(Παύση)

«Η τελευταία μαγνητοταινία τού Κραπ», Βασιλικό Δραματικό Θέατρο Στοκχόλμης. Στον ρόλο του Κραπ ο Jan Malmsjö. Πρεμιέρα 13 Οκτωβρίου 2017. Φωτ.: Sören Vilks.
«Η τελευταία μαγνητοταινία τού Κραπ», Βασιλικό Δραματικό Θέατρο Στοκχόλμης. Στον ρόλο του Κραπ ο Jan Malmsjö. Πρεμιέρα 13 Οκτωβρίου 2017. Φωτ.: Sören Vilks.



«Think, when we talk of horses, that you see them» διαβάζουμε στον πρόλογο του Ερρίκου Ε´ του Σαίξπηρ. Τι βλέπουμε μπροστά μας όταν διαβάζουμε παύση; Η παύση είναι ένα διάλειμμα στο κείμενο, μια σιωπή που ανακύπτει στη σκηνή. Οι ατάκες δεν διαδέχονται πια η μια την άλλη, αλλά σταματούν. Εμφανίζεται ένα κενό. Κάποιος ίσως αναρωτηθεί: Τι συνέβη; Ένας άλλος: Τι συμβαίνει; Η παύση γίνεται ένα γεγονός, παρόλο που συμβαίνει σιωπηλά.

Παρόλο που οι ηθοποιοί στη σκηνή σιωπούν, κάποιες παύσεις έχουν την τάση να περνούν απαρατήρητες. Απλά και μόνο επειδή οι ηθοποιοί γνωρίζουν την τέχνη να γεμίζουν τη σιωπή με χειρονομίες, ματιές και κινήσεις. Σε μια παύση μπορεί κάτι λανθάνον στο κείμενο να αποκτήσει μορφή και φυσική παρουσία. Κάτω στην αίθουσα το κοινό είναι το ίδιο πρόθυμο να διαβάσει τη σιωπή και να τη γεμίσει με ερμηνείες όπως του αρέσει. Ο τόνος της τελευταίας ατάκας πλανάται στη σκηνή, αντηχεί ψυχολογικά ή βοηθά στη δημιουργία μιας γέφυρας προς αυτό που θ’ ακολουθήσει. Η παύση εξαφανίζεται.

Ο Μπέκετ, ως θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, ήθελε να το αντικρούσει αυτό. Ήθελε να διατηρήσει την παύση σαν μια τρύπα στο κείμενο, ένα κενό που ούτε η ερμηνεία του θεατή ούτε η χειρονομία του ηθοποιού θα μπορούσαν να κλείσουν. Η παύση θα πρέπει να φαίνεται τόσο αναπόφευκτη, όσο και καθολικής ισχύος.

Για τους ηθοποιοί όμως είναι τόσο φυσικό να ερμηνεύουν. Η γνώση αυτού του πράγματος συνέβαλε σίγουρα στο δραστικό συμπέρασμα του Μπέκετ, ότι το καλύτερο δυνατόν θεατρικό έργο ήταν αυτό στο οποίο δεν υπήρχαν ηθοποιοί, μόνο κείμενο. Οι λιτές σκηνοθετικές οδηγίες του Μπέκετ δείχνουν επίσης προς την ίδια κατεύθυνση, προς την ιδέα ότι το θεατρικό έργο έχει ολοκληρωθεί όταν πια έχει γραφτεί.

Στο θέατρο, ωστόσο, υπάρχει η ανάγκη να γνωρίζουμε. Για παράδειγμα, πόσο θα κρατήσει μια παύση. Ο Σουηδός σκηνοθέτης Karl Dunér, ο οποίος εργάζεται κυρίως στο Βασιλικό Θέατρο της Στοκχόλμης, αυτοαποκαλείται μπεκετικός φονταμενταλιστής και σέβεται πλήρως τόσο την ακραία ακρίβεια των κειμένων, όσο και την ιλιγγιώδη τους ασάφεια. Ο Dunér έχει εργαστεί εκτενώς πάνω στις παύσεις του Μπέκετ και έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι παύσεις έως και 30 δευτερόλεπτα έχουν την τάση να εξαφανίζουν το κείμενο και να διαλύουν τους ρόλους. Μετά από 90 δευτερόλεπτα, ωστόσο, τόσο το κείμενο όσο και οι ρόλοι επιστρέφουν, και το κοινό βρίσκεται κοντά στο κείμενο και πάλι. Όσο περισσότερο κρατά μια παύση, τόσο πιο κοντινή επιστροφή στο κείμενο, μια εκπληκτική παρατήρηση από σκηνής.

