Ένα είδος παράδοξου προκύπτει όταν αναλογιζόμαστε τη σχέση του Μπέκετ και του Ντεριντά με τις λέξεις και τη διαχείριση της αλήθειας, με αυτό που μετά από ιδιαίτερη για τον καθένα τους γλωσσική επεξεργασία θα νοηματοδοτηθεί. Η διερευνητική ενεργητικότητα του Ντεριντά φαίνεται να έρχεται σε σύγκρουση με τη ρητή αδιαφορία του Μπέκετ προς και μέσα σ’ έναν παραλυμένο και παραλυτικό κόσμο. Ο Μπέκετ γυρίζει την πλάτη του στον κόσμο, ενώ ο Ντεριντά εκφράζει με συνέπεια έναν ανεξάντλητο σκεπτικισμό για τις προϋποθέσεις που βοηθούν τον Μπέκετ να διαμορφώσει τη φιλοσοφία και την αισθητική του. Όμως είναι αναμενόμενο, βέβαια, ο Μπέκετ ν’ αρνιέται να λαμβάνει υπόψη του τον σκεπτικισμό του Ντεριντά ή τον δυναμισμό που αυτός αναπτύσσει. Η φιλοσοφική θέση του Ντεριντά αντιπαραβάλλεται στην προσωπική στάση του Μπέκετ. Είναι ίσως αδύνατο στο τέλος να καταφέρουν να ξεκινήσουν μια συζήτηση μεταξύ τους, στην οποία δεν θα αποκλείει ο ένας τον άλλο.
Έχει νόημα να αποδομήσουμε κάτι που ήδη δείχνει ότι πάνω απ’ όλα έχει επιλέξει τη συντροφιά του δικού του τέλους, να αποδομήσουμε την απροθυμία ή την απάθεια προς οποιαδήποτε σημασία ή δράση; Το εγχείρημα θα πρέπει να αξίζει κάποια προσπάθεια, καθώς η παράλυση του λόγου που ο Μπέκετ είτε προϋποθέτει είτε επιδιώκει δεν θα είχε προκύψει αν πίστευε στον λόγο ως στέρεη βάση με τις δικές της δομές, ιεραρχίες και πολικότητες. Η εικόνα του τίποτε δεν μπορεί να προκύψει αν δεν του δώσουμε μια ταυτότητα, μια προέλευση ή έναν σκοπό που το δικαιολογεί. Αυτό το τίποτε (ή σχεδόν τίποτε, το οποίο δεν αλλάζει κάτι για μας εδώ), το οποίο επιδιώκει ο Μπέκετ, δεν θα μπορούσε ποτέ να βρει μια θέση στον κόσμο του Ντεριντά, τουλάχιστον όχι μια θέση που θα έμενε ανέμελα απείραχτη. Το εγώ που αργοπεθαίνει στα κείμενα του Μπέκετ δεν θα είχε κανένα λόγο να το κάνει στα κείμενα του Ντεριντά, όπου εξαρχής είναι απελευθερωμένα από τα όρια που θα τους έδιναν μια αυτονόητη υποκειμενικότητα. Το «κανένα από τα δύο» του Μπέκετ διαφέρει από αυτό του Ντεριντά στο ότι απευθύνεται σε ένα τέλος, ενώ στον Ντεριντά οδηγεί σε μια ανοιχτωσιά πέρα από το άμεσο και το αυτονόητο.
Το σύντομο κείμενο του Μπέκετ «Μήτε-μήτε» αποτυπώνει καλά τη σχέση του με το τέλος ή το έγκλειστο:
προς και από στη σκιά από την εσωτερική στην εξωτερική σκιά
από τον αδιαπέραστο εαυτό στον αδιαπέραστο ανεαυτό
μέσα από μήτε τον ένα μήτε τον άλλο
όπως ανάμεσα σε δύο φωτισμένα καταφύγια των οποίων οι πόρτες μόλις
πλησιάζει κλείνουν απαλά, μόλις στρέφεται αλλού
χωρίζουν απαλά και πάλι
καλείται μπρος πίσω και απομακρύνεται
αδιάφορος για τον δρόμο, προσηλωμένος στη μια ανταύγεια
ή στην άλλη
πατήματα που δεν ακούγονται ο μόνος ήχος
ώσπου τελικά σταματούν για καλά, χάνονται για καλά
από τον εαυτό και τον άλλο
μετά κανένας ήχος
μετά απαλά φως αμείωτο πάνω σε κείνο το αμελημένο
μήτε-μήτε
σπίτι απερίγραπτο
(As the story was told: Uncollected and late prose (John Calder 1990), 108-9. Για τη σχέση του Ντεριντά με το άλλο και την άρνηση: Rodolphe Gasché, Inventions of Difference: On Jacques Derrida (Harvard UP 1994, 212-213.)
