα για να φύ­γουν στην Πα­λαι­στί­νη, αλ­λά η Nelly (η οποία έχει απο­κτή­σει ένα και­νούρ­γιο πρό­σω­πο με­τά από πλα­στι­κή επέμ­βα­ση), δεν φαί­νε­ται δια­τε­θει­μέ­νη να φύ­γει αν δεν δει πρώ­τα τον άντρα της. Εκεί­νον που –κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα– την πρό­δω­σε. Όχι για να τον εκ­δι­κη­θεί ή να του ζη­τή­σει εξη­γή­σεις αλ­λά επει­δή τον αγα­πά­ει. Ακό­μα. Πα­ρά τα όσα της λέ­ει η φί­λη της, πα­ρά τις απο­δεί­ξεις που της προ­σκο­μί­ζει για την προ­δο­σία του. Τον αγα­πά­ει μ’ ένα συ­ναί­σθη­μα από­λυ­το, ολο­κλη­ρω­τι­κό, τυ­φλό και κου­φό στις επι­τα­γές της λο­γι­κής (όπως πρέ­πει να εί­ναι η αγά­πη όταν αξί­ζει τ’ όνο­μά της). Τον αγα­πά­ει για­τί, ακό­μα κι αν αυ­τός την έστει­λε στο στρα­τό­πε­δο συ­γκέ­ντρω­σης, αυ­τός την κρά­τη­σε και ζω­ντα­νή εκεί μέ­σα. Όχι ο ίδιος ακρι­βώς, αλ­λά ο έρω­τάς της γι’ αυ­τόν.

Ο έρω­τας, η μό­νη δύ­να­μη που μπο­ρεί να αντι­πα­ρα­τε­θεί στον θά­να­το, ακό­μα και να τον νι­κή­σει, την σπρώ­χνει να τον βρει, να τον ξα­να­δεί έστω και για λί­γο. Μό­λις τον συ­να­ντά­ει, όμως, εκεί­νος (σί­γου­ρος κα­θώς εί­ναι ότι η γυ­ναί­κα του σκο­τώ­θη­κε στο στρα­τό­πε­δο συ­γκέ­ντρω­σης) την περ­νά­ει για άλ­λη. Θε­ω­ρεί πως πρό­κει­ται για κά­ποια που απλώς της μοιά­ζει πο­λύ. Κι έτσι προ­σπα­θεί να την πεί­σει να υπο­δυ­θεί την Nelly για να μπο­ρέ­σουν μα­ζί να πά­ρουν την πε­ριου­σία της – την πε­ριου­σία που ο ίδιος δεν μπο­ρεί να διεκ­δι­κή­σει για­τί λί­γο πριν τη σύλ­λη­ψή της από τους να­ζί, εί­χε βγά­λει κρυ­φά το δια­ζύ­γιο. Ο Πέ­τζολντ δεν μας αφή­νει στιγ­μή να αμ­φι­βάλ­λου­με για την ενο­χή του. Δεν αφή­νει στιγ­μή την πα­ρα­μι­κρή υπό­νοια να πλα­νά­ται ότι ο Τζό­νι μπο­ρεί να εί­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από ένα κυ­νι­κό, φι­λο­χρή­μα­το κά­θαρ­μα, ένας και­ρο­σκό­πος που πο­τέ δεν την αγά­πη­σε πραγ­μα­τι­κά. Αλ­λά το τι πι­στεύ­ου­με εμείς, οι άλ­λοι, οι λο­γι­κοί, δεν έχει κα­μία ση­μα­σία. Ση­μα­σία έχει τι (θέ­λει να) πι­στεύ­ει η Nelly. Και η Nelly θα δε­χτεί να υπο­δυ­θεί μια άλ­λη που υπο­δύ­ε­ται τη Nelly, θα παί­ξει τη φάρ­σα της με­ταμ­φί­ε­σης στον ίδιο της τον εαυ­τό, μό­νο και μό­νο για να απο­δεί­ξει στη συ­νεί­δη­σή της αυ­τό που –ξε­ρο­κέ­φα­λα, φα­να­τι­κά, πα­ρά­λο­γα– η καρ­διά της επι­μέ­νει να θε­ω­ρεί αλή­θεια: ότι ο Τζό­νι την αγά­πη­σε και την αγα­πά­ει, ότι δεν την πρό­δω­σε.

