Η ομοιο-παθητική λειτουργία της ποίησης

Η  ομοιο-παθητική λειτουργία της ποίησης

Ιωσήφ Βεντούρας, «Τα ποιήματα του Πέτρου Αλώβητου», Νίκας 2020

Η πρό­σφα­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Ιω­σήφ Βε­ντού­ρα, έβδο­μη κα­τά σει­ρά, εί­ναι τε­χνουρ­γη­μέ­νη πά­νω στη βά­ση της πλα­στο – προ­σω­πί­ας, της δη­μιουρ­γί­ας δη­λα­δή μί­ας περ­σό­νας, ενός προ­σω­πεί­ου του ποι­η­τή, αλ­λά και κά­θε αν­θρώ­που που σπα­ράσ­σε­ται από την ενα­γώ­νια ανα­ζή­τη­ση του νο­ή­μα­τος της ύπαρ­ξης. Πρό­κει­ται για τον Πέ­τρο Αλώ­βη­το, το όνο­μα και μό­νο του οποί­ου προ­σα­να­το­λί­ζει προς μία ει­ρω­νι­κή θε­ώ­ρη­ση του αν­θρώ­που, ως του πλέ­ον ευά­λω­του εκεί­νου όντος που υπό­κει­ται στη φθί­ση και τη φθο­ρά, ταυ­τό­χρο­να όμως και του όντος εκεί­νου, που, με τη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τά του να διο­χε­τεύ­ε­ται, με­τα­ξύ άλ­λων, και στην ποί­η­ση, κα­τα­φέρ­νει να μνη­μειω­θεί μέ­σα στο χρό­νο και να νι­κή­σει το θά­να­το και τη λή­θη που αυ­τός επι­φέ­ρει.

Η συλ­λο­γή απο­τε­λεί­ται από εί­κο­σι ποι­ή­μα­τα, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα οποία εκτεί­νο­νται σε αρ­κε­τούς, μάλ­λον ολι­γο­σύλ­λα­βους, στί­χους. Δε λεί­πουν, ωστό­σο, και μι­κρό­τε­ρα σε έκτα­ση ποι­ή­μα­τα που, ενώ μοιά­ζουν απο­σπα­σμα­τι­κά, εί­ναι, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εξί­σου καί­ρια και δρα­στι­κά με τα με­γα­λύ­τε­ρα που ανα­πτύσ­σο­νται κα­τά τρό­πο πε­ρισ­σό­τε­ρο πλή­ρη και ανα­λυ­τι­κό. Όλα ανε­ξαι­ρέ­τως τα ποι­ή­μα­τα εμ­φο­ρού­νται από έναν εμ­φα­νή στην πρώ­τη ανά­γνω­ση ρυθ­μό, απο­τέ­λε­σμα εί­τε της χρή­σης κά­ποιου μέ­τρου, εί­τε του ρυθ­μι­κού βα­δί­σμα­τος του στί­χου και των στο­χευ­μέ­νων εναλ­λα­γών που πραγ­μα­το­ποιεί ο ποι­η­τής στον τό­νο και την έκ­φρα­ση, στο κλί­μα και τη διά­θε­σή του.

