Αυτό που ονομάζουμε έρωτα είναι η εξορία, με μια καρτ ποστάλ απ' την πατρίδα πότε πότε... [1]
Δεν ξέρουμε πολλά για τον Πρώτο έρωτα. Ακόμη και ο Τζέιμς Νόουλσον, στην ογκώδη, εξαντλητική βιογραφία του συγγραφέα του,[2] ελάχιστες πληροφορίες μας δίνει. Σύμφωνα με αυτές, ο Σάμιουελ Μπέκετ έγραψε το σύντομο αυτό αφήγημα ανάμεσα στον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του 1946. Ήταν μόλις μετά την απελευθέρωση, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα. Ο σαραντάχρονος Σάμιουελ και η σύντροφός του Σουζάν ζούσαν σ' ένα πολύ μικρό παρισινό διαμέρισμα χωρίς θέρμανση, τα εισοδήματά τους ήταν πενιχρά, το κόστος της ζωής είχε σκαρφαλώσει στα ύψη (από την απελευθέρωση μέχρι τον Ιανουάριο του 1947 οι τιμές είχαν τετραπλασιαστεί). Εκείνη μεταποιούσε, σε μια αρχαία Singer, παλιά ρούχα που είχαν κρατήσει ή τους χάριζαν, επιδιορθώνοντας και ρούχα άλλων και κερδίζοντας έτσι κάποια χρήματα. Ο Μπέκετ απελπιζόταν συχνά υπομένοντας αυτή τη στερημένη, φτωχική ζωή, της οποίας η ησυχία θα πρέπει να τον τρόμαζε, την ξόρκιζε, ωστόσο, αν δεν την διασκέδαζε κιόλας, γράφοντας πολύ, πάρα πολύ, σχεδόν στροβιλιζόταν μέσα σε «μια φρενίτιδα γραψίματος». Από το 1946 και μέχρι το 1953 θα σηκώσει τα μπετά του πολυδαίδαλου, εκθαμβωτικού οικοδομήματος που συνθηματικά λέμε έκτοτε «Έργο» του.
Στην αρχή αυτής της καθοριστικής επταετίας λοιπόν βρίσκονται τα ίχνη του Πρώτου έρωτα, που ο συγγραφέας του θα κρατήσει για πολλά χρόνια κρυφό μέχρι να επανέλθει και να τον επανεπεξεργαστεί (όχι και τόσο συστηματικά και μάλλον άκεφα) στις αρχές του 1969, στο Πόρτο Σάντο, μετά από πρόταση του Ζερόμ Λίντον, που είχε ζητήσει την άδειά του να εκδώσει το κείμενο σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Η ιδέα της έκδοσης αυτών των σελίδων "από το μπαούλο" δεν τον ενθουσίαζε καθόλου, καταλάβαινε, ωστόσο, παρόλη του τη σφοδρή αντιπάθεια στους σαρκοβόρους νόμους της αγοράς, ότι, μετά τον θρίαμβο του Νόμπελ, έπρεπε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων: το γαλλικό κοινό περίμενε απ' αυτόν κάτι καινούργιο, ας ήταν και παλιό, πολύ παλιό, μιας ξεχασμένης εποχής και ηλικίας . Κάπως έτσι έγινε, ίσως όμως... Τα πράγματα συνέβησαν τελείως διαφορετικά, μα τι σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο τα πράγματα συμβαίνουν, απ' τη στιγμή που συμβαίνουν;
Σε 45 σελίδες καθαρού κειμένου απλώνεται ο Πρώτος έρωτας. Μεγάλες παράγραφοι, ενίοτε ιδιόρρυθμη στίξη, ελάχιστος (πλάγιος) διάλογος, περιορισμένη πλοκή, υποδόριο χιούμορ. Κανένας αιφνιδιασμός: η ιστορία της εναρκτήριας της αισθηματικής βιογραφίας του ήρωα σχέσης, ιδωμένη με τη γενναιόδωρη ψυχραιμία που χαρίζει η απόσταση του «τότε» εαυτού από τον «μετέπειτα», μοιάζει κοινότοπη, τετριμμένη. Πυκνοϋφασμένη, ωστόσο. Καμία χαλαρή ραφή, ίχνος περίσσειας κλωστής. Και με πολλά καλοκρυμμένα κουμπιά. Μια ιστορία εν είδει, ας πούμε, παραδείγματος για όσα θα συμβούν και στους επόμενους έρωτες, αφού το μοτίβο επαναλαμβάνεται: σε κάθε έρωτα πάει κανείς με τα ίδια όπλα, μια ιδέα πιο διαυγής μονάχα όχι στον τρόπο που ερωτεύεσαι (εκεί είσαι εσαεί καταδικασμένος να θολώνεις) μα στον τρόπο που θα μιλήσεις (και) γι' αυτόν τον έρωτα μετά, όταν η καρδιά νοιάζει απρόθυμη να χορέψει και νιώθεις την ανάγκη να της θυμίσεις τα βήματα εκείνου του χορού αφού...