Το «Phoenix» εί­ναι μια σπου­δαία ψυ­χο­λο­γι­κή με­λέ­τη χα­ρα­κτή­ρα κι ένα σα­ρω­τι­κό ερω­τι­κό έρ­γο πά­νω στο πα­ρά­λο­γο –και τη με­γα­λο­σύ­νη– της αγά­πης, χά­ρη στη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση αυ­τής της υπέ­ρο­χης ηρω­ί­δας. Την οποία η Νί­να Χος απο­δί­δει με σπα­ρα­κτι­κή ευ­θραυ­στό­τη­τα, μ’ αυ­τά τα φευ­γα­λέα, όλο λα­τρεία, κοι­τάγ­μα­τα στον Τζό­νι, με τα αδιό­ρα­τα χα­μό­γε­λα μιας χα­ράς που την πλημ­μυ­ρί­ζει, για­τί τον ξα­να­βρή­κε, αλ­λά που πρέ­πει να του κρύ­ψει για να μην προ­δο­θεί, με τον τρό­πο που πε­ρι­φέ­ρε­ται αμή­χα­νη και τρο­μαγ­μέ­νη σ’ έναν κό­σμο τον οποίο μοιά­ζει ανί­κα­νη πλέ­ον να απο­δε­χτεί ως εντε­λώς πραγ­μα­τι­κό (θυ­μί­ζο­ντας αυ­τό που γρά­φει ο Μπόρ­χες στο αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό του δι­ή­γη­μα, «Ο αθά­να­τος»: «Ο λό­γος που απο­δε­χό­μα­στε τό­σο εύ­κο­λα την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μπο­ρεί να έχει να κά­νει με το ότι κα­τά βά­θος διαι­σθα­νό­μα­στε πως τί­πο­τα δεν εί­ναι πραγ­μα­τι­κό»). Εί­ναι κι ένα κα­τα­πλη­κτι­κό φι­λο­σο­φι­κό σχό­λιο για το «γί­γνε­σθαι εαυ­τός», για την αδυ­να­μία να υπο­δυ­θείς πει­στι­κά την ίδια σου την αλή­θεια, για την ανά­γκη επα­νά­λη­ψης του ιδιού του Εγώ (τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των πα­ρό­μοιων Εγώ, θα έλε­γε ο Νί­τσε) που έτσι απο­κτά πει­στι­κή υπό­στα­ση, τό­σο πο­λύ μέ­σα στο χι­τσκο­κι­κό πνεύ­μα που φα­ντά­ζε­σαι τον μετρ του σα­σπένς να χει­ρο­κρο­τεί από εκεί πά­νω. Επί­σης εί­ναι (όπως πο­λύ σω­στά έχει επι­ση­μά­νει ο εκλε­κτός Αχιλ­λέ­ας Πα­πα­κων­στα­ντής), μια θε­σπέ­σια αλ­λη­γο­ρία για την ανά­γκη της Γερ­μα­νί­ας με­τά τον πό­λε­μο να εμ­φα­νι­στεί με άλ­λο πρό­σω­πο στον κό­σμο και πα­ράλ­λη­λα μια ευ­φυ­έ­στα­τη νύ­ξη στις τα­ξι­κές δια­στά­σεις του εθνι­κο­σο­σια­λι­σμού (η Nelly εί­ναι πλού­σια, ο σύ­ζυ­γός της προ­λε­τά­ριος καλ­λι­τέ­χνης που πα­λεύ­ει για την επι­βί­ω­ση), έναν λό­γο που ο φα­σι­σμός κι η ακρο­δε­ξιά βρί­σκουν στα­θε­ρά έρει­σμα στην λαϊ­κή κοι­νω­νι­κή βά­ση και τις οι­κο­νο­μι­κά ασθε­νέ­στε­ρες τά­ξεις.