Βέβαια ο Μπέκετ αφήνει χώρο για λίγο φως, για κάποιον αμυδρό ήχο, την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε κάποιο σπίτι, έστω και αν αυτό είναι αφόρητο. Αλλά ακόμη και αν η άρνηση του Μπέκετ δεν είναι οριστική και η στιγμή του θανάτου δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί, παραμένουν και οι δυο αναγνωρίσιμες και αναμφισβήτητες, αποτελούν μια δομή, η οποία μας προσφέρεται ώστε να συνεχίσουμε να οικοδομούμε με τρόπο προβλέψιμο. Ο θάνατος και το τέλος είναι καθοριστικής σημασίας σε ένα πλαίσιο που θα είχε χάσει κάθε νόημα αν μας επέτρεπε να το αμφισβητήσουμε. Όταν ο Ποτζό στο Περιμένοντας τον Γκοντό λέει ότι οι γυναίκες ξεγεννούν «καβάλα σ’ έναν τάφο, η μέρα λάμπει για μια στιγμή, μετά πέφτει πάλι νύχτα» ή ο «Ομιλητής» στην αρχή του «Μονόλογου» αποκαλύπτει ότι «Η γέννηση ήταν ο θάνατός του», οι προθέσεις του Μπέκετ πρέπει να είναι ξεκάθαρες, ώστε η δήλωσή του να είναι σε θέση να μας βρει με όλη της τη δύναμη (μτφ. Δημήτρης Δημητριάδης, Μπάστας-Πλέσσας 1995, 133-134 και Beckett, A piece of monologue, The complete dramatic works, Faber and Faber 1990, 425). Και ακριβώς η δύναμη αυτή δίνει στα κείμενα του Μπέκετ τη μοναδικότητά τους. Το να ρωτάς τι είναι «γυναίκα» ή «ημέρα», κάτι που θα έκανε ο Ντεριντά, είναι για τον Μπέκετ (όπως με ευγνωμοσύνη καταλαβαίνουμε) και αδιάφορο και περιττό.
Ο Simon Critchley, αφού έχει αναλύσει το δοκίμιο του Αντόρνο για το τέλος του υποκειμένου στο Τέλος του παιχνιδιού του Μπέκετ, γράφει: «Αυτός που μιλάει στο έργο του Μπέκετ [Ο Ακατανόμαστος] σίγουρα δεν είναι ένα «εγώ», είναι μάλλον «αυτός» [...], το τρίτο άτομο ή η απρόσωπη ουδετερότητα της γλώσσας» (Simon Critchley, Very little... almost nothing: Death, philosophy, literature, Routledge 1997, 174, 175 και 152). Αυτός που μιλάει είναι το «Όχι εγώ» της αϋπνικής αφηγηματικής φωνής που χάσκει σαν το κενό στην εμπειρία της γλώσσας». Οι σκέψεις αυτές ωστόσο ακολουθούν την προσπάθεια του Critchley να διαβάσει τον Μπέκετ με βάση τις προσπάθειες του Μπλανσό να περιγράψει μια αφήγηση που υπερβαίνει την παρουσία και την απουσία του υποκειμένου, ενώ οι συλλογισμοί του αφηγητή στο Ο Ακατανόμαστος μας αγγίζουν επειδή αυτό σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από ένα απτό εδώ και τώρα, από τη σαφή ιδιοποίηση των λέξεων και της σιωπής. Όμως ο ίδιος ο Critchley έχει ήδη γράψει ότι «είναι θέμα μετατροπής της απουσίας νοήματος σε επίτευγμα παρά σε γεγονός, μετατροπής της απουσίας νοήματος σε έργο στα έργα του Μπέκετ» (61). Δεν πρόκειται λοιπόν για ουδετερότητα με την έννοια που ο Μπλανσό δίνει στη λέξη, καθώς ένα έργο ή ένα «επίτευγμα», ακόμη και όταν είναι εντελώς κενό νοήματος, είναι για τον Μπλανσό ακριβώς αυτό που ο συγγραφέας ή το κείμενο δεν μπορεί ποτέ να επιτύχει. Αυτό που ο Μπλανσό αποκαλεί «désastre» (καταστροφή) ή «désoeuvrement» (απραξία, απενεργοποίηση, απεργοποίηση) αφαιρεί από το έργο και το υποκείμενο οτιδήποτε θα τα καθιστούσε αναγνωρίσιμες και χρήσιμες οντότητες. Η άρνηση στον Μπέκετ παίζει ρόλο θετικό, καθώς δημιουργεί νόημα για χάρη του έργου, δίνει στο έργο ταυτότητα. Το γεγονός ότι το νόημα στο έργο αναιρείται, όπως πιστεύει ο Critchley, δεν του στερεί τη θετικότητά του, την ικανότητά του να προϋποθέτει έναν ασφαλή τρόπο επικοινωνίας όταν μας απευθύνεται.