...(είναι με την καρδιά που αγαπάει κανείς, έτσι δεν είναι, ή το συγχέω με κάποιο άλλο πράγμα;)
Έλα, ντε! Με την καρδιά ή με το βλέμμα; Αν πιστέψουμε τον Ρολάν Μπαρτ (και τίποτα δεν μας εμποδίζει να τον πιστέψουμε, κυρίως δεν μας εμποδίζει η ανάμνηση των δικών μας ερώτων), πρώτ' απ' όλα αγαπάμε έναν πίνακα... Ο πίνακας είναι πάντοτε οπτικός. Ενδέχεται να είναι και ηχητικός...[3] Η εικόνα μιας γυναίκας, μιας γυναίκας μοιραίας να αγαπηθεί, όρθια μπροστά σ' ένα παγκάκι, ας πούμε. Που ζητάει την άδεια να καθίσει και συ μαζεύεις τα πόδια σου, αγνοώντας ότι, την ίδια στιγμή, της δίνεις πλήρη ελευθερία να αλώσει όλον σου τον ζωτικό χώρο, να τον καταπατήσει ανελέητα περιορίζοντάς τον ασφυκτικά στην ελάχιστη εκείνη επιφάνεια που ορίζεται από το χνώτο της λαχανιασμένης σου ανάσας. Κι ύστερα, αφού καθίσει, αρχίζει να τραγουδάει (παράφωνα μα όχι δυσάρεστα), σαν για τον εαυτό της, και ευτυχώς χωρίς τα λόγια, κάποια παλιά λαϊκά τραγούδια, με τρόπο περίεργα αποσπασματικό, πηδώντας από το ένα στο άλλο... Και μετά, σου επιτρέπει να βάλεις τα πόδια σου στα γόνατά της για να πάψεις να δείχνεις ενοχλημένος που σ' εμποδίζει να ξαπλώσεις και, ενώ σου τρίβει τους αστραγάλους, φυσικά και καυλώνεις, (είναι ο κλήρος του καθενός) και κείνη το καταλαβαίνει (οι γυναίκες μυρίζονται ένα πέος σηκωμένο από απόσταση δέκα χιλιομέτρων). Και τότε παύεις να είσαι ο εαυτός σου, και είναι οδυνηρό να μην είσαι πια ο εαυτός σου, ακόμη πιο οδυνηρό από το να είσαι, ό,τι και να λένε γι' αυτό. Μόνο που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, η αυλαία έχει σηκωθεί, είσαι καταδικασμένος να περιφέρεσαι στη σκηνή ανακαλώντας (αναβιώνοντας, καλύτερα) όσα έχεις διαβάσει, ακούσει, φανταστεί, υποψιαστεί για τον Έρωτα.
Ναι, την είχα ερωτευθεί, αυτό είναι το όνομα που έδινα, που δίνω πάντα, σ' αυτό που έκανα εκείνη την εποχή. Δεν είχα δεδομένα πάνω σ' αυτό, μην έχοντας ερωτευθεί ποτέ προηγουμένως, αλλά είχα ακούσει να μιλούν για το πράγμα, φυσικά, στο σπίτι, στο σχολείο, στο μπουρδέλο, στην εκκλησία, κι είχα διαβάσει μυθιστορήματα, πεζά και έμμετρα, με την καθοδήγηση του κηδεμόνα μου, σε έξι ή επτά γλώσσες, νεκρές και ζώσες, όπου γινόταν έντονα λόγος.
