Tο All That Fall, γραμμένο το 1957, είναι το πρώτο από τα τέσσερα θεατρικά έργα που έγραψε ο Σάμιουελ Μπέκετ για το ραδιόφωνο. Τα άλλα τρία είναι: Embers (1959), Words without music (1962), Cascando (1963).
Το All That Fall είναι μονόπρακτο, όπως και τα άλλα τρία ραδιοφωνικά, και ο Μπέκετ το έγραψε στα αγγλικά κατόπιν ανάθεσης από το BBC. Όταν του γεννήθηκε η ιδέα, έγραψε στην φίλη του Nancy Cunard:
«Never thought about radio play technique but in the dead of the other night got a nice gruesome idea full of cartwheels and dragging of feet and puffing and panting which may or may not lead to something.»
(«Ποτέ δεν σκέφτηκα την τεχνική του ραδιοφωνικού έργου, όμως χθες μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας μου ήρθε μία ωραία και φρικτή ιδέα με καρόροδες και σερνάμενα βήματα και βαριές ανάσες, και όλα αυτά ίσως οδηγήσουν ίσως όχι σε κάτι.»)
Λέγεται πως το θέμα του είναι ιδιαίτερα προσωπικό και βύθισε τον συγγραφέα σε κατάθλιψη τους μήνες που δούλευε πάνω σε αυτό. Tο βασικό πρόσωπο είναι η κυρία Ρώνεϋ, μία ηλικιωμένη, βαριά και δυσκίνητη γυναίκα, η οποία βγαίνει από το σπίτι της σε ένα ιρλανδέζικο χωριό και ξεκινάει να πάει στον τοπικό σιδηροδρομικό σταθμό για να συναντήσει τον ηλικιωμένο και τυφλό σύζυγό της, ο οποίος έχει γενέθλια. Στον δρόμο για τον σταθμό συναντά ένα κάρο με ένα μουλάρι, έπειτα έναν ποδηλάτη με ένα ποδήλατο με ξεφούσκωτη ρόδα, τέλος το παλιό της φλερτ με την λιμουζίνα του που την παίρνει μαζί του έως τον σταθμό. Στον σταθμό το τραίνο έχει καθυστέρηση. Κάτι κακό έχει συμβεί. Ένα μικρό παιδί έπεσε από το τραίνο στις ράγες και σκοτώθηκε. Η κ. Ρώνεϋ περιμένει στην αποβάθρα μαζί με άλλα πρόσωπα του χωριού. Tο τραίνο φτάνει, συναντά τον σύζυγό της, και παίρνουν μαζί τον δρόμο της επιστροφής με τα πόδια. Πριν το τέλος του έργου, ο συγγραφέας υπαινίσσεται πως ο κ. Ρώνεϋ πέταξε το παιδί από το τραίνο.
Στο έργο εμφανίζονται δέκα διαφορετικά πρόσωπα και υπάρχουν αναλυτικές οδηγίες για ένα ηχητικό περιβάλλον που αδιάλειπτα συνοδεύει τον λόγο και που εναλάσσεται σύμφωνα με τα επεισόδια που συμβαίνουν στο έργο αυτό, μεταφέροντάς μας στην ιρλανδέζικη επαρχία. Πρόκειται για ένα τραγικοκωμικό έργο, πένθιμο και μυστηριώδες, που όμως το πλούσιο ηχητικό περιβάλλον του γεμάτο φωνές ζώων, αέρα, δέντρα, ήχους εξοχής, ομιλίες ανθρώπων, αναγγελίες τραίνων το κάνει παράξενα ελκυστικό. Η κ. Ρώνεϋ και ο σύζυγός της μιλάνε σχεδόν μόνο για θάνατο, αλλά η ζωντάνια του μέρους γύρω τους με τους ποικίλους ήχους κάποιες φορές υπερισχύουν του λόγου, δημιουργώντας το υπόβαθρο για μία πάλη ανάμεσα σε ζοφερούς ανθρώπους και ένα περιβάλλον που σφίζει από ζωή.