Εάν αποδεχτούμε τη συλλογιστική του Αντόρνο και στα κείμενα του Μπέκετ διαβάζουμε «την ιστορία του τέλους του υποκειμένου» (Critchley 148-149) ή την αδυναμία του λόγου να δημιουργήσει νόημα σε ένα δεδομένο ευρωπαϊκό πλαίσιο, μπορούμε ίσως τότε να αναρωτηθούμε αν αυτή η δεινή κατάσταση θα είχε προκύψει μέσα σε ένα άλλο πλαίσιο, εντός μιας διαρκώς αποδομητικής δραστηριότητας ή πραγματικότητας, όπου θα μπορούσαμε να αποφύγουμε το σφιχταγκάλιασμα του νοήματος, όχι σκοτώνοντάς το ή αφήνοντάς το να πεθάνει, αλλά αμφισβητώντας τις προϋποθέσεις του. Πώς θα ήταν ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης λογοτεχνίας και φιλοσοφίας σήμερα, αν αντί της άρνησης είχαμε επιλέξει την αποδόμηση ως δημιουργικό υπόστρωμα; Μπορούμε μετά από τέτοιους συλλογισμούς να αποδεχτούμε την αναγκαιότητα των κειμένων του Μπέκετ και να τα απολαύσουμε πραγματικά; Μπορούμε ή πρέπει να διαχωρίσουμε τον φιλοσοφικό από τον αισθητικό Μπέκετ;
Αυτές οι ερωτήσεις φυσικά εμφανίζουν τη σχέση του Ντεριντά με τον Μπέκετ προβληματική. Ο Ντεριντά αισθάνεται μια σαφή εγγύτητα προς τον Μπέκετ, σε βαθμό που του είναι δύσκολο να γράψει γι’ αυτόν: «Ακριβώς λόγω αυτής της εγγύτητας μου είναι πολύ δύσκολο, πολύ εύκολο και πολύ δύσκολο. Ίσως τον απέφευγα λίγο λόγω αυτής της συνταύτισης» (Jacques Derrida, Acts of literature (επιμ. Derek Attridge, Routledge 1992, 60.) Τα κείμενα του Μπέκετ αγγίζουν τον φιλόσοφο βαθιά, αλλά τον κρατούν επίσης σε απόσταση. Τα «γεμάτα δύναμη» γαλλικά του Μπέκετ, εξηγεί επιπλέον ο Ντεριντά, δεν του αφήνουν πολύ χώρο να αναλύσει τη γλώσσα του Μπέκετ με τη βοήθεια μιας αποτελεσματικής μετα-γλώσσας και να αναδείξει την απελευθερωτική υπέρβαση του νοήματος. Αυτό που έχει ήδη κάνει με τον Τζόυς, τον Τσέλαν ή τον Μπλανσό, λέει ο Ντεριντά, δεν μπορεί να γίνει με τον Μπέκετ, όχι ακόμη πάντως. Στον Μπέκετ, ο Ντεριντά βρίσκει έναν αντιφατικό μηδενισμό. Όταν ρωτήθηκε αν τα κείμενα του Μπέκετ είναι ήδη «τόσο “αποδημητικά” ή “αυτοαποδομητικά” που δεν απομένουν και πολλά να γίνουν», ο Ντεριντά απαντά: «Χωρίς αμφιβολία αυτό είναι αλήθεια». Ωστόσο περιπλέκει την απάντησή του αποκαλύπτοντας τη δύσκολη θέση του: υπάρχει ένας μηδενισμός που βρίσκεται τόσο εντός της μεταφυσικής, όσο και πέρα από αυτή. Στον Μπέκετ, πιστεύει ο Ντεριντά, αυτές οι δύο «δυνατότητες» παρουσιάζουν «τη μεγαλύτερη δυνατή γειτνίαση και τον μεγαλύτερο δυνατό ανταγωνισμό. [Ο Μπέκετ] είναι μηδενιστής και δεν είναι μηδενιστής» (Attridge 61).