Κά­θε ένα από τα ποι­ή­μα­τα συ­νι­στά και ένα σταθ­μό, μια στά­ση που πραγ­μα­το­ποιεί ο ποι­η­τής στη δη­μιουρ­γι­κή του πο­ρεία μέ­σα στη ζωή και μέ­σα στην ποί­η­ση, μια στά­ση που συ­νο­δεύ­ε­ται από ένα κοί­ταγ­μα του «έσω» και του «έξω» κό­σμου, έναν απο­λο­γι­σμό και μία ανα­μέ­τρη­ση με τις δυ­νά­μεις που κα­τευ­θύ­νουν και ορί­ζουν τον αν­θρώ­πι­νο βίο. Η πιο κα­τα­λυ­τι­κή, βέ­βαια, από τις δυ­νά­μεις αυ­τές εί­ναι ο θά­να­τος που, ως προ­ο­πτι­κή, απο­τε­λεί τη μό­νη βε­βαιό­τη­τα με την οποία σφρα­γί­ζε­ται η αν­θρώ­πι­νη υπό­στα­ση από την πρώ­τη αρ­χή της. Εί­ναι, μά­λι­στα, τέ­τοια η έντα­ση της σφρα­γί­δας αυ­τής που, μέ­σα από μια πα­ρά­δο­ξη αντι­στρο­φή, η ζωή και ο κό­σμος φαί­νε­ται να υιο­θε­τεί και να προ­σλαμ­βά­νει το χα­ρα­κτή­ρα και τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του. Ο θά­να­τος, δη­λα­δή, σαρ­κώ­νε­ται μέ­σα στην ίδια τη ζωή παίρ­νο­ντας διά­φο­ρες μορ­φές, όλες απο­τυ­πώ­σεις του «κα­κού». Εί­ναι η ανο­μία, η πο­νη­ρία, ο φθό­νος και το μί­σος, ο πό­νος και η χο­λή που απο­τε­λούν προ­μη­νύ­μα­τα και εκ­δη­λώ­σεις του θα­νά­του μέ­σα στην ίδια τη ζωή και κα­θι­στούν το θά­να­το μια κα­θα­ρά αν­θρώ­πι­νη υπό­θε­ση, ένα αν­θρώ­πι­νο δη­μιούρ­γη­μα.

Ως αντί­πα­λο δέ­ος του θα­νά­του, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο και από τη ζωή, εί­ναι η ποί­η­ση με τη διτ­τή της λει­τουρ­γία και στό­χευ­ση: αφε­νός μεν να κα­ταρ­γεί τη λή­θη, τη λη­σμο­νιά την οποία επι­φέ­ρει το ορι­στι­κό τέ­λος, αφε­τέ­ρου δε να ανα­ζη­τά και να υπη­ρε­τεί το ωραίο και το αλη­θι­νό, τις δύο εκεί­νες προ­ϋ­πο­θέ­σεις που κα­τα­ξιώ­νουν τον άν­θρω­πο και του χα­ρί­ζουν την «αθα­να­σία», νο­ού­με­νη ως διαρ­κής και αν­θε­κτι­κή ανά­τα­ση, ως ποιό­τη­τα ήθους και πνεύ­μα­τος. Η ποι­η­τι­κή δη­μιουρ­γία έχει τη δύ­να­μη του έρω­τα, την ανα­γεν­νη­τι­κή εκεί­νη ιδιό­τη­τα που χα­ρί­ζει στον άν­θρω­πο την τό­σο ανα­γκαία ψευ­δαί­σθη­ση της πα­ντο­τι­νό­τη­τάς του. Ποί­η­ση και έρω­τας, λοι­πόν, εί­ναι τα δύο εκεί­να «παυ­σί­πο­να» που τί­θε­νται στην διά­θε­ση του αν­θρώ­που προ­κει­μέ­νου αυ­τός να μπο­ρέ­σει να πα­ρη­γο­ρή­σει την πι­κρή αί­σθη­ση που του αφή­νει η βέ­βαιη μελ­λο­ντι­κή του παύ­ση, η προσ­δο­κώ­με­νη ανυ­παρ­ξία.