Η άνοιξη του 2020, που συνέβη το lockdown λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, με βρήκε στην Αθήνα. Καθώς ξεμύτιζα από το σπίτι μου για να πάω τις σύντομες βόλτες που επιτρεπόταν, αφού έστελνα μήνυμα στην Πολιτική Προστασία από το κινητό μου, η ατμόσφαιρα γύρω μου μού θύμισε έντονα αυτό το έργο. Το κέντρο της πόλης είχε ερημώσει από κόσμο, αλλά έσφυζε από ήχους της φύσης, ειδικά η γειτονιά της Πλάκας. Περπατούσα και ένιωθα σαν να ήμουν μέσα σε αυτό το έργο. Οι άνθρωποι μιλούσαμε για θάνατο και η φύση γύρω μας, που είχε ανασάνει, διαλλαλούσε την αναγέννησή της.
Το έργο αυτό το πρωτοδιάβασα μία άλλη άνοιξη, πριν δεκατέσσερα χρόνια. Ήταν το 2006, όταν η Ελένη Βαροπούλου με προσκάλεσε να διδάξω ένα εργαστήρι πάνω στον Μπέκετ στην Θερινή Ακαδημία του Εθνικού Θεάτρου και μου το έδωσε μαζί με άλλα λιγότερα γνωστά κείμενά του. Κάθε χρόνο η Θερινή Ακαδημία είχε άλλη θεματική και κάθε καλοκαίρι γινότανε σε διαφορετικό μέρος της Ελλάδας, ανάλογα με το θέμα. Το καλοκαίρι του 2006 το θέμα ήταν ατμόσφαιρες και το μέρος η Ερμούπολη της Σύρου.
Το έργο μου άρεσε και έτσι το επέλεξα. Αφετηρία στη δουλειά αυτού του ερευνητικού εργαστηρίου ήταν το σκεπτικό πως στα έργα του Μπέκετ οι ατμόσφαιρες πηγάζουν από τον ίδιο τον χαρακτηριστικό ελλειπτικό λόγο του συγγραφέα. Ο κοφτός του λόγος έχει ρυθμό, πυκνότητα, επαναλήψεις, μουσικότητα. Οι ήχοι από σερνάμενα βήματα κυριαρχούν σχεδόν σε όλο το έργο, δημιουργώντας μία αίσθηση μονοτονίας, μία ασφυκτική πεζότητα.
Το εργαστήρι αυτό θα λειτουργούσε για τους σπουδαστές, που στην πλειονότητά τους ήταν τελειόφοιτοι της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, και σαν μία πρωτότυπη εισαγωγή στο έργο του Mπέκετ. Επιχειρήσαμε, λοιπόν, να φτιάξουμε τον κόσμο του έργου και τις ατμόσφαιρες που υπάρχουν σε αυτό, χωρίς βεβαίως να τις δείξουμε (να τις παραστήσουμε), καθώς το έργο είναι ραδιοφωνικό. Ο Μπέκετ δεν δέχτηκε ποτέ το ραδιοφωνικό αυτό έργο να παρασταθεί σκηνικά.
Στο All That Fall ανάμεσα στους διαλόγους και στις σκηνικές οδηγίες παρεμβάλονται λεπτομερείς αναφορές σε ήχους. Θέλησα να δημιουργήσουν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες ηθοποιοί την ατμόσφαιρα και όλο το ηχητικό περιβάλλον χωρίς να χρησιμοποιήσουμε προηχογραφημένα δείγματα ήχων, ούτε κάν για να τα ακούσουν και μόνο οι σπουδαστές και να τα μιμηθούν.
Σκοπός μας δεν ήταν να κάνουμε μία μίμηση ή μία ρεαλιστική αναπαράσταση των φυσικών ήχων, αλλά μία ελεύθερη απόδοση τους που να πηγάζει από την ομαδική δουλειά και να αντλεί έμπνευση από την Ερμούπολη. Ξεκινήσαμε με πλάγιους τρόπους, με ασκήσεις, με την κατασκευή μικρών δράσεων βασισμένες στο έργο του Μπέκετ. Αυτές οι ασκήσεις είχαν στόχο τους να συντονίσουν την ομάδα μας σε ένα κοινό πνεύμα εργασίας, και οι σπουδαστές να αντιληφθούν την σημασία αλλά και την λειτουργία της ομαδικής δημιουργίας. Για αυτές τους τις δράσεις οι σπουδαστές επέλεξαν και κάποιους εξωτερικούς χώρους, γύρω από το Ινστιτούτο Κυβέλη που είχαμε σαν έδρα.