Κι αυ­τό το πο­λυ­ε­πί­πε­δο πε­ριε­χό­με­νό του έρ­γου του, ο Πέ­τζολντ το ζω­ντα­νεύ­ει με μια σκη­νο­θε­σία-αρα­βούρ­γη­μα, τό­σο ελε­γεια­κή στον τό­νο, τό­σο κομ­ψή και προ­σεγ­μέ­νη στις τε­χνι­κές της λε­πτο­μέ­ρειες (ο ήχος του φιλμ, κό­βει την ανά­σα), που νιώ­θεις να με­θάς με σι­νε­μά. Στο συ­γκλο­νι­στι­κό φι­νά­λε δε, όπου η με­γα­λειώ­δης Νί­να Χος κι ο –επί­σης εξαι­ρε­τι­κός– Ronald Zehrfeld, κο­ρυ­φώ­νουν αμ­φό­τε­ροι την εσω­τε­ρι­κό­τη­τα της τέ­λειας υπο­κρι­τι­κής τους (η οποία δεν χρειά­ζε­ται τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο από τα βλέμ­μα­τα και τον βου­βό –αλ­λά τό­σο γλα­φυ­ρό– διά­λο­γό τους για να σου σπα­ρά­ξει τα σω­θι­κά), όλα όσα χρειά­ζε­ται να ει­πω­θούν, λέ­γο­νται μ’ ένα τρα­γού­δι. Την αγά­πη­σε πο­τέ ο προ­δό­της Τζό­νι; Έστω και για μια στιγ­μή, ένιω­σε αη­δία για τον εαυ­τό του και την πρά­ξη του; Ο Πέ­τζολντ δεν απα­ντά­ει. Δεν τον εν­δια­φέ­ρουν τα βά­θη της ψυ­χής του Τζό­νι, φαί­νε­ται πως απο­δέ­χε­ται έναν αλά Σαρτρ υπαρ­ξι­σμό, σύμ­φω­νά με τον οποίο δεν έχει κα­μία ση­μα­σία τι λέ­με (στους άλ­λους, στον εαυ­τό μας) ή τι νιώ­θου­με, αλ­λά μο­νά­χα αυ­τό που κά­νου­με. Κι ο Τζό­νι, στα μά­τια των άλ­λων, «αντι­κει­με­νι­κά» θα εί­ναι πά­ντα προ­δό­της (όπως η Γερ­μα­νία που δεν θα μπο­ρέ­σει πο­τέ να ξε­χά­σει ή να αλ­λά­ξει την αλή­θεια της να­ζι­στι­κής φρί­κης, με όποιο «πρό­σω­πο» κι αν δια­λέ­ξει να εμ­φα­νι­στεί μπρο­στά στην Ιστο­ρία). Ση­μα­σία έχει η Nelly, μο­νά­χα αυ­τή. Που έχει πλέ­ον κα­τα­λά­βει, το βλέ­πεις τη στιγ­μή που τρα­γου­δά­ει, δεν πι­στεύ­ει πια σε ψέ­μα­τα, δεν δια­τη­ρεί μια ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας αμ­φι­βο­λία, δεν «κρα­τιέ­ται» πια από τον πε­θα­μέ­νο της έρω­τα. Αλ­λά αυ­τός ο έρω­τας την κρά­τη­σε ζω­ντα­νή – κι αυ­τό μο­νά­χα με­τρά­ει στο τέ­λος. Αυ­τός της επέ­τρε­ψε να αντέ­ξει και να ανα­γεν­νη­θεί από τις στά­χτες της – σαν άλ­λος φοί­νιξ. Το ότι η αγά­πη (κά­ποια στιγ­μή) πε­θαί­νει, το ότι δεν κρα­τά­ει για πά­ντα ή όσο θα θέ­λα­με, κα­θό­λου δεν μειώ­νει την αξία της ως όρου ζω­ής και μο­να­δι­κής προ­ϋ­πό­θε­σης επι­βί­ω­σης σ’ ένα σύ­μπαν που μό­νι­μα πο­λιορ­κεί­ται από το κα­κό και τον θά­να­το. Έτσι, ακό­μα κι ο προ­δό­της κα­θα­γιά­ζε­ται στο τέ­λος. Έστω κι αν δεν αξί­ζει τί­πο­τα άλ­λο, ενέ­πνευ­σε την τρυ­φε­ρό­τη­τα ενός υπέ­ρο­χου πλά­σμα­τος. Αυ­τή η επί­γνω­ση, θα εί­ναι η πιο σκλη­ρή τι­μω­ρία για εκεί­νον.

Κι έτσι κα­τα­λα­βαί­νεις πού το πή­γαι­νε εξαρ­χής ο Πέ­τζολντ σ’ αυ­τό το ανα­τρι­χια­στι­κό αρι­στούρ­γη­μα, και υπο­κλί­νε­σαι με δά­κρυα στα μά­τια: μό­νο η αγά­πη δί­νει στον –κα­τε­στραμ­μέ­νο– κό­σμο, ένα κα­λύ­τε­ρο πρό­σω­πο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: