Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Ιωσήφ Βεντούρα, έβδομη κατά σειρά, είναι τεχνουργημένη πάνω στη βάση της πλαστο – προσωπίας, της δημιουργίας δηλαδή μίας περσόνας, ενός προσωπείου του ποιητή, αλλά και κάθε ανθρώπου που σπαράσσεται από την εναγώνια αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης. Πρόκειται για τον Πέτρο Αλώβητο, το όνομα και μόνο του οποίου προσανατολίζει προς μία ειρωνική θεώρηση του ανθρώπου, ως του πλέον ευάλωτου εκείνου όντος που υπόκειται στη φθίση και τη φθορά, ταυτόχρονα όμως και του όντος εκείνου, που, με τη δημιουργικότητά του να διοχετεύεται, μεταξύ άλλων, και στην ποίηση, καταφέρνει να μνημειωθεί μέσα στο χρόνο και να νικήσει το θάνατο και τη λήθη που αυτός επιφέρει.
Η συλλογή αποτελείται από είκοσι ποιήματα, τα περισσότερα από τα οποία εκτείνονται σε αρκετούς, μάλλον ολιγοσύλλαβους, στίχους. Δε λείπουν, ωστόσο, και μικρότερα σε έκταση ποιήματα που, ενώ μοιάζουν αποσπασματικά, είναι, στην πραγματικότητα, εξίσου καίρια και δραστικά με τα μεγαλύτερα που αναπτύσσονται κατά τρόπο περισσότερο πλήρη και αναλυτικό. Όλα ανεξαιρέτως τα ποιήματα εμφορούνται από έναν εμφανή στην πρώτη ανάγνωση ρυθμό, αποτέλεσμα είτε της χρήσης κάποιου μέτρου, είτε του ρυθμικού βαδίσματος του στίχου και των στοχευμένων εναλλαγών που πραγματοποιεί ο ποιητής στον τόνο και την έκφραση, στο κλίμα και τη διάθεσή του.
Κάθε ένα από τα ποιήματα συνιστά και ένα σταθμό, μια στάση που πραγματοποιεί ο ποιητής στη δημιουργική του πορεία μέσα στη ζωή και μέσα στην ποίηση, μια στάση που συνοδεύεται από ένα κοίταγμα του «έσω» και του «έξω» κόσμου, έναν απολογισμό και μία αναμέτρηση με τις δυνάμεις που κατευθύνουν και ορίζουν τον ανθρώπινο βίο. Η πιο καταλυτική, βέβαια, από τις δυνάμεις αυτές είναι ο θάνατος που, ως προοπτική, αποτελεί τη μόνη βεβαιότητα με την οποία σφραγίζεται η ανθρώπινη υπόσταση από την πρώτη αρχή της. Είναι, μάλιστα, τέτοια η ένταση της σφραγίδας αυτής που, μέσα από μια παράδοξη αντιστροφή, η ζωή και ο κόσμος φαίνεται να υιοθετεί και να προσλαμβάνει το χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά του. Ο θάνατος, δηλαδή, σαρκώνεται μέσα στην ίδια τη ζωή παίρνοντας διάφορες μορφές, όλες αποτυπώσεις του «κακού». Είναι η ανομία, η πονηρία, ο φθόνος και το μίσος, ο πόνος και η χολή που αποτελούν προμηνύματα και εκδηλώσεις του θανάτου μέσα στην ίδια τη ζωή και καθιστούν το θάνατο μια καθαρά ανθρώπινη υπόθεση, ένα ανθρώπινο δημιούργημα.
Ως αντίπαλο δέος του θανάτου, πολύ περισσότερο και από τη ζωή, είναι η ποίηση με τη διττή της λειτουργία και στόχευση: αφενός μεν να καταργεί τη λήθη, τη λησμονιά την οποία επιφέρει το οριστικό τέλος, αφετέρου δε να αναζητά και να υπηρετεί το ωραίο και το αληθινό, τις δύο εκείνες προϋποθέσεις που καταξιώνουν τον άνθρωπο και του χαρίζουν την «αθανασία», νοούμενη ως διαρκής και ανθεκτική ανάταση, ως ποιότητα ήθους και πνεύματος. Η ποιητική δημιουργία έχει τη δύναμη του έρωτα, την αναγεννητική εκείνη ιδιότητα που χαρίζει στον άνθρωπο την τόσο αναγκαία ψευδαίσθηση της παντοτινότητάς του. Ποίηση και έρωτας, λοιπόν, είναι τα δύο εκείνα «παυσίπονα» που τίθενται στην διάθεση του ανθρώπου προκειμένου αυτός να μπορέσει να παρηγορήσει την πικρή αίσθηση που του αφήνει η βέβαιη μελλοντική του παύση, η προσδοκώμενη ανυπαρξία.