Ήρθε, λοιπόν, η στιγμή της επαλήθευσης της φήμης «του πράγματος», της μέτρησής του στον δικό του, προσωπικό παλμογράφο. Μακριά απ' το παγκάκι της πρώτης συνάντησης (βοηθάει – αν δεν είναι απαραίτητος – ένας ουδέτερος χώρος για να προσηλωθείς, να ξεδιαλύνεις αυτό που νιώθεις. Αν σ' έναν τέτοιον, ακατοίκητο από τα μάτια και την ανάσα του άλλου, χώρο ο πυρετός συνεχίσει ν' ανεβαίνει, την έβαψες). Σ' έναν εγκαταλειμμένο στάβλο αγελάδων (γεμάτο ξερές και κούφιες σβουνιές που ξεφούσκωναν μ' ένα στεναγμό όταν έμπηγα μέσα τους το δάχτυλό μου), ο αφηγητής θα προσπαθήσει να παρηγορηθεί (ακόμα δεν ξέρει από τι) χαράζοντας το όνομα της αγαπημένης του πάνω σε αναρίθμητα κόπρανα βοδιών και ξεριζώνοντας με τα χέρια του τις τσουκνίδες. Μία μία οι ώρες του κατρακυλάνε και καταβροχθίζονται από την απύθμενη στιγμή της πρώτης συνάντησης με το ερωτικό αντικείμενο.
Λοιπόν σκεφτόμουν την Άννα πολύ, πολύ, είκοσι λεπτά, εικοσιπέντε λεπτά και μέχρι μισή ώρα κάθε μέρα. Φτάνω σ' αυτούς τους αριθμούς προσθέτοντας άλλους αριθμούς πιο μικρούς. Αυτός ήταν μάλλον ο τρόπος μου να ερωτεύομαι.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από εκείνον της επιστροφής στο παγκάκι (σε πολύ καλή θέση, με την πλάτη σ' ένα λοφάκι από χώμα και πετρωμένα απόβλητα), δεν υπάρχει άλλος χρόνος εκτός από εκείνον της αναμονής της. Πώς το λέει ο Μπαρτ; Η μοιραία ταυτότητα του ερωτευμένου δεν είναι άλλη απ' αυτήν: είμαι αυτός που περιμένει.[4] Έτσι ακριβώς. Θα επιστρέψει, λοιπόν, στο ίδιο παγκάκι τέσσερις ή πέντε φορές χωρίς να τη βρει αφού δεν ήταν εκεί. Αλλά εντελώς ξαφνικά ήταν, δεν ξέρω πώς, η μοιραία Άννα θα βρεθεί σε απόσταση αναπνοής.
Δεν αισθανόμουν καλά δίπλα της, εκτός του ότι αισθανόμουν ελεύθερος να σκέφτομαι άλλα πράγματα, πέρα απ' αυτήν, και αυτό ήταν ήδη πάρα πολύ, να σκέφτομαι τα παλιά δοκιμασμένα πράγματα, το ένα μετά το άλλο, κι έτσι από το ένα στο άλλο να φτάνω στο τίποτε, σαν από σκαλοπάτια που κατεβαίνουν μέσα στο βαθύ νερό. Και ήξερα πως, εγκαταλείποντάς την, θα έχανα αυτή την ελευθερία.
Από δω και πέρα, τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους. Ακολουθώντας την Άννα (που μέχρι πριν λίγο την έλεγαν Λούλου), ο εικοσιπεντάχρονος άντρας του Πρώτου έρωτα θα βρεθεί στο σπίτι της (δύο δωμάτια, χωρισμένα από μία κουζίνα, χωρίς ηλεκτρικό αλλά με τρεχούμενο νερό και γκάζι). Έχοντας απογυμνώσει το δεύτερο δωμάτιο από έπιπλα και αντικείμενα (ένας καναπές μόνο και μερικά ράφια στον τοίχο), θα την δει να γδύνεται μπροστά του (Όταν οι γυναίκες δεν ξέρουν πλέον τι να κάνουν, γδύνονται, και είναι δίχως αμφιβολία το καλύτερο που έχουν να κάνουν),μένοντας μόνο με τις κάλτσες (προορισμένες, δίχως αμφιβολία, να φέρουν στα ύψη τον ερεθισμό μου. Τότε ήταν που πρόσεξα ότι αλληθώριζε), θα την δει να διασχίζει την κουζίνα κλείνοντας πίσω της την πόρτα του δωματίου της μέχρι που, ξημέρωμα πια, θα ξυπνήσει άδειος, μετέωρος, τσακισμένος, οι αισθήσεις του σε καταστολή, το μυαλό νωθρό, πενθώντας. Η Άννα δίπλα μου, φυσικά γυμνή. Και παραδίπλα, στο άλλο δωμάτιο, στις άλλες της νύχτες, οι αναστεναγμοί, τα πνιχτά γέλια και τα μουρμουρητά των πελατών της, αφού, ναι, η Άννα είναι πόρνη. Και τώρα στέκεται μπροστά του, τεσσάρων ή πέντε μηνών έγκυος, για να του αναγγείλει την εγκυμοσύνη της. Το κατόρθωμα, λέει, είναι δικό του.