Ο Μπέκετ είναι μηδενιστής εντός της μεταφυσικής, επειδή πιστεύει σε αυτό που αρνείται να πιστέψει, προϋποθέτει αυτό που αρνείται. Είναι επίσης μηδενιστής πέρα από τη μεταφυσική, επειδή της γυρίζει την πλάτη ή μάλλον γράφει εντός μιας μεταφυσικής που αργοπεθαίνει. Ωστόσο ακόμη και ετοιμοθάνατη η μεταφυσική είναι ζωτικής σημασίας για τα κείμενα του Μπέκετ. Δεν θα είχε γράψει για τον θάνατο αν ο θάνατος δεν είχε ήδη αναγνωρίσιμη ταυτότητα γι’ αυτόν, ο οποίος με τη σειρά του θέτει τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις για το πώς ο Μπέκετ πρέπει να γράφει. Αν τα κείμενα του Μπέκετ ήταν «αποδημητικά» ή «αυτοαποδομητικά» δεν θα είχαν γραφτεί καθόλου, θα είχαν απαλλαγεί από αυτό που τώρα είναι το σαφές σημείο εκκίνησης και το όριό τους. Υπάρχει δηλαδή χώρος εδώ για μια αποδόμηση που θα αμφισβητεί την εξάρτηση από σημεία εκκίνησης και όρια στα κείμενα του Μπέκετ.
Ο Μπέκετ, από τη μεριά του, σίγουρα θα αρνιόταν να συζητήσει την αποδόμηση ενός πράγματος, το οποίο ήδη θεωρεί νεκρό ή αδιάφορο. Και πάλι όμως για να είναι κάτι πράγματι κάτι που τώρα είναι νεκρό, πρέπει πρώτα να είχε ζήσει και να είχε μια παρουσία που το έκανε αναγνωρίσιμο και φορέα της τελειωτικότητάς του. Αυτό ακριβώς θα επέλεγε ο Ντεριντά να αποδομήσει: την πεποίθηση ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε ποτέ να ισχύσει. Ωστόσο το έντονο ενδιαφέρον που δείχνει ο Ντεριντά στο κείμενο και η επιμονή με την οποία αμφισβητεί τις αξιώσεις του κειμένου είναι κάτι για το οποίο ο Μπέκετ από την πλευρά του στερείται τη θέληση, την επιθυμία και τη δύναμη να ενδιαφερθεί πραγματικά. Ο Μπέκετ ούτε δημιουργεί για τον εαυτό του, ούτε μας προσφέρει την ευκαιρία να εντοπίσουμε με την δυναμική περιέργεια του Ντεριντά κάτι στο κείμενο που δεν υπάρχει ήδη εκεί, ακόμη και αν απουσιάζει. Ίσως γι’ αυτό, μπορούμε να υποθέσουμε, ο Ντεριντά αισθάνεται και πλήρης σεβασμού και ανίσχυρος μπροστά στα κείμενα του Μπέκετ.