Το στοιχείο εκείνο, όμως, που διαφοροποιεί την ποιητική πραγμάτευση του θέματος του θανάτου από τον Βεντούρα είναι ο παράδοξος χειρισμός του ως μίας κατάστασης που, ενώ φέρει όλα τα παραδοσιακά της χαρακτηριστικά και γνωρίσματα τα οποία συμπυκνώνονται σε λέξεις και έννοιες όπως «σκάβει», «σκουληκιών», «αιώνια σιωπή», «δάκρυα», «χώμα», την ίδια στιγμή παρουσιάζεται να μετατίθεται σε ένα επίπεδο ανώτερο, σε ένα τόπο και χρόνο επουράνιο, κοντά στην αιτία της βροχής, στο φεγγάρι και τ’ αστέρια, κοντά στον μοναχικό Θεό. Διαμορφώνεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα ενδιαφέρον ποιητικό σκηνικό του θανάτου που συναιρεί τις βιβλικές θεωρήσεις επί του θέματος, την αρχαιοελληνική πίστη, τις νεοελληνικές δοξασίες και παραδόσεις για να εκβάλλει σε ένα νέο δημιούργημα που αντικρύζει με θάρρος τον θάνατο στη ζοφερή, απάνθρωπη, αδιανόητη διάστασή του, με τη βαθιά ελπίδα όμως ότι μπορεί να σηματοδοτεί και ένα είδος ανάτασης, μια επιστροφή στην αρχή του παντός: Έτσι εγώ,/ ο Πέτρος αλώβητος,/ με μαύρο το φως του λυχναριού/ θα οδεύω σε τόπους άγνωστους/ όπου χάνονται οι αισθήσεις/ κι η λήθη σαν πνοή/ κάτι ανείπωτο/ σε κώνο που όλο κι εκτείνεται/ ή μήπως στο «κάπου αλλού»/ εκεί που όλα απρόσιτα/ ενώνονται μαζί της/ με άλλες πνοές/ σταγόνες βροχής ή/ δάκρυα/ μοναχικού θεού. («Ο Πέτρος Αλώβητος στο ‘‘κάπου αλλού’’») Πρόκειται για μία ανατομία που πραγματοποιεί ο ποιητής, με νυστέρι του το στίχο, πάνω στο σώμα της απώλειας, πάνω στη στιγμή του τέλους, αλλά και πάνω στο πριν και το μετά της.
Ο ποιητικός λόγος του Βεντούρα είναι καθηλωτικός. Υπεισέρχεται βαθιά στην ουσία και το νόημα του θανάτου αναδεικνύοντας όλο το μέγεθος της τραγικότητάς του, όλη την αλήθεια του, όλες τις σκοτεινές του πτυχές και διαστάσεις, όπως ακριβώς οφείλει να κάνει η ποίηση και η τέχνη γενικότερα. Μέσα από την μεθόδευση αυτή πετυχαίνει, πάνω στον τύπο της αρχαίας τραγωδίας, να προξενήσει τον έλεο και φόβο του αναγνώστη που συμπαρασύρεται και ταυτίζεται με την ποιητική περσόνα του Πέτρου Αλώβητου για να περάσει, έτσι, στην κάθαρση, στην λυτρωτική εμπειρία της τέχνης μέσα στην οποία εμβαπτίζεται για να μπορέσει να εξέλθει ελαφρύτερος, αγνότερος, καλύτερος. Ιδωμένη από αυτή την άποψη, θα μπορούσε ίσως να ισχυρισθεί κανείς ότι η ποιητική πρακτική του Βεντούρα προσιδιάζει ή, τουλάχιστον, ανακαλεί σε κάποιο βαθμό την ομοιοπαθητική μέθοδο της ιατρικής υπό την έννοια ότι η έκθεση του ανθρώπου στο πάθος μπορεί να επιφέρει και την λυτρωτική θεραπεία του από αυτό.