Ο/Η συγγραφέας βουτά στο σώμα της ζωής, ψάχνει στο δέρμα μα και στην άβυσσο του εαυτού και των άλλων∙ γράφοντας συναντά, συνομιλεί, παλεύει με θεούς και δαίμονες, δίνει και παίρνει, μπορεί περισσότερο να χάνει στη στιγμή, κερδίζει όμως, ίσως, στον χρόνο, δίνεται και συνεπαίρνεται από τη δίνη που τον ενώνει νοερά με τους άλλους. Ο/Η συγγραφέας επιλέγει να γίνει αυτό που είναι «με όλα τα συστήματα να τον αντιμάχονται», όπως γράφει η ποιήτρια (Σαμαρά 2019) χαράσσοντας τις δικές του/της λέξεις πάνω στο μουσκεμένο από τα δάκρυά του/της χαρτί – κάθε λέξη, λουλούδι και ξίφος.
Μονόδρομος η δημοσίευση που ακολουθεί, που ασκεί τον/τη συγγραφέα στην έκθεση και η έκδοση, που επιτρέπει μια πιο ολοκληρωμένη κατάθεση ψυχής στον χωροχρόνο∙ που δίνει τη δυνατότητα –για όσον καιρό κρατάει το μελάνι της– του μοιράσματος της ελάχιστης ή της μέγιστης συγγραφικής σοδειάς με τους συνανθρώπους∙ της ανάληψης της ευθύνης της αλληλεπίδρασης με τους άλλους σκέψη με σκέψη, αλλά και σώμα με σώμα – γιατί η σκέψη σ’ ένα σώμα πάντα γεννάται, σ’ αυτό ξεχειλίζει και από αυτό εκπορεύεται, για να συνευρεθεί με τα άλλα σώματα.
Είναι αλήθεια, πως κάθε σελίδα θεάτρου και λογοτεχνίας είναι μια ιδιωτική χάρτινη σκηνή, όπου ξεδιπλώνονται πάθη και καημοί, παίζονται δράματα και κωμωδίες μπροστά στα μάτια του ευφάνταστου αναγνωστικού κοινού, το οποίο, με τη σειρά του, επινοεί, προσθέτει, προεκτείνει, ερμηνεύει, σκηνοθετεί και απολαμβάνει, στο τέλος, τη δική του κειμενική εκδοχή (Μυλωνά 2013).
Τα περισσότερα όμως κείμενα, θεατρικά, ποιητικά, αφηγηματικά, ίσως να τελειώνονται με τη σκηνική αναπαράσταση που τους ταιριάζει· με φωνή, ίσως, ακούγονται καλύτερα η μελωδία, ο θόρυβος, το κλάμα, το χαμόγελο και η σιωπή τους. Το κείμενο ζυγίζεται στη σκηνή από την ανάσα του αποδέκτη κυριολεκτικά, καθώς συντονίζεται ο ρυθμός του αφηγημένου από τον/την συγγραφέα λόγου με τον ρυθμό της καρδιάς των ζωντανών ανθρώπων, όχι μόνο του ενός αλλά του συνόλου, διαμεσολαβητών-ηθοποιών και αποδεκτών-θεατών – έτσι, γίνεται ολοκληρωμένη σωματική εμπειρία, βίωμα συλλογικό και μεθεκτικό. Γιατί το θέατρο εκφράζει τη θαυμαστή δύναμη της κοινότητας να μιλά δυνατά και καθαρά κάτω από τον ανοιχτό ουρανό με τα χέρια, επίσης, ανοιχτά∙ να μιλά με πρόσωπο στον θεό, τον φίλο και τον εχθρό, ακόμα κι αν γι’ αυτό χρειάζεται θεατρικό προσωπείο∙ να συγκινείται και να στοχάζεται –θυμάμαι το Μιλήτου άλωσις του Φρύνιχου∙ να αντιστέκεται ηρωικά– υπενθυμίζω τη σοφόκλεια Αντιγόνη∙ να καταγγέλλει και ν’ αντιπροτείνει – αγαπάω τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη. Το θέατρο αποτελεί την έκφραση του δημοκρατικού διαλόγου, γι’ αυτό όταν περιορίζεται, συρρικνώνεται, απαγορεύεται, αυτό που διακυβεύεται είναι, εντέλει, η δημοκρατία. Και αυτή είναι η τραγωδία της σύγχρονης εποχής της κοινωνικής αποστασιοποίησης, ήτοι του ουσιαστικά κατ’ οίκον περιορισμού και εγκλεισμού, της αποπροσωποποίησης του μασκοφορεμένου ανθρώπου.
Μήπως, λοιπόν, ήρθε το τέλος; Το τέλος του θεάτρου;
Όχι. Όσο η ανθρωπότητα συνεχίζει να δίνει τον αγώνα της επιβίωσής της, το θέατρο δεν σταματά∙ κινείται. Βρίσκει τρόπους, παλαιούς που ξεχάστηκαν, κλασικούς που δοκιμάστηκαν αλλά και νέους, ολόφρεσκους που υπόσχονται και συνεχίζει ξανά και ξανά τη (σπειροειδή;) εξέλιξή του – καθοριστικός, βέβαια, ο ρόλος των νέων σ’ αυτή φύσει και θέσει.
Αυτή την κρίσιμη στιγμή, οι άνθρωποι του θεάτρου νιώθουν επιτακτική την ανάγκη να υποστηρίξουν την τέχνη τους. Το ίδιο και ο/η συγγραφέας, που με το προηγούμενο σκεπτικό ανήκει σ’ αυτούς είτε γράφει θέατρο είτε όχι – δεν γίνεται μνεία εξωσκηνικής υποστήριξης (με συνεντεύξεις, φωτογραφίες και άλλα οργανωμένα διαφημιστικά τρικ), αλλά σε ουσιαστική συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες της σκηνής και εν ανάγκη σε μοναχική επιτέλεση, κάνοντας το μεγάλο γι’ αυτόν/ή βήμα, την ηρωική έξοδό του/της από το εσωστρεφές γραφείο στην εξωστρέφεια μιας σκηνής – η σκηνή, όρος, πλέον, με διευρυμένο περιεχόμενο (Σιβετίδου 2013). Ως σκηνή τώρα νοείται ο δρόμος· κάθε δρόμος, ο εικονικός του διαδικτύου, όπου περιηγείται ο κόσμος, αλλά και ο πραγματικός δρόμος, όπου μετρά τα βήματά της η πόλη, ο ακάλυπτος, η ταράτσα της οικοδομής, η είσοδος μιας πολυκατοικίας, όπου διασταυρώνονται εκ του σύνεγγυς οι άνθρωποι.