Μπέκετ: Δουβλίνο

Τα γε­νέ­θλια της μη­τέ­ρας μου, στις 16 Ιου­νί­ου, δια­δρα­μα­τί­ζο­νται την ίδια ημέ­ρα που ο Ιρ­λαν­δός «Οδυσ­σέ­ας» δια­τρέ­χει το Δου­βλί­νο. Επο­μέ­νως, ίσως ήταν ανα­πό­φευ­κτο να με­τα­κο­μί­σω στην πρω­τεύ­ου­σα της Ιρ­λαν­δί­ας, όπου θα έμε­να μέ­χρι να ολο­κλη­ρω­θεί, λί­γο πιο πά­νω από τη γέ­φυ­ρα Τζέιμς Τζό­υς, η γέ­φυ­ρα Σά­μιου­ελ Μπέ­κετ, κα­θι­στώ­ντας το τμή­μα των νε­ρών του πο­τα­μού Λί­φι ανά­με­σα στις δύο γέ­φυ­ρες ένα “ρεύ­μα συ­νεί­δη­σης” (stream of consciousness) ή εσω­τε­ρι­κού μο­νο­λό­γου, όπως προ­έ­βλε­πε επι­στο­λο­γρά­φος στην εφη­με­ρί­δα Irish Times. Όσο και αν ίστα­νται για τον εαυ­τό τους, οι τό­ποι διαρ­κώς υφί­στα­νται μια εν­συ­νεί­δη­τη το­πο­λο­γία.
Πράγ­μα­τι ο Μπέ­κετ ήταν ο λό­γος της πρώ­της μου επί­σκε­ψης στο Δου­βλί­νο, όταν σπού­δα­ζα στο Όρε­γκον. Για τα γραμ­μέ­να στα αγ­γλι­κά βι­βλία του πε­ζο­γρα­φί­ας κου­βε­ντιά­ζα­με με τον Γκρέ­γκο­ρι με­τα­με­σο­νύ­κτιες ώρες, κα­θι­σμέ­νοι στα σκα­λιά της βι­βλιο­θή­κης, που έμε­νε ανοι­χτή και μπο­ρού­σες να πας αφού τε­λειώ­σει κά­ποιο βρα­δι­νό πάρ­τι. Ετοί­μα­ζε επί πτυ­χίω ερ­γα­σία στη θε­ω­ρία συ­νό­λων και ξε­κού­ρα­ζε από τα μα­θη­μα­τι­κά το κε­φά­λι του αντι­γρά­φο­ντας σε­λί­δες από το καλ­λι­γρα­φη­μέ­νο Κελ­τι­κό Ευαγ­γέ­λιο (Book of Kells). Στο κολ­λέ­γιό μας δί­δα­σκε ο επι­φα­νέ­στε­ρος καλ­λι­γρά­φος στην Αμε­ρι­κή, στην επιρ­ροή του οποί­ου στον Στιβ Τζο­μπς, στο διά­στη­μα που ήταν φοι­τη­τής εκεί, πρέ­πει να απο­δο­θούν τα εύ­σχη­μα ει­κο­νί­δια στους υπο­λο­γι­στές Apple, που έπει­τα γε­νι­κεύ­τη­καν και σε άλ­λες οθό­νες.
Λό­γω των συ­ζη­τή­σε­ων για τον Μπέ­κετ, με τον Γκρέ­γκο­ρι γί­να­με συ­γκά­τοι­κοι, σε ένα διώ­ρο­φο σπί­τι, με αχλα­διές στην αυ­λή, την ενοι­κί­α­ση του οποί­ου εί­χα κλη­ρο­νο­μή­σει. Ερω­τευ­μέ­νος με Ιρ­λαν­δέ­ζα, δεν μπο­ρού­σα να μεί­νω σπί­τι της, όπου έμε­ναν και άλ­λοι. Με τον Γκρέ­γκο­ρι διορ­γα­νώ­να­με «ιρ­λαν­δι­κές εβδο­μά­δες», αγο­ρά­ζο­ντας ένα σα­κί πα­τά­τες, που βρά­ζα­με, ψή­να­με, τη­γα­νί­ζα­με και μα­γει­ρεύ­α­με με κά­θε τρό­πο, ενώ ετοί­μα­ζα μια επί πτυ­χίω ερ­γα­σία για την ανα­δρα­στι­κή αντί­λη­ψη του χρό­νου και του χώ­ρου, που ήθε­λε να συν­δέ­σει επι­μέ­ρους πει­ρά­μα­τα Ια­πώ­νων και Αμε­ρι­κα­νών ψυ­χο­λό­γων, τα οποία εί­χαν ξε­χα­στεί, με ανε­ξάρ­τη­τες πα­ρα­τη­ρή­σεις του Χού­σερλ.