Το στοι­χείο εκεί­νο, όμως, που δια­φο­ρο­ποιεί την ποι­η­τι­κή πραγ­μά­τευ­ση του θέ­μα­τος του θα­νά­του από τον Βε­ντού­ρα εί­ναι ο πα­ρά­δο­ξος χει­ρι­σμός του ως μί­ας κα­τά­στα­σης που, ενώ φέ­ρει όλα τα πα­ρα­δο­σια­κά της χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και γνω­ρί­σμα­τα τα οποία συ­μπυ­κνώ­νο­νται σε λέ­ξεις και έν­νοιες όπως «σκά­βει», «σκου­λη­κιών», «αιώ­νια σιω­πή», «δά­κρυα», «χώ­μα», την ίδια στιγ­μή πα­ρου­σιά­ζε­ται να με­τα­τί­θε­ται σε ένα επί­πε­δο ανώ­τε­ρο, σε ένα τό­πο και χρό­νο επου­ρά­νιο, κο­ντά στην αι­τία της βρο­χής, στο φεγ­γά­ρι και τ’ αστέ­ρια, κο­ντά στον μο­να­χι­κό Θεό. Δια­μορ­φώ­νε­ται, κα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο ένα εν­δια­φέ­ρον ποι­η­τι­κό σκη­νι­κό του θα­νά­του που συ­ναι­ρεί τις βι­βλι­κές θε­ω­ρή­σεις επί του θέ­μα­τος, την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή πί­στη, τις νε­ο­ελ­λη­νι­κές δο­ξα­σί­ες και πα­ρα­δό­σεις για να εκ­βάλ­λει σε ένα νέο δη­μιούρ­γη­μα που αντι­κρύ­ζει με θάρ­ρος τον θά­να­το στη ζο­φε­ρή, απάν­θρω­πη, αδια­νό­η­τη διά­στα­σή του, με τη βα­θιά ελ­πί­δα όμως ότι μπο­ρεί να ση­μα­το­δο­τεί και ένα εί­δος ανά­τα­σης, μια επι­στρο­φή στην αρ­χή του πα­ντός: Έτσι εγώ,/ ο Πέ­τρος αλώ­βη­τος,/ με μαύ­ρο το φως του λυ­χνα­ριού/ θα οδεύω σε τό­πους άγνω­στους/ όπου χά­νο­νται οι αι­σθή­σεις/ κι η λή­θη σαν πνοή/ κά­τι ανεί­πω­το/ σε κώ­νο που όλο κι εκτεί­νε­ται/ ή μή­πως στο «κά­που αλ­λού»/ εκεί που όλα απρό­σι­τα/ ενώ­νο­νται μα­ζί της/ με άλ­λες πνο­ές/ στα­γό­νες βρο­χής ή/ δά­κρυα/ μο­να­χι­κού θε­ού. («Ο Πέ­τρος Αλώ­βη­τος στο ‘‘κά­που αλ­λού­’’») Πρό­κει­ται για μία ανα­το­μία που πραγ­μα­το­ποιεί ο ποι­η­τής, με νυ­στέ­ρι του το στί­χο, πά­νω στο σώ­μα της απώ­λειας, πά­νω στη στιγ­μή του τέ­λους, αλ­λά και πά­νω στο πριν και το με­τά της.

Ο ποι­η­τι­κός λό­γος του Βε­ντού­ρα εί­ναι κα­θη­λω­τι­κός. Υπει­σέρ­χε­ται βα­θιά στην ου­σία και το νό­η­μα του θα­νά­του ανα­δει­κνύ­ο­ντας όλο το μέ­γε­θος της τρα­γι­κό­τη­τάς του, όλη την αλή­θεια του, όλες τις σκο­τει­νές του πτυ­χές και δια­στά­σεις, όπως ακρι­βώς οφεί­λει να κά­νει η ποί­η­ση και η τέ­χνη γε­νι­κό­τε­ρα. Μέ­σα από την με­θό­δευ­ση αυ­τή πε­τυ­χαί­νει, πά­νω στον τύ­πο της αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας, να προ­ξε­νή­σει τον έλεο και φό­βο του ανα­γνώ­στη που συ­μπα­ρα­σύ­ρε­ται και ταυ­τί­ζε­ται με την ποι­η­τι­κή περ­σό­να του Πέ­τρου Αλώ­βη­του για να πε­ρά­σει, έτσι, στην κά­θαρ­ση, στην λυ­τρω­τι­κή εμπει­ρία της τέ­χνης μέ­σα στην οποία εμ­βα­πτί­ζε­ται για να μπο­ρέ­σει να εξέλ­θει ελα­φρύ­τε­ρος, αγνό­τε­ρος, κα­λύ­τε­ρος. Ιδω­μέ­νη από αυ­τή την άπο­ψη, θα μπο­ρού­σε ίσως να ισχυ­ρι­σθεί κα­νείς ότι η ποι­η­τι­κή πρα­κτι­κή του Βε­ντού­ρα προ­σι­διά­ζει ή, του­λά­χι­στον, ανα­κα­λεί σε κά­ποιο βαθ­μό την ομοιο­πα­θη­τι­κή μέ­θο­δο της ια­τρι­κής υπό την έν­νοια ότι η έκ­θε­ση του αν­θρώ­που στο πά­θος μπο­ρεί να επι­φέ­ρει και την λυ­τρω­τι­κή θε­ρα­πεία του από αυ­τό.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: