‘’There ‘s almost no reality anywhere in the external world…’’
J. BALLARD [ 1997 συνέντευξη ]
Άραγε πόσο προφητικές είναι οι υβριδικές σύγχρονες μητροπόλεις;
Όταν το αστικό τοπίο με την τεχνολογική ευφορία του μετατρέπεται σε παίγνιο σε αφηγηματικό σχήμα για τι πράγμα μιλά;
Θα έλεγε κανείς ότι είναι μια ματιά στο απώτερο μέλλον, μια προαγγελία αλλαγών που ήδη μοιάζουν να εξαργυρώνονται στο παρόν σε χώρους που γίνονται αντιληπτοί άλλοτε ως δυστοπία άλλοτε ως ευτοπία.
Χώρους αλλόκοτους που δίνουν την αίσθηση ενός εξωγήινου πολιτισμού όπως τα γκρίζα τοπία των edge cities, οι μη-τόποι των αεροδρομίων, οι υπαίθριοι δημόσιοι χώροι με τα φουτουριστικά γλυπτά και τις εκκεντρικές κάθετες γυάλινες φυμέ προσόψεις κτιρίων, τοποθεσίες που παράγουν και συντηρούν λιμπιντικές επενδύσεις βαθύτερων επιθυμιών και συχνά αντιφατικών απαιτήσεων της μοντέρνας ζωής του σημερινού κατοίκου της μητρόπολης που θέλει να κάνει την νύχτα ημέρα, να ζει ταυτόχρονα στο παρόν και το μέλλον.
Τηρουμένων των αναλογιών ένας τέτοιος είναι και το Hudson Yards, ένα τεράστιο θεματικό πάρκο στην δυτική πλευρά του κέντρου του Μανχάταν δίπλα στις όχθες του ποταμού Hudson.
Εάν σταθεί κάποιος σε κεντρικό σημείο της περιοχής και κοιτάξει ψηλά, νοιώθει μια ανατριχίλα ηδονής και έκπληξης.
Η απολαυστική, απελευθερωτική αλλά δύσκολα αποκωδικοποιήσιμη γοητεία των εξαχνωμένων στις αντανακλάσεις του ουρανού ουρανοξυστών – συμβόλων εξουσίας και έλεγχου, είναι τόσο παραισθησιογόνα που τον κάνει να αναρωτιέται αν η υλη τους είναι παρούσα η αν πρόκειται για πλάνη, μια αυταπάτη. Τα μεταμοντέρνα εφέ δυνητικότητας τους, η υπέρβαση των κλιμάκων και η φιλοπαίγμων, ανιδιοτελής αλλά και προκλητική αισθητική τους είναι φορείς νοήματος που τον εγκαλούν σε κάποιου τύπου ανακουφιστική διαδραστικότητα – χειραφέτηση και αντιστικτικά σε μια υποταγή και παθητικότητα που τον αποσταθεροποιεί και τον απειλεί με πιθανό κλονισμό της ταυτότητας του.
Η αναπτυσσόμενη και πολύ ακριβή αυτή συνοικία μοιάζει με εφικτή ουτοπία με τα κτίρια – κολοσσούς, τα αστικά συγκροτήματα του απόλυτου κομφορμισμού και το μοναδικό «Vessel» («Σκάφος») γλυπτό – ορόσημο σε σχήμα κυψέλης εγκατεστημένο στο κέντρο της που προβάλλει σαν ξαφνικό κάλεσμα και θεωρείται ο πύργος του Άιφελ του Μανχάταν.
Η τεράστια αυτή διαδραστική δομή με 46 μέτρα ύψος και 16 ορόφους, χωράει 1000 άτομα συγχρόνως και θυμίζει τόσο τις οστεώδεις κατασκευές του Antoni Gaudí όσο και τις ακανόνιστες στρεβλωτικές και ανισσόροπες προοπτικές της παραδοξολογικής λιθογραφίας «Relativity» του M.C. Escher.
Παίζοντας με την διαφάνεια και την αντανάκλαση το γλυπτό αποτελεί σημείο φυγής, δίνει την δυνατότητα εποπτείας της φρενήρους κίνησης της πόλης από διαφορετικά ύψη και πλεονεκτικά σημεία. Το μεταλλικό του κέλυφος πλήρες μηχανιστικών αναφορών, ανεβαίνει στον ορίζοντα κλιμακωτά σαν σπειροειδής σκάλα, είναι φτιαγμένο από ατσάλι καλυμμένο με μεταλλικά φύλλα –καθρέπτες που διαθλούν το φως και πετυχαίνουν μια κινηματογραφική, συνεχώς μεταλλασσόμενη σύλληψη των αποσπασματικών γύρω πλάνων, ενώ ο φιλόξενος και ελεύθερος εσωτερικός του χώρος που προβάλλεται στον δρόμο σαν οθόνη –χώρος δυνητικών κοινωνικών σχέσεων και αυτοσχέδιων υποκειμενικών σεναρίων– με την κενότητα του, μετατρέπεται σε εύπλαστο είδος γλώσσας.