Δεν μπορούμε να βρούμε στα κείμενα του Μπέκετ κάτι που δεν βρίσκεται ήδη εκεί. Πιθανώς να μπορούσαμε να επισημάνουμε αυτό που αντιτίθεται στον μηδενισμό του, δηλαδή τη θέληση ή την απροθυμία – κάτι που στην περίπτωση του Μπέκετ είναι το ίδιο πράγμα – να περιγράψει το άπειρο τέλος. Μπορούμε επίσης να προσπαθήσουμε να θυμηθούμε ότι ποτέ δεν εγκατέλειψε τη συγγραφή, η οποία επιπλέον φέρει τη δύναμη ενός καλά επεξεργασμένου γλωσσικού ιδιώματος. Βέβαια, με την πάροδο των ετών, ο Μπέκετ έγραφε όλο και λιγότερο και είχε ενσωματώσει το φυσικό τέλος στο αισθητικό, τίποτε όμως στη δραστηριότητά του δεν δείχνει ότι δεν θα συνέχιζε με τον ίδιο τρόπο, αν είχε ζήσει άλλα εκατό χρόνια. Όμως όσον αφορά τον τρόπο του Ντεριντά να διαβάζει σε βάθος κείμενα, δεν υπάρχει τίποτε στον Μπέκετ που να επιτρέπει στον πρώτο να βρει εκεί ένα υπονομευτικό άνοιγμα, ένα άνοιγμα που υπόσχεται μια αποδομητική προσέγγιση. Δεν έχει νόημα να αμφισβητούμε το νόημα στον Μπέκετ. Μπορούμε να αμφισβητήσουμε τις συνθήκες στις οποίες βασίζεται το κείμενο πριν γραφτεί. Όταν όμως το κείμενο έχει γραφτεί, τότε είναι γραμμένο με τρόπο που είναι άσκοπο να το αμφισβητήσουμε δίχως να το διαστρεβλώσουμε πλήρως. Όποιος αιχμαλωτίζεται στα κείμενα του Μπέκετ θέλει να παραμείνει αιχμάλωτος για να απολαύσει την αιχμαλωσία.
Πέρα από τη συμπαγή και συντριπτική άρνηση που μας υποδέχεται στα κείμενα του Μπέκετ μπορούμε να ανιχνεύσουμε εκεί και μια σιωπηλή πρόθεση για κατάφαση, η οποία στον κόσμο των μπεκετικών κειμένων έχει προκαλέσει την παρατεταμένη ή αδιάκοπη αυτοεξόντωση του υποκειμένου και της λέξης. Πρόκειται για την άρνηση που παράγει ο μεταφυσικός λόγος, η οποία τώρα για τον Μπέκετ (όπως και για τον Ντεριντά) στρέφεται ενάντια στον ίδιο τον λόγο και με κάποιο είδος αυτοπεριφρόνησης τον οδηγεί σε μια διαδικασία εξουδετέρωσης. Το ότι η λέξη ή το υποκείμενο δεν πεθαίνουν ποτέ πραγματικά στον Μπέκετ, το ότι το Ο Ακατανόμαστος τελειώνει με τις λέξεις «δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω» (μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Κρύσταλο 1980, 227), είναι ίσως ο τρόπος του Μπέκετ να περιμένει τον Ντεριντά, ένας τρόπος να ελπίζει ότι οι λέξεις θα μπορούν κάποια μέρα να χρησιμοποιηθούν δίχως συγχρόνως να προϋποθέτουν ή να ασκούν εξουσία. Η λέξη που αποστρέφεται την εξουσία στον Μπέκετ, όπως και στον Ντεριντά, είναι μια λέξη ενάντια στην εξουσία, και επομένως μια καταφατική λέξη. Είναι ίσως στο σημείο αυτό (επίσης) που ο Ντεριντά έρχεται «πολύ κοντά» στον Μπέκετ, που στην παραίτηση του Μπέκετ βλέπει πώς αυτή μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στην αποδόμηση. Όταν ταυτιζόμαστε με τον Μπέκετ, ταυτιζόμαστε και με τη θέλησή του να συνεχίσει να μιλά, με την κρυφή ελπίδα ότι σ’ αυτή τη συνέχιση κάποτε, και ίσως δίχως πολύ μεγάλη προσπάθεια, θα βρούμε τις λέξεις που απελευθερώνουν.