Ο συ­γκά­τοι­κός μου πή­γε στο Δου­βλί­νο να δει το ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο Κελ­τι­κό Ευαγ­γέ­λιο, που φυ­λάσ­σε­ται στο Κολ­λέ­γιο Τρί­νι­τι, και ο ει­δι­κός έφο­ρος του χει­ρο­γρά­φου τον προ­σκά­λε­σε να πα­ρα­μεί­νει ένα διά­στη­μα ως βοη­θός του. Ήταν κα­λή στιγ­μή να πά­με και εμείς, έχο­ντας βρε­θεί στο Πα­ρί­σι και το Λον­δί­νο, όπου αφή­σα­με τα πράγ­μα­τά μας. Η φί­λη μου εί­χε πε­ρισ­σό­τε­ρους γνω­στούς, κα­θώς ήταν σχε­δόν εί­κο­σι χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρή μου. Βια­στι­κά γε­μί­σα­με ένα βα­λι­τσά­κι και πή­ρα­με το τρέ­νο, το οποίο από τη βό­ρεια Αγ­γλία θα έμπαι­νε σε φέ­ρι, που θα διέ­σχι­ζε την ιρ­λαν­δι­κή θά­λασ­σα έως το Μπέλ­φαστ. Υπο­λό­γι­ζα σε ένα Bushmills, το ουί­σκι με την αρ­χαιό­τε­ρη άδεια από­στα­ξης, στο μπαρ του ξε­νο­δο­χεί­ου Europa, που ήταν συ­χνός στό­χος βομ­βι­στι­κών επι­θέ­σε­ων. Στη Βό­ρεια Ιρ­λαν­δία, από όπου προ­ερ­χό­ταν η φί­λη μου, μό­νι­μη κά­τοι­κος των ΗΠΑ πια, μαί­νο­νταν οι Φα­σα­ρί­ες (the Troubles).
Η κα­τα­γω­γή της, η φοι­τη­τι­κή μου βί­ζα, το γε­γο­νός ότι προ­ερ­χό­μουν από χώ­ρα υπό δι­κτα­το­ρι­κό κα­θε­στώς και ένα βα­λι­τσά­κι ως μό­νες απο­σκευ­ές ήταν αδύ­να­τον να δια­φύ­γουν της προ­σο­χής των Βρε­τα­νών μυ­στι­κών αστυ­νο­μι­κών, που απα­γό­ρευ­σαν την ανα­χώ­ρη­ση του φέ­ρι με τα βα­γό­νια του τρέ­νου ήδη μέ­σα, ενώ μας ανέ­κρι­ναν σε χω­ρι­στά κε­λιά. Ίσως δεν βο­ή­θη­σε ότι απά­ντη­σα κα­τα­φα­τι­κά, όταν με ρώ­τη­σαν αν ήταν δι­κά μου όλα τα πράγ­μα­τα στο βα­λι­τσά­κι, που ζή­τη­σαν να ανοί­ξω. Ίσως δεν βο­ή­θη­σε ότι, ανοί­γο­ντάς το, το πρώ­το που πε­τά­χτη­κε έξω ήταν ένα σου­τιέν και, κα­θώς ήταν κα­θη­με­ρι­νή, πο­τέ την Κυ­ρια­κή, εί­πα. Μας άφη­σαν να φύ­γου­με με­τά από ώρες. Στο Μπέλ­φαστ απέ­φυ­γα τη σύλ­λη­ψη από Βρε­τα­νούς στρα­τιώ­τες, που μας πα­σπά­τευαν για όπλα, για­τί απέ­σπα­σε την προ­σο­χή μου η ερώ­τη­σή της αν εί­χα­με μα­ζί μας τον Μα­λόν, χω­ρίς ευ­τυ­χώς να προ­σθέ­σει ότι «πε­θαί­νει», όπως δη­λώ­νει ο τί­τλος του Μπέ­κετ.
Με­τά κα­τη­φο­ρί­σα­με προς το Δου­βλί­νο, όπου εί­χα­με ρα­ντε­βού με τον Γκρέ­γκο­ρι σε ένα ιν­δι­κό εστια­τό­ριο. «Το θέ­λε­τε λι­γό­τε­ρο έντο­νο;» ρώ­τη­σε για το βι­ντα­λού ο σερ­βι­τό­ρος, που έφυ­γε θο­ρυ­βη­μέ­νος από την απά­ντη­σή μας ότι το προ­τι­μού­σα­με πα­ρα­δο­σια­κό. Αμέ­σως, από το δια­χω­ρι­στι­κό της κου­ζί­νας φά­νη­κε, με λευ­κό σκού­φο, το κε­φά­λι του μά­γει­ρα, που μας κοί­τα­ξε με απο­ρία. Αν ήταν και η ημέ­ρα καυ­τή, όπως το φα­γη­τό, μπο­ρεί να κα­τα­λή­γα­με μέ­σα στον πο­τα­μό Λί­φι για να συ­νέλ­θου­με. Δεν υπήρ­χε ακό­μη η σκέ­ψη να κα­τα­σκευα­στεί μια γέ­φυ­ρα Μπέ­κετ, ο οποί­ος άλ­λω­στε, με­τά τον πό­λε­μο και την αντί­στα­ση ενα­ντί­ον των Γερ­μα­νών στη Γαλ­λία, έγρα­φε στα γαλ­λι­κά, μια άλ­λη γλώσ­σα όπου εί­χε κα­τα­φύ­γει, αφού ο Τζό­υς κα­τέ­κτη­σε τη γλώσ­σα των Άγ­γλων κα­τα­κτη­τών της χώ­ρας τους.