Το επόμενο στάδιο δουλειάς ήταν πιο σύνθετο. Με τον συνεργάτη μου, τον μουσικό Στάθη Ιωάννου, ζητήσαμε από τους σπουδαστές να φτιάξουν 3λεπτες έως 6λεπτες performances που η κάθε μία θα είχε ένα κομμάτι λόγου από το κείμενο, καθώς και ήχους από το έργο του Mπέκετ, διαφορετικό θέμα την κάθε φορά, σχετικό με το έργο (όπως η φθορά, η αναμονή, η θρησκευτική πίστη, η πτώση, κα), και διαφορετική δομή. Δεν θέλαμε ακόμη να τους απασχολήσει το πώς ερμηνεύεται σκηνικά ο λόγος του Mπέκετ, δεν θέλαμε να δουλέψουν ατομικά και να φτιάξουν χαρακτήρες. Όσο προχωρούσαμε και εξοικιωνόμασταν με την δυναμική της ομάδας, άρχισαν να διαφαίνονται οι ευκολίες, αλλά και οι δυσκολίες της. Σιγά-σιγά, ο κάθε σπουδαστής βρήκε την θέση του μέσα στο σύνολο.
Μία μέρα, ζητήσαμε από τους δεκαπέντε συμμετέχοντες να ψάξουν στην Ερμούπολη και να συλλέξουν αντικείμενα που παράγουν ήχους, ήχους που είχαν σχέση με το έργο. Mε αυτά τα μικρά πράγματα που έφεραν οι σπουδαστές φτιάχτηκε μία πρωτότυπη ορχήστρα. Έτσι, αρχίσαμε να οργανώνουμε την παραγωγή των ήχων, με τη σειρά που το ζητούσε ο Mπέκετ, και παράλληλα πάνω σε αυτό το ηχητικό σύμπαν άρχισαν να μπαίνουν τα πρόσωπα του έργου. Tα λόγια δουλεύονταν και σαν να ήταν μουσική, οπότε η σχέση λόγου και ήχων απαιτούσε μία ενορχήστρωση. Κάποιοι διάλογοι έβγαιναν μέσα από τους ήχους – για παράδειγμα όταν υπήρχε σαματάς στον σιδηροδρομικό σταθμό, τα πρόσωπα έπρεπε να ανεβάσουν ένταση ή να βρουν άλλο τρόπο για να ακουστούν. Κάποιοι ήχοι της φύσης υποστήριζαν μία ατμόσφαιρα λυρισμού ή μελαγχολίας ή κόντραραν τα πένθιμα λόγια των ηρώων με την κελαριστή ζωντάνια τους.
Ολη αυτή η δουλειά κράτησε δεκατέσσερις μέρες με πολύωρη καθημερινή απασχόληση. Ολοκληρώθηκε με μία παρουσίαση ανοιχτή στο κοινό. Το κοινό παρακολούθησε την δουλειά μας πάνω στο έργο με κλειστά μάτια. Όλα αυτά ενώ συνέβησαν πολλά χρόνια πριν. Το έργο σήμερα επανέρχεται στη σκέψη μου, καθώς εν μέσω αυτών των έκτακτων συνθηκών που ζούμε λόγω της πανδημίας μας καλεί να τοποθετηθούμε απέναντι στον καταστροφικό χαρακτήρα της ανθρωπότητας.