Ο Ντεριντά από την μεριά του εκφράζει συχνά την προθυμία να καταφάσκει, παρόλο που πάντα προσεγγίζει την κατάφαση με τη βοήθεια ερωτήσεων τις οποίες δεν προτίθεται να απαντήσει. Και συχνά χρησιμοποιεί αρνητικούς όρους στην προσπάθειά του να απομακρύνει όλα τα ίχνη αυτού που αναμφισβήτητα καταπνίγει την κατάφαση: το μεταφυσικό ή το κατηγορηματικό. Ο Ντεριντά, ωστόσο, δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ εκφράσεις που θα έδιναν παρουσία στην ίδια την αρνητικότητα, κάτι που είναι θεμελιώδες στη γραφή του Μπέκετ και, πράγμα τουλάχιστον εξίσου σημαντικό, στην ανάπτυξή της. Ο Μπέκετ στρέφει την αρνητικότητα ενάντια στον εαυτό της, στον τερματισμό της δράσης της τη στιγμή που αυτή ενισχύει τον εαυτό της. Στα τριάντα πέντε δευτερόλεπτα του θεατρικού έργου Αναπνοή ο Μπέκετ επιτρέπει στο σώμα του υποκειμένου να είναι παρόν στην απουσία του. Στη σκηνή ακούγονται μόνο δύο μικρές κραυγές, μια εισπνοή και μια εκπνοή. Το μόνο πράγμα που βλέπουμε μπροστά μας είναι διάφορα σκουπίδια (The complete dramatic works, 371). Ο συγγραφέας αποσύρει τον εαυτό του, επιδεικνύει την ίδια του την εξαφάνιση, την απροθυμία του να περάσει από την αναπνοή και τις κραυγές σε συγκροτημένη ομιλία. Η αρνητικότητα πεθαίνει έτσι έναν αρνητικό θάνατο, έναν πλήρως παρόντα και σαφή θάνατο, ο οποίος, μπορούμε να υποθέσουμε έχει την κατάφαση ως απώτερο στόχο του. Ωστόσο είναι η αρνητικότητα που τονίζεται με έμφαση στο έργο: οι κραυγές προέρχονται από ένα απόν σώμα και το όχι που υψώνεται στη σκηνή αναπνέει ακόμη και μετά το τέλος του δράματος. Ο Ντεριντά με τη σειρά του μιλάει για «την αναπνοή του άλλου» (Ulysse gramophone, deux mots pour Joyce, Galilée 1987, ιδιαίτερα στη σ. 137) ως ένα «ναι» που ούτε ακούγεται ούτε φαίνεται, αλλά εμφανίζεται πάντα ως η ίδια η διαφορά, αυτό που ποτέ δεν καταλήγει σε παρουσία ούτε «έχει θέση στο τέλος μιας γραμμικής ιστορίας της φιλοσοφίας» (Τζέφρυ Μπένινγτον, Ζακ Ντεριντά, Ντερριντά, μτφρ. Απόστολος Λαμπρόπουλος και Ευτύχης Πυροβολάκης, Νήσος 2019, 119).
Το γράψιμο σε έναν συγκεκριμένο χώρο μετά τον Μπέκετ και τον Ντεριντά σημαίνει συμμετοχή σε μια δραστηριότητα που χρησιμοποιεί τον λόγο, όχι όμως και τις αυταρχικές αξιώσεις του λόγου. Αυτό που στον Μπέκετ γεμίζει με οικειότητα το ανείπωτο και απεχθές σπίτι, στο οποίο το τελεσίδικο τέλος δεν έρχεται ποτέ, αφήνοντας έτσι περιθώρια για ελπίδα και σιωπηλές υποσχέσεις, ή η υπόσχεση που συναντάμε στον Ντεριντά και η οποία δίνεται από το άλλο, θα μπορούσαν να είναι εδώ τώρα, απαλλαγμένα από την άρνηση; Η κατάφαση για τη Ντεριντά βρίσκεται καθ’ οδόν, δεν έχει φτάσει ακόμη. Ο χώρος της, επιπλέον, δεν είναι «ένα μέρος που πραγματικά υπάρχει. Είναι ένα ”έρχεται”· είναι αυτό που αποκαλώ κατάφαση που δεν είναι θετική. Δεν υπάρχει, δεν είναι παρούσα [...] Είναι συνεπώς μια κατάφαση που είναι πολύ επικίνδυνη, αβέβαιη, απίθανη· ξεφεύγει εντελώς από τον χώρο της βεβαιότητας» (Peter Brunett και David Wills, Deconstruction and the visual arts: Art, media, architecture, Cambridge UP 1994, 26. Για την κατάφαση ως υπόσχεση: «Nombre de oui», Psyché: Inventions de l’autre, Galilée 1987, 649 και Ulysse gramophone: Deux mots pour Joyce, Galilée 1987, 126). Μπορούμε να αναπνεύσουμε εδώ χωρίς να σηματοδοτούμε ένα τέλος ή μια υπόσχεση; Θα μπορούσε να είναι μια ανάσα που προέρχεται από μια κατάφαση, η οποία λαμβάνει χώρα εδώ και τώρα και που μας αφορά και μας επηρεάζει άμεσα; Μπορούμε να γράψουμε χωρίς παραίτηση και χωρίς ερωτήσεις, χωρίς αυτόν που παραιτείται και αυτόν που ρωτάει; Αυτό που για τους Μπέκετ και Ντεριντά ήταν ανέφικτο και τους έκανε να μιλούν γι’ αυτό με αρνητικούς όρους θα μπορούσαμε ίσως να το υποδεχτούμε ως το ανέφικτο που κατάφερε να απαλλαγεί από την αρνητικότητά του, και το οποίο ακριβώς για τον λόγο αυτό δεν θα έπρεπε να ονομάζεται ανέφικτο.