Ο Μπέκετ σε νεαρή ηλικία
Ο Μπέκετ σε νεαρή ηλικία

Δουβλίνο: Μπέκετ

Ποια εί­ναι εκεί­νη η αξέ­χα­στη φρά­ση; Χό­ρε­ψε πρώ­τα. Σκέ­ψου με­τά. Εί­ναι η φυ­σι­κή σει­ρά. Ας δο­κι­μά­σεις πά­λι. Ας απο­τύ­χεις πά­λι. Ας απο­τύ­χεις κα­λύ­τε­ρα. Εί­ναι τό­σο ωραίο να ξέ­ρεις πού πη­γαί­νεις, στα αρ­χι­κά στά­δια. Σχε­δόν σε ελευ­θε­ρώ­νει από την επι­θυ­μία να πας. Εί­σαι στη Γη. Δεν υπάρ­χει για­τρειά για αυ­τό. Όλοι γεν­νιό­μα­στε τρε­λοί. Με­ρι­κοί πα­ρα­μέ­νου­με. Τα δά­κρυα του κό­σμου εί­ναι μια στα­θε­ρή πο­σό­τη­τα. Για κά­θε άτο­μο που αρ­χί­ζει να κλαί­ει κά­που αλ­λού κά­ποιος άλ­λος στα­μα­τά. Το ίδιο ισχύ­ει και για το γέ­λιο. Δεν μπο­ρώ να συ­νε­χί­σω, θα συ­νε­χί­σω. Έτσι εί­μαι. Εί­τε ξε­χνώ αμέ­σως, εί­τε πο­τέ δεν ξε­χνώ. Τί­πο­τε δεν εί­ναι πιο αστείο από τη δυ­στυ­χία. Χρη­σι­μο­ποιώ τις λέ­ξεις που μου δί­δα­ξες. Αν δεν ση­μαί­νουν τί­πο­τε πια, δί­δα­ξέ μου άλ­λες. Ή άσε με στη σιω­πή. Ιδού ο άν­θρω­πος με όλα του, που κα­τη­γο­ρεί τις μπό­τες για τα πό­δια του. Τί­πο­τε δεν εί­ναι πιο αλη­θι­νό από το τί­πο­τε. Οι λέ­ξεις εί­ναι το μό­νο που έχου­με. Τι λέ­νε; Μι­λούν για τη ζωή τους. Να έχουν ζή­σει δεν εί­ναι αρ­κε­τό για αυ­τούς. Μην πε­ρι­μέ­νεις να σε κυ­νη­γή­σουν για να κρυ­φτείς, αυ­τό πά­ντο­τε πί­στευα. Για τον κα­θέ­να ο μι­κρός του σταυ­ρός. Μέ­χρι να πε­θά­νει. Και να ξε­χα­στεί. Εί­μαι όλες αυ­τές οι λέ­ξεις, όλες αυ­τές οι ξέ­νες, αυ­τή η σκό­νη από λέ­ξεις, χω­ρίς έδα­φος να στα­θούν, χω­ρίς ου­ρα­νό να σκορ­πί­σουν, που συ­γκε­ντρώ­νο­νται για να πουν, που δια­φεύ­γουν η μία από την άλ­λη για να πουν, πως εγώ εί­μαι εκεί­νες, όλες, αυ­τές που ενώ­νο­νται, αυ­τές που δια­χω­ρί­ζο­νται, αυ­τές που πο­τέ δεν συ­να­ντώ­νται, και τί­πο­τε άλ­λο, ναι, όμως κά­τι άλ­λο, ότι εί­μαι κά­τι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό, ένα εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό πράγ­μα, ένα άλε­κτο πράγ­μα σε ένα άδειο μέ­ρος, ένα σκλη­ρό κλει­στό στε­γνό κρύο μαύ­ρο μέ­ρος, όπου τί­πο­τε δεν ανα­δεύ­ε­ται, τί­πο­τε δεν μι­λά, και ότι ακούω, και ότι ψά­χνω, όπως ένα θη­ρίο στο κλου­βί γεν­νη­μέ­νο από θη­ρία στο κλου­βί