Η ανάγκη του θεάτρου για ευκρίνεια, όμως, λειτουργεί σαν εμπόδιο για πολλούς θεατρικούς συγγραφείς. Στο ημερολόγιο Ενός θεατρικού συγγραφέα 20152019, ο Σουηδός συγγραφέας Lars Norén γράφει για την απροθυμία του να πάρει αποφάσεις που θα θέσουν τέρμα στην αβεβαιότητα στο θεατρικό έργο. Σκέφτεται τους ηθοποιούς και αναρωτιέται «πόσο μπορώ να περιμένω μέχρι να εντοπίσω την απουσία βεβαιότητάς τους». Ο Μπέκετ, όσο κανένας άλλος θεατρικός συγγραφέας, ήξερε πώς μπορούσε να διατηρηθεί η αβεβαιότητα σε ένα θεατρικό έργο όταν γραφόταν.

Είναι λοιπόν εύκολο να κατανοήσουμε την απροθυμία του Μπέκετ ν’ αφήσει τα έργα του ν’ ανεβούν στη σκηνή, καθώς έτσι κινδύνευε να χάσει τον έλεγχό τους. Ήταν μια πίστη στη διαχρονικότητα των κειμένων σε σχέση με την προσωρινότητα της σκηνής. Ο Σουηδός κριτικός Bengt Holmqvist ανακήρυξε κάποτε τον Μπέκετ τον τελευταίο οικουμενικό συγγραφέα. Ήταν το 1986, αλλά τίποτε απ’ όσο γνωρίζω δεν έχει αλλάξει στο ζήτημα αυτό. Ο Μπέκετ διαβάζεται, παίζεται και εκτιμάται στο πλαίσιο πάντα της διαχρονικότητάς του.

Ο Μπέκετ έδειξε την ικανότητά του για σύγχυση και δημιουργία αβεβαιότητας και έξω από τα κείμενά του, όπου δημιουργήθηκε ένα είδος παντοτινής παρουσίας του συγγραφέα. Γεννημένος στο Foxrock, έξω από το Δουβλίνο, Ιρλανδός σε γαλλική εξορία, ο Μπέκετ δεχόταν κάποιες φορές την ερώτηση αν ήταν Άγγλος. Και απαντούσε: «το αντίθετο». Au contraire. Σίγουρα μια απάντηση στην ερώτηση, αλλά ποιο είναι «το αντίθετο» του Άγγλου; Αυτή η αβεβαιότητα αγγίζει κάτι βαθιά ανθρώπινο – απροθυμία να σε ορίσουν τελεσίδικα – αλλά η προσθήκη του Μπέκετ είναι η τολμηρή αποφασιστικότητα με την οποία δηλώνει πόσο θεμελιωδώς απροσδιόριστα είναι όλα. Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τα έργα του, τα οποία με τόσο ιδιαίτερο και παράδοξο τρόπο χαρακτηρίζονται από ενέργεια και καλή διάθεση.

Εκατό δεκαπέντε χρόνια μετά τη γέννηση του Μπέκετ χιλιάδες παραστάσεις έργων του έχουν παιχθεί παγκοσμίως, και σίγουρα μπορεί να διαμορφωθεί μια μπεκετολογία γύρω από το πώς, από τη δεκαετία του 1960, αντιμετωπίζονται οι μπεκετικές παύσεις. Τα σιωπηλά κενά παραμένουν σαν διαρκώς προκλητικά εμπόδια σε κείμενα, τα οποία διαφορετικά ρέουν ομαλά. Θα έλεγα ότι το μεγάλο ενδιαφέρον για το τι πραγματικά σημαίνουν οι παύσεις έχει σταδιακά μειωθεί και τελικά εξασθενήσει. Δεν είναι πια ένα προβλήματα που πρέπει να λυθεί. Οι παύσεις θα είναι αυτό που είναι. Ίσως επειδή ο Μπέκετ είναι Μπέκετ, αλλά και επειδή το κενό σήμερα είναι λιγότερο προκλητικό από την πραγματικότητα που ζουν πολλοί στην καθημερινότητά τους. Το 2021 οι παύσεις του Μπέκετ δεν είναι μια τρομακτική άβυσσος, ούτε ένας horror vacui που πρέπει να εξαφανιστεί. Οι τρύπες σιωπής και κενού στα κείμενα του Μπέκετ δηλώνουν, αντίθετα, μια εξοικείωση με τον κόσμο. Στην εποχή της μεγάλης πολυλογίας, δηλαδή, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το κενό τραβά την προσοχή μας συνεχώς, επειδή δεν επιτρέπει παύσεις. Και, όπως ήδη όλοι γνωρίζουμε, the rest is silence.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: