«Προτού γνωριστούμε, είχα αφιερώσει τη ζωή μου στην άποψη του Βιττγκενστάιν ότι το άρρητο εμπεριέχεται –άρρητα!– στο ρητό. […] Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο νιώθω ικανή να συνεχίσω να γράφω […] επειδή δεν τρέφει ούτε εξιδανικεύει την αγωνία που μπορεί να νιώσουμε μπροστά στην ανικανότητα να εκφράσουμε, με λέξεις, αυτό που διαφεύγει από τις λέξεις […] Οι λέξεις αρκούν».
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό είναι το νήμα που διατρέχει όλο το βιβλίο. Η Νέλσον στους Αργοναύτες της ξεκινάει από αυτή την παράδοξη, αλλά «αβέβαιη» πεποίθηση, που πιο πολύ μοιάζει με ελπίδα, και καθώς γεμίζει τις σελίδες με περιστατικά από τη ζωή της, με τις αγωνίες και τους προβληματισμούς της, φέρνει τον λόγο και τις λέξεις αντιμέτωπες με εμπειρίες τις οποίες προσπαθούν να περιγράψουν, σε έναν κόσμο στον οποίο «καμιά φορά τα πράγματα παραμένουν μπερδεμένα». Και τότε, «πώς γίνεται οι λέξεις να μην αρκούν;». Πώς μπορείς να μιλήσεις για «πράγματα που η ουσία τους είναι φευγαλέα, ρευστή», χωρίς να τα ισοπεδώσεις; Ένα από τα κόλπα, λέει η Νέλσον, είναι «να μάθεις να βρίσκεις καταφύγιο στα γραμματικά αδιέξοδα, να χαλαρώνεις μέσα στο όργιο του συγκεκριμένου».
Το βιβλίο αποτελεί ένα κράμα αυτοβιογραφίας, δοκιμίου, φιλοσοφικού στοχασμού, φεμινιστικής και queer θεωρίας. Περιγράφοντας η Νέλσον, τη σχέση και τον γάμο της με τον τρανς καλλιτέχνη Χάρυ Ντοτζ, τη σχέση της με τον θετό της γιο, την εγκυμοσύνη της, την αλλαγή φύλου του συντρόφου της, ξεδιπλώνει με αφοπλιστική αληθινότητα, αλλά και με φιλοσοφική νηφαλιότητα, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς της για θέματα όπως η σεξουαλική ταυτότητα, η μητρότητα, το φύλο, η οικογένεια, η γλώσσα, μέσα από το άνοιγμα και την ένταξη του ιδιωτικού και του προσωπικού στη δημόσια σφαίρα.
Το χαρακτηριστικό τόσο του ίδιου του βιβλίου όσο και του κόσμου που περιγράφει είναι η ρευστότητα και η μη κατάταξη. Η επιφάνεια των σωμάτων ρευστή κι αυτή, αλλάζει, ξεχειλώνει, μεταμορφώνεται, είτε φτιάχνοντας χώρο για μια καινούρια ζωή, όπως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της συγγραφέως, μιας εγγενώς κουήρ διαδικασίας, σύμφωνα με την ίδια, είτε προσπαθώντας να εκφράσει καλύτερα αυτόν στον οποίο ανήκει, όπως στην περίπτωση του συντρόφου της, μέσω της μαστεκτομής και της ορμονοθεραπείας.
Αποκορύφωμα καταγραφής της υπαρξιακής μας ρευστότητας αποτελεί η παράλληλη περιγραφή προς το τέλος του βιβλίου, του τοκετού της Νέλσον, στιγμή η οποία μπλέκεται με την περιγραφή των τελευταίων στιγμών της ζωής της μητέρας του συντρόφου της. Στις σελίδες αυτές μεταφέρεται το βίωμα της μεταιχμιακής στιγμής μεταξύ ζωής και θανάτου, της μετάβασης από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και τούμπαλιν. Κι έχει ενδιαφέρον εδώ το καθρέφτισμα της σκληρής πεζότητας στην περιγραφή της γέννας του γιου από την πλευρά της μητέρας, απέναντι στον λυρισμό της περιγραφής του θανάτου της μητέρας μέσα από τα λόγια του γιου.
Η καταγραφή της ρευστότητας και της αίσθησής της δεν αφορά, λοιπόν, μόνο σώματα, ταυτότητες, έννοιες, αλλά κατά κάποιο τρόπο περιγράφει μια αίσθηση ζωής, όπου τίποτα δεν μένει αναλλοίωτο, όπου κάθε στιγμή είναι διαφορετική από την προηγούμενη, και κάθε φράση ανανεώνεται σε κάθε της έκφραση, όπως «τα μέρη της ‘Αργούς’ μπορεί να αντικατασταθούν με τον καιρό αλλά το πλοίο να λέγεται και πάλι 'Αργώ'».
Μέσα σε αυτή την πολυπλοκότητα, «κάποιοι», γράφει η Νέλσον, «βρίσκουν ικανοποίηση όταν ευθυγραμμίζονται με μια ταυτότητα. Όμως αυτή η ευθυγράμμιση μπορεί να είναι και τρομακτική εμπειρία, για να μην πούμε και ανέφικτη». Και τότε αυτό που μας σώζει είναι «η συντριβή κάθε νόρμας είτε γιατί το θέλουμε είτε γιατί δεν γίνεται αλλιώς». Όμως, «πώς να εξηγήσεις, σε μια κουλτούρα που αναζητά μετά μανίας ξεκάθαρες λύσεις, ότι καμιά φορά τα πράγματα παραμένουν μπερδεμένα;».
Αυτό επιχειρεί με το βιβλίο της η Νέλσον και τελικά επιτυγχάνει, να δώσει στον λόγο και στις λέξεις μια ελαστικότητα εφάμιλλη της πληθυντικότητας που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη αίσθηση σε κάθε έκφανσή της. Οι λέξεις και ό,τι αυτές περιγράφουν και ορίζουν, γίνονται λιγότερο ασφυκτικές, αφήνοντας χώρο –ρητά!– στο άρρητο που εμπεριέχουν, δίνοντας έτσι το βιβλίο της μια απελευθ/ερωτική και παρήγορη αίσθηση.