γεν­νη­μέ­να από θη­ρία στο κλου­βί γεν­νη­μέ­να από θη­ρία στο κλου­βί γεν­νη­μέ­να σε κλου­βί και νε­κρά σε κλου­βί, γεν­νη­μέ­να και με­τά νε­κρά, γεν­νη­μέ­να σε κλου­βί και με­τά νε­κρά σε κλου­βί, με δυο λό­για όπως ένα θη­ρίο, σε μια από τις λέ­ξεις τους, όπως ένα τέ­τοιο θη­ρίο, και ότι ψά­χνω, όπως ένα τέ­τοιο θη­ρίο, με την πε­ριο­ρι­σμέ­νη μου δύ­να­μη, τέ­τοιο θη­ρίο … Με­τά ξα­να­μπή­κα στο σπί­τι και έγρα­ψα, Εί­ναι με­σά­νυ­χτα. Η βρο­χή χτυ­πά στα πα­ρά­θυ­ρα. Δεν ήταν με­σά­νυ­χτα. Δεν έβρε­χε. Η δη­μιουρ­γία του κό­σμου δεν συ­νέ­βη μία και μό­νο φο­ρά για πά­ντα, αλ­λά συμ­βαί­νει κά­θε μέ­ρα. Ναι, υπήρ­χαν φο­ρές που ξε­χνού­σα όχι μό­νον ποιος ήμουν, αλ­λά ότι ήμουν, ξε­χνού­σα να υπάρ­χω. Δεν υπάρ­χει απου­σία κε­νού. Τα δά­κρυα κυ­λούν στα μά­γου­λα από τα ανοι­χτά μου μά­τια. Τι με κά­νει να κλαίω έτσι; Δεν υπάρ­χει τί­πο­τε λυ­πη­ρό εδώ. Ίσως πρό­κει­ται για υγρο­ποι­η­μέ­νη φαιά ου­σία. Οποιοσ­δή­πο­τε ανό­η­τος μπο­ρεί να κά­νει ότι δεν βλέ­πει, αλ­λά ποιος γνω­ρί­ζει τι βλέ­πει η στρου­θο­κά­μη­λος στην άμ­μο; Πά­ντο­τε νό­μι­ζα ότι η με­γά­λη ηλι­κία θα ήταν η κα­λύ­τε­ρη ευ­και­ρία ενός συγ­γρα­φέα. Όπο­τε διά­βα­ζα ώρι­μα έρ­γα … εί­χα την αυ­θά­δεια να ταυ­τι­στώ μα­ζί τους. Τώ­ρα, η μνή­μη έχει φύ­γει, όλη η πα­λιά επι­δε­ξιό­τη­τα έχει εξα­φα­νι­στεί. Δεν γρά­φω ού­τε μια πρό­τα­ση χω­ρίς να πω στον εαυ­τό μου «εί­ναι ψέ­μα». Έτσι ξέ­ρω ότι εί­χα δί­κιο. Εί­ναι η κα­λύ­τε­ρη ευ­και­ρία που εί­χα πο­τέ. Σιω­πή, ναι, αλ­λά τι σιω­πή! Για­τί ωραία να εί­σαι σιω­πη­λός, αλ­λά κα­νείς πρέ­πει επί­σης να σκε­φτεί για το τι εί­δους σιω­πή επι­βάλ­λει. Πρέ­πει να λες λέ­ξεις, για όσο υπάρ­χουν – μέ­χρι να με βρουν, μέ­χρι να με πουν. Να μη θέ­λεις να πεις, να μην ξέ­ρεις τι θέ­λεις να πεις, να μη μπο­ρείς να πεις αυ­τό που νο­μί­ζεις ότι θέ­λεις να πεις, και πο­τέ να μη στα­μα­τάς να λες, ή σχε­δόν πο­τέ, αυ­τό χρειά­ζε­ται να έχεις στο μυα­λό σου ακό­μη και στον οί­στρο της σύν­θε­σης. Αν δεν με αγα­πάς, δεν θα αγα­πη­θώ. Αν δεν σε αγα­πώ, δεν θα αγα­πή­σω. Δεν εί­μα­στε πια τα ίδια άτο­μα, εσύ πιο σο­φό, αλ­λά όχι πιο λυ­πη­μέ­νο, και εγώ πιο