Κάθε επισκέπτης που περιπλανιέται με στυλιζαρισμένη χαλαρή προσαρμοστικότητα στο εσωτερικό νοηματικό τοπίο του Vessel, μετατρέπεται σε homo ludens ενός αέναου θεατρικού και εννοιολογικού παιχνιδιού. Ενώ είναι δέκτης ενός κολάζ εξωτερικών και εσωτερικών δρώμενων σε κίνηση, είναι την ίδια στιγμή πομπός για τους περαστικούς στον δρόμο, αποτελεί εναλλακτικά και ο ίδιος θέαμα, έκθεμα σε μια πράξη όπου όλα είναι διαφανή, ορατά, εκτεθειμένα σε κοινή θέα χωρίς μυστήριο και μυστικά.
Πρόκειται για ένα happening, για διπλή εμπειρία μιας συγχρονίας του οράν και οράσθαι σε έναν τόπο συναρπαστικό όπου οι ενδεχομενικές συναντήσεις των ατόμων και οι ροές σημασιών θυμίζουν θεατρική αρένα.
Το γλυπτό «Vessel» είναι δημιουργία του βρετανού ντιζάινερ Thomas Heatherwick που επιδιώκοντας μια πολυπολιτισμική δομή όπου το παρελθόν μιλάει με όρους του παρόντος, εμπνεύστηκε από το αρχιτεκτονικό θαύμα των βαθμιδωτών πηγαδιών («Stepwells») του τρίτου περίπου αιώνα, στο Rajastan δυτικής Ινδίας.
Αρχές του 2019 άνοιξε με ενθουσιασμό, υποσχόμενο στο κοινό αισθητηριακή συγκίνηση, πρόεκυψε όμως ένα απροσδόκητο άκρως θλιβερό παράδοξο και αρχές του 2021 έκλεισε επ αόριστον. Τρία άτομα 19-24 ετών εκτινάχτηκαν εκουσίως και αυτοκτόνησαν μέσα σε ενάμιση περίπου χρόνο, μολονότι τα κιγκλιδώματα από γυαλί φτάνουν επάνω από την μέση.
Τι ώθησε τα εν λόγω νέα άτομα στην έσχατη αυτή ανταρσία;
Ποια αιτία διέρρηξε την σχέση μεταξύ τόπου και πρακτέου;
Πως η αμφίδρομη σχέση ζωή–Τέχνη, Τέχνη–ζωή οδήγησε σε
τέτοιους δραματικούς συνειρμούς αποπροσωποποίησης;
Ερωτήματα που πραγματικά βασανίζουν και τέμνονται καθέτως.
Θα μπορούσε να υποστηριχτεί με κάποια βεβαιότητα ότι το ιδανικό άστυ είναι ουτοπία. Η αμαρτωλή μεγαλούπολη που αποτελεί πλαίσιο αυτοπραγμάτωσης αλλά και μιας διαρκούς αίσθησης ανικανοποίητου και έλλειψης συνοχής του εγώ, προσφέρει χώρο και στις πιο περίεργες συμπεριφορές διεκδίκησης υποκειμενικότητας και ανάδυσης από την ανωνυμία, δημιουργώντας «ήρωες» της στιγμής. Άνθρωποι της πόλης που οι ζωές τους παρελαύνουν εντός και εκτός των τειχών της και που τα θέλουν όλα, να ζήσουν και να πεθάνουν συγχρόνως, λόγω ασυνείδητων παραγόντων οι οποίοι τελικά υπερισχύουν, καταφεύγουν σε συμβολικά εξωλεκτικά acting outs, σε βουβή κραυγή βοήθειας αυτοχειρικών εξορμήσεων και διαβημάτων.
Το να επιχειρήσει κανείς να ανατάμει τις αρνητικές συνδηλώσεις των αινιγματικών αυτών αυτοκτονιών κατηγορώντας και ενοχοποιώντας το γλυπτό «Vessel» αποτελεί παγίδα. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε ένα έργο Τέχνης με τον τρόπο που θα το έκανε ένας ντετέκτιβ ή ένας ηθικολόγος αναλυτής, το καλλιτεχνικό όραμα ανήκει στον χώρο της συμβολικής τάξης και έχει αυτονομία, δεν εμπλέκεται αναγκαστικά με ηθικές συνεκδοχές, εμμέσως μόνον είναι διαλεκτικά συνδεδεμένο με αυτές.
Άλλωστε το κάθε εικαστικό θέμα έχει την δική του ζωή, εμείς ως θεατές το ρευστοποιούμε, του δίνουμε νόημα η και το στρεβλώνουμε, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τον οραματισμό του καλλιτέχνη, καθώς το σημαινόμενο της Τέχνης είναι μεταβλητό και πολυδύναμο και η αλήθεια έχει πολλές και υποκειμενικές εκδοχές.
Το γλυπτό «Vessel» κατηγορήθηκε εξ αιτίας των αυτοκτονιών για αυτοαναφορικότητα, παθολογικό ορθολογισμό και επιθετικότητα της αισθητικής ρητορικής του και αντιμετωπίζεται πλέον με δυσπιστία. Θεωρείται προς το παρόν ως το στοιχειωμένο στολίδι χωρίς όνομα, δεδομένου ότι το «Vessel» είναι ένα προσωρινό όνομα του γλυπτού [δηλώνεται ως TKA: temporarily Κnown Αs], που σημαίνει ότι είναι επισήμως «αβάπτιστο».
Η δική μου πρόταση είναι το όνομα «Daedalus».
Βλ και Χάρτης#7