Τα πρόσωπα που κατοικούν το All That Fall δεν είναι «καλοί άνθρωποι», αλλά ούτε «κακοί άνθρωποι». Ο Μπέκετ δεν φτιάχνει αναγνωρίσιμους χαρακτήρες που μπορούνε να μπούνε σε μία κατηγορία. Είναι ο πρωταγωνιστής του τελικά ένας δολοφόνος που ατιμώρητος παίρνει τον δρόμο της επιστροφής προς την ασφάλεια του σπιτιού του; Είναι ο κύριος Ρώνεϋ αυτός που πέταξε από το παράθυρο του τραίνου το μικρό αγόρι για να το πατήσει το τρένο; Και γιατί το έκανε; Τι συνέβει σε αυτό το σκοτεινό έργο; Βλέπουμε έναν ηλικιωμένο να φέρνει τον θάνατο, να προσκαλεί τον θάνατο και τέλος να απομακρύνεται μέσα σε ένα τοπίο γεμάτο από ζωντανά όντα που με τις φωνές τους δηλώνουν την ύπαρξή τους και μοιάζουν τελικά σαν πιθανά θύματα του ανθρώπου;
Ο Μπέκετ δεν παρουσιάζει την φύση σαν καταστροφική. Στο έργο του η φύση φέρνει ζωή και ζωντάνια. Δείχνει τον άνθρωπο ξεκομμένο από την φύση, σα να μην είναι πλέον κομμάτι της, σα να έχει οριστικά αποσπαστεί. Και δείχνει τους ανθρώπους σαν καταστροφείς. Αυτή η τρομαχτική διαφοροποίηση, πώς πλέον ο άνθρωπος έχει εναντιωθεί στη φύση, χωρίς εξήγηση, είναι που μας ταράζει. Ειδικά σήμερα που ζούμε τις ολέθριες συνέπειες αυτής της απερίσκεπτης καταστροφής που έχουμε διαπράξει. Και συνεχίζουμε να ρημάζουμε το φυσικό μας περιβάλλον, τις περισσότερες φορές από αδηφαγία και μανία καταναλωτισμού. Ο ηλικιωμένος κύριος Ρώνεϋ μισεί τον εαυτό του και τα παιδιά. Το αεράκι που φυσά, τα φύλλα που θροΐζουν στα δέντρα, ο πετεινός που λαλεί, οι κότες που κακαρίζουν, τίποτα από όλα αυτά δεν τον αγγίζουν, κανένας ήχος φύσης και ζωντάνιας δεν μπορεί να παίξει θετικό ρόλο μέσα του. Έτσι, σκοτώνει ένα μικρό παιδί. Το πετά από το παράθυρο του τραίνου σε μία στιγμή απόγνωσης, σε μία στιγμή που του δίνεται η ευκαιρία να το κάνει χωρίς να τον αντιληφθούνε οι γύρω του. Και ποτέ δεν το ομολογεί.
«Κύριος Ρώνεϋ: …Και τα παλιόπαιδα της γειτονιάς, τα ευτυχισμένα όλο υγεία και ξεφωνητά μικρά παλιόπαιδα. Όλα αυτά κι άλλα ακόμα, αν προσθέσεις και το Σαββατοκύριακο, σου δίνουν μία εικόνα. Αλλά σαν τι μπορεί να είναι μία μέρα εργασίας;
Μία Τετάρτη; Μία Παρασκευή; Και άρχισα να ξανασυλλογιέμαι το ταπεινό γραφείο, το πίσω μέρος του δρόμου, στο ήσυχο υπόγειό μου, με την ταμπέλα όπου ο χρόνος έσβησε το όνομά μου, με τον καναπέ του για την ανάπαυση και τις βελούδινες ταπετσαρίες, και με όλα εκείνα που μπορούν να σε κρατούν θαμμένο ζωντανό από τις δέκα ώς τις πέντε. .. Τίποτα, έλεγα, τίποτα, ακόμα και ο σίγουρος θάνατος είναι καλύτερος από αυτό.»
Και πιο κάτω:
«Κυρία Ρώνεϋ: Ο Κύριος στηρίζει όλους εκείνους που πέφτουν. Ορθώνει όλους αυτούς που είναι λυγισμένοι. (Σιωπή. Ξεσπούν και οι δύο σε ένα άγριο γέλιο.)»
Σε ποιούς αναφέρεται ο Μπέκετ; Ποιοι είναι εκείνοι του πέφτουν; Είναι το παιδί που πέφτει από το τρένο και σκοτώνεται; Είναι ο κ. Ρώνεϋ που έχει πέσει τόσο χαμηλά που δεν του είναι τίποτα να ρίξει το μικρό παιδί έξω από το τραίνο; Ποιούς στηρίζει ο Κύριος και πώς; Η απουσία λογικού συμπεράσματος χαρακτηρίζει το Θέατρο του Παραλόγου, και ο Μπέκετ είναι ένας από τους εκπροσώπους του. Μέσα στο ζοφερό κλίμα της πανδημίας του SARS-COVID19 το έργο του επέστρεψε για να με στοιχειώσει. Είμαστε εμείς οι άνθρωποι που έχουμε λυγίσει, και βέβαιοι πως κανείς δεν θα μας ορθώσει, ξεσπούμε σε άγριο γέλιο, αφού πρώτα τσακίσουμε και άλλους; Gruesome, indeed.