λυ­πη­μέ­νο, αλ­λά όχι πιο σο­φό, για­τί πιο σο­φό δεν θα μπο­ρού­σα να γί­νω χω­ρίς με­γά­λες προ­σω­πι­κές δυ­σκο­λί­ες, ενώ η λύ­πη εί­ναι κά­τι στο οποίο μπο­ρείς να προ­σθέ­τεις όλη σου τη ζωή, έτσι δεν εί­ναι, όπως σε μια συλ­λο­γή από γραμ­μα­τό­ση­μα ή απο­μι­μή­σεις αβγών, χω­ρίς να νιώ­θεις πο­λύ χει­ρό­τε­ρα, έτσι δεν εί­ναι. Τι γνω­ρί­ζω για τη μοί­ρα του αν­θρώ­που; Θα μπο­ρού­σα να σας πω πε­ρισ­σό­τε­ρα για τα ρα­πα­νά­κια. Πού θα πή­γαι­να, αν μπο­ρού­σα να πάω, ποιος θα ήμουν, αν μπο­ρού­σα να εί­μαι, τι θα έλε­γα, αν εί­χα φω­νή, ποιος το λέ­ει αυ­τό, λέ­γο­ντας ότι εί­ναι εγώ; Έτσι πρέ­πει να εί­ναι η κό­λα­ση, ψι­λο­κου­βέ­ντα, ενώ φλυα­ρεί η Λή­θη, για τις πα­λιές κα­λές ημέ­ρες όταν επι­θυ­μία μας ήταν να εί­μα­στε νε­κροί. Να μη θέ­λεις να πεις, να μην ξέ­ρεις τι θέ­λεις να πεις, να μη μπο­ρείς να πεις αυ­τό που νο­μί­ζεις ότι θέ­λεις να πεις, και πο­τέ να μη στα­μα­τάς να λες, ή σχε­δόν πο­τέ, αυ­τό χρειά­ζε­ται να έχεις στο μυα­λό σου ακό­μη και στον οί­στρο της σύν­θε­σης. Πού θα πή­γαι­να, αν μπο­ρού­σα να πάω, ποιος θα ήμουν, αν μπο­ρού­σα να εί­μαι, τι θα έλε­γα, αν εί­χα φω­νή, ποιος το λέ­ει αυ­τό, λέ­γο­ντας ότι εί­ναι εγώ; Το τέ­λος βρί­σκε­ται στην αρ­χή και ωστό­σο συ­νε­χί­ζεις. Να ήμουν πά­ντα αυ­τό που εί­μαι – και τό­σο αλ­λαγ­μέ­νος από αυ­τό που ήμουν. Αλ­λά εί­χε με­τα­τρέ­ψει, σι­γά σι­γά, μια δια­τα­ρα­χή σε λέ­ξεις, εί­χε κά­νει ένα μα­ξι­λά­ρι από πα­λιές λέ­ξεις, για το κε­φά­λι του. Για­τί θα εί­μαι μα­κριά, πριν αυ­τές οι γραμ­μές δια­βα­στούν, σε ένα μέ­ρος όπου κα­νείς δεν θα ονει­ρευ­τεί να έρ­θει να με ανα­ζη­τή­σει. Όλα κα­τα­λή­γουν σε ένα ερώ­τη­μα πε­ρί λέ­ξε­ων, αυ­τό δεν πρέ­πει να το ξε­χά­σω, δεν το έχω ξε­χά­σει. Αλ­λά πρέ­πει να το έχω ξα­να­πεί, αφού το λέω τώ­ρα. Εί­ναι ο ρό­λος των αντι­κει­μέ­νων να απο­κα­θι­στούν τη σιω­πή. Για­τί αυ­τός που κά­πο­τε έπρε­πε να ακού­σει θα ακού­ει πά­ντο­τε, εί­τε γνω­ρί­ζει ότι πο­τέ δεν θα ακού­σει οτι­δή­πο­τε πια, εί­τε δεν το γνω­ρί­ζει. Με άλ­λα λό­για, τους αρέ­σουν άλ­λα λό­για, χω­ρίς αμ­φι­βο­λία, αν η σιω­πή σπά­σει μια φο­ρά, δεν θα εί­ναι πο­τέ πια ολό­κλη­ρη.