Ο Μπέκετ συζητά το ανέφικτο στον τρίτο του διάλογο με τον Georges Duthuit. Ο Bram van Velde, αφηγείται ο Μπέκετ, «είναι ο πρώτος του οποίου η ζωγραφική έχει χάσει, απαλλαχθεί αν θέλετε απ’ αυτό που της έδωσε κάθε μορφή και σχήμα, είτε ιδεατό είτε υλικό, και ο πρώτος του οποίου τα χέρια δεν έχουν δεθεί από τη συνειδητοποίηση ότι η έκφραση είναι μια ανέφικτη πράξη». Και λίγο αργότερα προσθέτει ότι ο van Velde είναι «ο πρώτος που παραδέχεται ότι το να είσαι καλλιτέχνης σημαίνει να αποτυγχάνεις, όπως κανείς άλλος δεν τολμά να αποτύχει [...]». Αυτός ο καλλιτέχνης είναι «ανίκανος να δράσει», αλλά συγχρόνως «αναγκασμένος να δράσει», να ζωγραφίζει το ανέφικτο (Proust and Three dialogues with Georges Duthuit, John Calder 1987, 121 και 125). Ο συγγραφέας βρίσκεται αντιμέτωπος με την απαιτητική σιωπή, οι λέξεις του δεν μπορούν να δημιουργήσουν νόημα, αλλά ούτε μπορούν να σταματήσουν να βγαίνουν από το στόμα του. Η θέληση ή η δύναμη να φτάσει σε ένα τέλος λείπουν. Οι λέξεις γίνονται κενά κελύφη, ήχοι σαν ίχνη μιας ζωή που κανείς δεν μπορεί να ζήσει, η οποίο όμως συνεχίζει να ζει χάρη στη δική της αδυναμία. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα απερίγραπτο όριο: «[...] νάμε πάλι μακριά, νάμε πάλι ο απών, τώρα είναι η σειρά του, αυτουνού που δεν μιλάει ούτε ακούει, που δεν έχει ούτε σώμα ούτε ψυχή, κάτι άλλο έχει, κάτι πρέπει να ’χει, κάπου πρέπει να ’ναι, είναι φτιαγμένος από σιωπή [...]» (Ο Ακατανόμαστος, 224). Η σιωπή και η αδυναμία να γνωρίζουμε ποιος, τι και πού είναι κάποιος έχει την αρνητικότητα μόνο ως καταφύγιο, ως τον μόνο τρόπο έκφρασης. Το αδύνατο παρουσιάζεται με τη βοήθεια παραλυμένων δυνατοτήτων που σε συνηθισμένες περιπτώσεις ή σε έναν άλλο κόσμο θα οδηγούσαν σε σημαντικές σκέψεις, καθαρά συναισθήματα ή ευχάριστα όνειρα. Ο Μπέκετ όμως αναφέρει το αδύνατο χωρίς να προσπαθεί να του δώσει μορφή ή να επιτρέψει να εκφραστεί μέσα από το κείμενο, δεν ανοίγει το δωμάτιο του αδύνατου. Παρελκύει μόνο την αιώνια στιγμή του θανάτου του εφικτού.