Κύλησα πάνω από την πλάτη του καναπέ, έβαλα το σακάκι μου, το παλτό μου, το καπέλο μου, δεν ξέχασα τίποτα, έσφιξα τα κορδόνια μου και άνοιξα την πόρτα του διαδρόμου.
Στις πρώτες σελίδες, ο αφηγητής, μετά το θάνατο του πατέρα του, εγκαταλείπει το πατρικό του διωγμένος απ' την υπόλοιπη οικογένεια. Στις τελευταίες, τρομαγμένος μπροστά στην επερχόμενη πατρότητα, εγκαταλείπει το σπίτι της μητέρας του παιδιού του (αν βέβαια...). Στο κενό ανάμεσα στον πατέρα που έχασε και στον πατέρα που αρνείται να γίνει ξετυλίγεται το κουβάρι του "Πρώτου Έρωτα". Έχοντας. ίσως, ελπίσει ότι αυτό το κενό μπορεί να καλυφθεί, να το γεμίσει η παρουσία μιας ερωμένης (έστω ερωμένης πολλών αντρών) μέχρι που εκείνη του ξανασυστήνεται ως μέλλουσα μητέρα του παιδιού του (ό, τι στοίχημα θες πως θα είναι γιος). Τι άλλο σου μένει από το ν' απελπιστείς μπροστά στη βάναυση λογική των πραγμάτων; Θα φύγει, λοιπόν. Θα το βάλει στα πόδια, αφού πρώτα κοντοσταθεί για λίγο ακούγοντας τα ουρλιαχτά του τοκετού, που θα τον ακολουθήσουν έξω στο δρόμο. Εκεί, θα σταθεί ψάχνοντας τις Άρκτους αλλά χωρίς να τις βρει. Θα συνεχίσει να προχωράει κι όσο προχωράει, ο θόρυβος των βημάτων του θα σκεπάσει τις κραυγές αλλά μόλις σταματήσει επανέρχονται, σίγουρα κάθε φορά πιο χαμηλές
...αλλά τι κι αν μια κραυγή είναι χαμηλή ή δυνατή; Αυτό που χρειάζεται είναι να σταματήσει. Για χρόνια πίστευα πως θα σταματούσαν. Τώρα πια δεν το πιστεύω. Θα μου χρειαζόταν κι άλλος έρωτας, ίσως. Αλλά τον έρωτα δεν τον παραγγέλνει κανείς.
Τίτλοι τέλους. Αλλά θα μπορούσε να συνεχίζεται. Στον επόμενο έρωτα, στην επόμενη κραυγή. Να επαναλαμβάνεται κάθε φορά το ρίγος με καινούργιο όνομα. Να τρέχεις να σωθείς από τον εαυτό σου και να μην τα καταφέρνεις. Να προετοιμάζεις στα σκοτεινά (ή να φαντάζεσαι) αδύνατες αποδράσεις. Να τα ξαναζείς, λοιπόν, όλα:
την πρώτη στιγμή της σαγήνης μέχρι την αιφνίδια πυροδότηση του πόθου, την τυραννία της απουσίας, τη βαθιά σκιά της απιστίας, την ανάγκη μιας κάποιας (αδύνατης) συνύπαρξης, τη σταδιακή αλλοίωση της εικόνας του ερωτικού αντικειμένου μετά την κατάκτησή του κι ύστερα τον φόβο του παρακάτω, την εγκατάλειψη, το χωρισμό, την παράδοση σε μια απουσία που μοιάζει εξαρχής επιθυμητή σαν ο έρωτας να μην εφευρέθηκε παρά για να μας θυμίσει την ανάγκη να μείνουμε μόνοι. Δεν υπάρχει τίποτα να γιορτάσεις όταν ερωτεύεσαι, μοιάζει να λέει ο Μπέκετ σ' αυτό το στοχαστικό, απομαγευμένο, χωρίς ίχνος λυρισμού κι όμως βίαια ποιητικό αφήγημα, τίποτα εκτός από την ήττα της ύπαρξης, εκείνη που οδηγεί στην κραυγή της γέννησης που μπορεί να φτάνει στ' αυτιά ως νικητήρια αλλά δεν αναγγέλλει παρά μια νέα ήττα, την πρώτη απ' όσες θ' ακολουθήσουν, κατάλαβε ό,τι μπορείς να καταλάβεις από αυτό, είναι η ηλικία και η αδυναμία, γιατί να μη με πιστέψεις; – [5]