[Όλες οι φρά­σεις, σε με­τα­φρά­σεις μου από τα αγ­γλι­κά, προ­έρ­χο­νται από τη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή τρι­λο­γία του Μπέ­κετ Ο Μα­λόν πε­θαί­νει (Malone Dies / Malone meurt, 1951), Μο­λόι (Molloy, 1951) και Ο ακα­το­νό­μα­στος (The Unnamable / L’innommable, 1953), το μυ­θι­στό­ρη­μα Watt (1953), που έγρα­ψε ενώ πε­ρί­με­νε να τε­λειώ­σει ο πό­λε­μος, τη νου­βέ­λα Worstward Ho (Εμπρός προς τα χει­ρό­τε­ρα: πα­ρή­χη­ση του Εμπρός προς τη Δύ­ση, 1983), τα θε­α­τρι­κά έρ­γα Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον Γκο­ντό (Waiting for Godot / En attendant Godot, 1952), Το τέ­λος του παι­χνι­διού (Endgame / Fin de partie, 1957) και Ευ­τυ­χι­σμέ­νες μέ­ρες (Happy Days / Oh les beaux jours, 1961) και το δο­κί­μιό του για τον Προυστ (1931).]


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
————————————————

[Κάφ­κα] Aσι­τία / Χάρ­της
Καλ­βι­νι­σμοί / Χάρ­της

Κορ­τά­σαρ: Η λο­γο­τε­χνία ως πρό­γνω­ση / Χάρ­της
[Μπόρ­χες] Το βι­βλίο των κα­τά φα­ντα­σί­αν συγ­γρα­φέ­ων / Χάρ­της

Αγα­πη­μέ­νη Κά­ρινγ­κτον / Χάρ­της
Άλισ­ντερ Γκρέυ (1934-2019) / Χάρ­της

Ο μά­γος Οζ / Χάρ­της
Για­τί δεν μου επι­τρέ­πουν να δια­βά­ζω όσα γρά­φω / Χάρ­της

Το Αό­ρα­το Μνη­μείο του Άγνω­στου Ποι­η­τή / Χάρ­της

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: