Τ’ άψυχα αντικείμενα είναι πάντοτε σωστά και δεν γίνεται, δυστυχώς, να κατηγορηθούν για τίποτα. Δεν παρατήρησα ποτέ μια καρέκλα να μετακινείται με το ένα πόδι στο άλλο ή ένα κρεβάτι να σηκώνεται στα πίσω πόδια του. Και τα τραπέζια, ακόμα κι όταν είναι κουρασμένα, δεν τολμούν να λυγίσουν τα γόνατά τους. Υποπτεύομαι πως τα αντικείμενα φέρονται με αυτόν τον τρόπο από παιδαγωγικούς λόγους, θέλοντας έτσι να μας μέμφονται συνεχώς για την αστάθειά μας.
ΧΕΡΜΠΕΡΤ ΖΜΠΙΓΚΝΙΕΒ
Μια κουνιστή πολυθρόνα βρίσκεται τοποθετημένη μέσα σε μια μικρή ατομική αίθουσα προβολής όπου παίζονται στιγμιότυπα από τη ζωή του Σάμιουελ Μπέκετ στο μεγάλο πολιτιστικό κέντρο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι την άνοιξη του 2007 που την εποχή αυτή στέγαζε το μεγάλο αναδρομικό αφιέρωμα στο έργο του Ιρλανδού συγγραφέα. Μετά από την πολύωρη περιδιάβαση όλων των αιθουσών του πολυώροφου κτιρίου με τα ερεθιστικά εκθέματα για τον μεγάλο δημιουργό, κάθεσαι κατάκοπη με έκδηλη την ανακούφιση στα κουρασμένα πόδια για να παρακολουθήσεις την προβολή. Το λίκνισμα είναι σαν φυσικό ηρεμιστικό, ένα νανούρισμα υπόκωφο, γλυκό, κρυφό σαν απαγορευμένο. Δανείζεσαι κάτι από το ξύλινο δέρμα της και το ρυθμικό άρωμά της.
Η μετατόπιση της πραγματικότητας είναι γεγονός. Η μετατόπιση της πραγματικότητας στην πιο παράλογη εκδοχή της μπορεί να γίνει με μια απλή κοινή κλασική ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα. Λικνίζεσαι στα μικρά κυψελωτά κουτάκια της μνήμης, ακούς τους τριγμούς στο σανίδι. Ό,τι μπορεί να διασκεδάσει την ωμότητα των πραγμάτων, τη ρουτίνα, τη συνήθεια, την επανάληψη, την αδιέξοδη ζωή, το προδιαγραμμένο τέλος. Ένας φαρσέρ, ένας χλευαστής, ένας κυνικός να διακωμωδεί τη στασιμότητα την ακινησία την αποτελμάτωση την ιλιγγιώδη ταχύτητα μιας πραγματικότητας αυτοκαταστροφικής.
Η πραγματική ζωή – είναι γεγονός – δεν του ταιριάζει του ποιητή. Ίσως και η λογική να μην του ταιριάζει. Η πραγματική ζωή δεν μπορεί παρά να είναι ορθολογιστική. Οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν παρά να είναι καταπιεστικές στοιχισμένες ευθείες. Η ευθεία όμως, ο λεγόμενος ίσιος δρόμος, αποδεικνύεται μια πλάνη όταν αισθάνεται προδομένος από ένα είδος καταναγκαστικής ευρυθμίας, από το βαρύ μεταλλικό ρούχο της συνήθειας, της ευθύνης, της υποχρέωσης, από την υποτιθέμενη ηθική τάξη των πραγμάτων και την επιβολή υποκριτικών κανόνων που σαν τροχονόμοι συντονίζουν την κυκλοφορία μιας κοινωνίας. Το πραγματικό και το ψεύτικο, το αληθινό και το επινοημένο συμπλέκονται σε πλεξούδα, όπως ένα τσαμπί φίδια που ερωτοτροπούν έτσι όπως τυλίγονται μεταξύ τους. Στην πορεία της ζωής ο δημιουργός διαπιστώνει: Ό,τι μοιάζει πραγματικό καταλήγει μια επινόηση, εμένα μ’ ενδιαφέρει το παράλογο της ύπαρξης και η ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής, η αλήθεια της φαντασίας και η φαντασία της αλήθειας.
Ο ρεαλισμός δεν σε αφήνει ν’ αποδράσεις επιτυχώς από έναν κόσμο επίπεδο και σκληρό σ’ έναν κόσμο αιωρούμενο και στρογγυλό. Έτσι η αναμέτρηση με τον κόσμο είναι μοιραία και αναπόφευκτη. Υπηρετεί έναν παραλογισμό που φωτίζεται διαρκώς από δωρικές εκλάμψεις. Ξεσκονίζει τη μνήμη, καταγράφει μεθοδικά.
Το έργο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο θρίαμβος της απομάγευσης. Μια ζωή χωρίς μαγεία χωρίς την αναζήτηση του υπερπραγματικού χωρίς πίστη στο μεταφυσικό μια ζωή άγευστη μια ζωή νεκρή σαν ξεραμένη μέδουσα σε βράχο.