Ο Ντεριντά γράφει συχνά για το ανέφικτο και, όπως ο Μπέκετ, εννοεί αυτό για το οποίο η γλώσσα δεν μπορεί να μιλήσει παρά μόνο με τη βοήθεια της μεταφυσικής. Επιστρέφει στο ανέφικτο ως αυτό που απομένει όταν έχουμε απομακρύνει από το ανέφικτο το αυτονόητο και το αυταρχικό. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να εκφράσουμε το ανέφικτο χρησιμοποιώντας μόνο αρνητικούς όρους, καθώς υπερβαίνει τη δυνατότητα της γλώσσας για ασφαλή διαμεσολάβηση. Το ανέφικτο μας διαφεύγει, στερείται παρουσίας και ταυτοτικών ιδιοτήτων. Στην αρχή της «Περιτομολόγησης» ο Ντεριντά γράφει ότι «ποτέ δεν αγάπησα τίποτε άλλο εκτός από το αδύνατο» (Ντερριντά, 43). Εάν ο Ντεριντά στο κείμενο αυτό είναι σκόπιμα αινιγματικός, είναι πολύ ξεκάθαρος όταν λίγα χρόνια νωρίτερα γράφει τα εξής για την «αποδόμηση»: «Θα έλεγα ότι δεν χάνει τίποτε με το να παραδεχτεί ότι είναι αδύνατη.» Και προσθέτει: «Το ενδιαφέρον της αποδόμησης [...] είναι μια ορισμένη εμπειρία του αδύνατου: δηλαδή [...] η εμπειρία του άλλου ως επινόηση του αδύνατου, με άλλα λόγια ως η μόνη δυνατή επινόηση» (Psyché, 26-27 και 59).
Στην τόσο προσωπικά γραμμένη «Περιτομολόγηση» συναντάμε ραψωδικά και ελεγειακά σημεία που συχνά φέρνουν στον νου τον Μπέκετ και δείχνουν αποτελεσματικά την έλξη που ασκούσε στον Ντεριντά: «[...] και προσπαθώ να πάψω να ενδιαφέρομαι για μένα, για να αποσυρθώ από τον θάνατο, με τρόπο ώστε το ”εγώ”, στο οποίο υποτίθεται συμβαίνει ένας θάνατος, να φύγει σταδιακά, όχι, να καταστραφεί προτού έρθει να το βρει ο θάνατος, έτσι ώστε στο τέλος να μην υπάρχει πια κανείς που να φοβάται ότι θα χάσει τον κόσμο αν αφεθεί να χαθεί ο ίδιος μέσα του [...]» (Ντερριντά, 229). Μπορούμε πάντα να φανταστούμε έναν Ντεριντά που δεν θέλει τίποτε περισσότερο από το να φτάσει στη σιωπή που υπάρχει πέρα από τις λέξεις, να εισχωρήσει στην ηρεμία που έχει ήδη διαφύγει από τον κλοιό της γλώσσας. Ναι, να μη χρειάζεται να μιλάμε ή να σκεφτόμαστε τη στάση μας στον κόσμο, να μπορούμε να αφήνουμε την ανυπεράσπιστη ανοιχτότητα του κόσμου να μας βρίσκει με πλήρη δύναμη και να μας διαπερνά, να μπορούμε να απολαμβάνουμε την ευάλωτη ανθρωπότητά μας, να μπορούμε να είμαστε ένας Μπέκετ που ήδη είναι ένας Ντεριντά, ώστε αναπόφευκτα στη σιωπή να μπορούμε να βρίσκουμε τις λέξεις που θα μας απαλλάξουν και από τις λέξεις και από τη σιωπή, από λόγια που «λιγοστεύουν» (Ο Ακατανόμαστος, 225), αλλά όμως δεν τελειώνουν ποτέ. Ποτέ δεν θα είναι εντελώς σιωπηλά. Και ίσως οι λέξεις τώρα, εδώ, σ’ αυτή την απρόσιτη σιωπή, σταδιακά να σταματήσουν να επισείουν την οριστικότητα του θανάτου και μια για πάντα να δείξουν την εορταστική ανεξαρτησία τους. Ίσως στέκει ένας Ντεριντά κάπου εκεί μπροστά και γνέφει και είναι χαρούμενος που θα υποδεχτεί έναν Μπέκετ που, παρ’ όλα αυτά, αγαπά τις λέξεις, έναν Μπέκετ απελευθερωμένο επιτέλους από την παραίτηση στην οποία τον έριξαν οι λέξεις.
(Μετάφραση από τα σουηδικά κεφαλαίου του βιβλίου μου Panta rei i mjuka mörkret, Växjö UP 2003, 42-51.)