Για πολλά χρόνια, στο δωμάτιο μου δέσποζε μια αφίσα από την πρώτη παράσταση του έργου Περιμένοντας τον Γκοντό που παρακολούθησα στο ιστορικό θέατρο Πολύτεχνο της οδού Μαυρομιχάλη πάνω στην αλλαγή της χιλιετηρίδας. Η αφίσα αναγράφει: «Ένας αιώνας φεύγει περιμένοντας τον Γκοντό». Αυτή η βαθιά αγωνία για έναν αιώνα που αποχωρεί και η επιθυμία για αλλαγή προς κάτι που θα νοηματοδοτήσει την ύπαρξή μας ήταν και η δική μου αφετηρία για την κατανόηση της γοητείας των πλασμάτων του Μπέκετ, παγιδευμένων σε ένα χρόνο χωρίς αρχή μέση και τέλος, σε χώρους κλειστοφοβικούς χωρίς δυνατότητα εξόδου ή κίνησης. Τι κοινό μοιραζόταν ο κόσμος των τελών του εικοστού αιώνα με αυτές τις θεατρικές φιγούρες; Πώς μας βοηθά ο Μπέκετ να φανταζόμαστε τον κόσμο αυτή τη στιγμή;
Αυτό που οι σύγχρονοι θεατές ή αναγνώστες του Μπέκετ μπορεί να αντιληφθούν είναι ότι, πέρα από τον βαθύ υπαρξιακό διάλογο με την εποχή του, το αποτύπωμά του στον εικοστό πρώτο αιώνα είναι εξίσου βαθύ. Η απώλεια κάθε αίσθησης ασφάλειας και εξασφάλισης, η ελαστικοποίηση και κυκλικότητα του χρόνου, η προσμονή της αλλαγής που δεν έρχεται και η έλλειψη μετάβασης προς ένα καλύτερο μέλλον – κεντρικά στοιχεία του μπεκετικού έργου – ήδη συνιστούν τα κύρια χαρακτηριστικά της αίσθησης που μας αφήνουν οι πρώτες δεκαετίες του αιώνα. Μέσα σε ένα σύμπαν επισφαλές όπου τίποτα δεν προμηνύει σιγουριά και βεβαιότητα, όλα μοιάζουν να δρουν σε ένα τεντωμένο παρόν στο οποίο αναμένουμε τις μελλοντικές ευτυχισμένες μέρες αναφωνώντας σαν τη Γουίνι στις Ευτυχισμένες Μέρες, «’Οχι καλύτερα, όχι χειρότερα, καμιά αλλαγή» και επιδιδόμαστε σε φρενήρεις μονολόγους όπως το Στόμα στο Όχι Εγώ προκειμένου να εξοφλήσουμε ένα χρέος απέναντι σε ένα αθέατο δανειστή που μας κρατάει για πάντα δέσμιους της αβεβαιότητας για το μέλλον.
Μέσα από μια σύγχρονη οπτική, η Αμερικανίδα φιλόσοφος Judith Butler προτείνει μια οντολογία που βασίζεται στην έννοια της επισφάλειας· σύμφωνα με αυτή, στο επίκεντρο τοποθετείται όχι μόνο η a priori υπαρξιακή συνθήκη της τρωτότητας της ίδιας της ζωής αλλά και η πολιτική ευθύνη απέναντι στις ζωές αυτές που δεν θεωρούνται άξιες πένθους, ανθρώπινες και μη (Frames of war: When is life grievable? Verso 2009, 2). Η επισφάλεια στο έργο του Μπέκετ εκφράζεται μέσα από την αναπαράσταση ενός κόσμου σε φθορά όπου η παρουσία της ίδιας της ζωής είναι κατεξοχήν ευάλωτη. Η ανθρώπινη υπόσταση των χαρακτήρων του επί σκηνής είναι αμφιλεγόμενη· αμφιταλαντευόμενοι μεταξύ ζωής και θανάτου θυμίζουν φαντάσματα, ασώματες κεφαλές που στερούνται τη δυνατότητα της φυσικής κίνησης. Όπως υποστηρίζει και ο κριτικός James Knowlson, ο Μπέκετ βίωσε από κοντά την τρωτότητα και την επισφάλεια της ζωής μιας που ο ίδιος είχε κινδυνεύσει θανάσιμα από μια επίθεση με μαχαίρι που δέχτηκε το Γενάρη του 1938 αλλά και από τα επώδυνα βιώματα του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, που τον οδήγησαν να είναι φιλικά προσκείμενος προς τους κοινωνικά αδικημένους ή τους ασθενέστερους (Images of Beckett, Cambridge University Press, 2003, 27-28). Οι ανθρώπινες μορφές στο έργο του μοιάζουν θύματα της σύγχρονης βιοπολιτικής· ζωές απαλλοτριωμένες που δεν αναγνωρίζεται η ανθρώπινη υπόστασή τους: άεργοι, ανάπηροι, γερασμένοι, κοινωνικά αόρατοι, εξοστρακισμένοι και μοναχικοί κατοικούν σε σκουπιδοτενεκέδες, σε σκοτεινά δωμάτια, σε βουναλάκια από χώμα και σε πιθάρια.
Η οντολογία της επισφάλειας στο μπεκετικό σύμπαν αφορά τόσο στους χαρακτήρες όσο και το ανοίκειο περιβάλλον τους. Η δυστοπία των άδειων και ερημωμένων δραματικών και σκηνικών χώρων φέρνουν στο νου μετα-αποκαλυπτικές εικόνες μια εποχής που φαντάζει να μας πλησιάζει ολοένα και γρηγορότερα χαρτογραφώντας ένα κόσμο υπό την επιρροή της «αργής βίας» που ο θεωρητικός Rob Nixon περιγράφει στο βιβλίο του Slow violence and the environmentalism of the poor (Harvard UP 2011). Το θεατρικό έργο του Μπέκετ μοιάζει να υπογραμμίζει τους μη θεαματικούς μηχανισμούς της αργής βίας και τις μακροχρόνιες επιδράσεις της, παρουσιάζοντας μια σκηνική οντολογία που καθορίζεται από την απουσία ή τη φθορά της ζωής κάθε είδους. Από το ξερό δέντρο στο Περιμένοντας τον Γκοντό, το καμένο τοπίο που καταπίνει τη Γουίνι στις Ευτυχισμένες Μέρες, στη νεκρή φύση που απλώνεται έξω από το παράθυρο του δωματίου στο Τέλος του Παιχνιδιού και τον σκουπιδότοπο του Αναπνοή, η τοπογραφία του μοιάζει πολύ κοντινή και σχεδόν απτή, σείοντας τα θεμέλια του ανθρωποκεντρισμού και δίνοντας υπόσταση στο μη ανθρώπινο. ‘Ισως αυτό που αναμένουμε με τόση ανυπομονησία να φτάσει και που μας θυμίζει ο Μπέκετ καθώς οι δεκαετίες φεύγουν είναι, εν τέλει, ο εκτοπισμός του ίδιου του ανθρώπου από το επίκεντρο της ύπαρξης και η ανάδειξη της αλληλοεξάρτησής του με κάθε είδους ευάλωτη ζωή.