Για μια φωτοφιλική «εμπειρία Μπέκετ»

Για μια φωτοφιλική «εμπειρία Μπέκετ»

Σε αυτό που, από τη θέση του αναγνώστη ή του θεατή, προτιμώ να ονομάζω όχι ακριβώς «πρόσληψη», αλλά μάλλον «εμπειρία Μπέκετ», αξίζει να επισυναφθεί μια επιπλέον διάσταση, εξωκειμενική τώρα, με βάρος όμως ειδικό και φως δικό της. Ο λόγος για τα φωτογραφικά πορτρέτα του Σάμιουελ Μπέκετ που μοιάζουν να υπερβαίνουν με κάποιο τρόπο τη δευτερεύουσα χρήση ενός συνοδευτικού, λογοτεχνικού τεκμηρίου, για να εγκατασταθούν δυναμικά στην καρδιά εκείνης της μοναδικής περιπέτειας – νοητικής και αισθητικής – που σηματοδοτεί η κατάδυση στους μπεκετικούς κόσμους. Παρά τις εξαγγελίες του Ρολάν Μπαρτ για τον θάνατο του συγγραφέα, άλλωστε, στον σύγχρονο πολιτισμό της εικόνας οι φιγούρες των συγγραφέων είναι παντού, από τα εξώφυλλα των βιβλίων τους μέχρι τα ΜΜΕ, το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οπότε δύσκολα αμφισβητείται ο ρόλος τους στο συνολικό λογοτεχνικό/θεατρικό τοπίο. Στην πράξη, από τη στιγμή που κάθε έργο συνείρει αυτόματα το όνομα και το –in absentia– πρόσωπο του συντάκτη του, η κειμενική ύλη τείνει να συνδέεται με εκείνη την ορατή σωματικότητα που εμπλέκεται στη διαδικασία της γραφής, γεγονός με πολλές πτυχές και πολλές ερμηνείες.

Ο Μπέκετ, όμως, θεωρώ είναι κάτι παραπάνω από μια τέτοια περίπτωση: η όψη του ανακαλεί τόσο ισχυρά το έργο του (και αντιστρόφως), ώστε δεν παραπέμπει απλώς στα γραπτά του, αλλά σχεδόν συμφύρεται με αυτά – μάλλον κάτι τέτοιο εννοούσε ο Πιέρ Μισόν, όταν έλεγε ότι ο Μπέκετ είναι «η λογοτεχνία αυτοπροσώπως». Σπουδαίοι φωτογράφοι, όπως ο Henri Cartier-Bresson, ο Brassaï, ο Richard Avedon, η Gisèle Freund (γνωστή για τα πορτρέτα συγγραφέων), o Bruce Davidson του Πρακτορείου Magnum, o John Haynes (σημαντικός θεατρικός φωτογράφος) και πολλοί άλλοι, γοητεύονται από τη σιωπηλή, ασκητική φιγούρα του, από την εγγενή εικαστικότητα των χαρακτηριστικών του, από την ιδιαίτερη αύρα της παρουσίας του, και τον απαθανατίζουν σε εξαιρετικά, συχνά ασπρόμαυρα, πορτρέτα, δρομολογώντας την κρυστάλλωση του συγγραφικού «μύθου» του.

Ο φακός τον συλλαμβάνει στον δρόμο, σε καφέ, στο Παρίσι, στις ΗΠΑ, σε θεατρικές πρόβες ή στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του, συχνά με ζιβάγκο, σπανιότατα με γραβάτα, συνηθέστερα αγέλαστο, με έκφραση ανεξιχνίαστη πίσω από τα γνωστά, αλλά αδιαπέραστα χαρακτηριστικά του. Ο άνθρωπος πίσω από το έργο που, όπως λέγεται, ένιωθε άβολα με τη δημόσια έκθεση –νομίζω πως το διακρίνω αυτό σε αρκετές φωτογραφίες του–, γίνεται παρ’ όλα αυτά μέσα στα χρόνια ένα είδος cultural icon, με βαθύ αποτύπωμα στη συλλογική πολιτισμική συνείδηση. Και μολονότι τίποτα στη φύση της φωτογραφίας δεν είναι λογοτεχνία, τα μπεκετικά πορτρέτα μού φαίνονται δυνάμει «κείμενα», που αναμένουν να διαβαστούν, μισανοίγοντας έτσι την πόρτα σε μια μυστική διαλεκτική ανάμεσα στην εξεικόνιση και τη γραφή, στο θεατό και το αναγνώσιμο. Παραμένουν ωστόσο δυσεξιχνίαστα και πολύσημα, με το συγγραφικό σώμα οχυρωμένο απέναντι στις εύκολες ερμηνείες, να δείχνει και ταυτόχρονα να αποκρύπτει, να εκτίθεται στο δημόσιο βλέμμα και συγχρόνως να αντιστέκεται, να κοιτάζει πέρα, αλλά στην ουσία προς τα μέσα, σαν να σκανάρει τα σωθικά της ανθρώπινης ύπαρξης – μάλλον και τα δικά του.

Ίσως γι’ αυτό κάθε φορά που τον (ξανα)διαβάζω ή (ξανα)βλέπω έργα του στη σκηνή, επιστρέφω στα πορτρέτα του με τη συνέπεια της εμμονής (μου αρέσουν περισσότερο όσα τον απεικονίζουν σε ώριμη ηλικία), για να δοκιμάσω καινούρια κλειδιά και συνδυασμούς. Ξέρω εκ των προτέρων πως δεν θα ανοίξουν το στρείδι-Μπέκετ, αλλά το φαντασιακό του αναγνώστη/του θεατή είναι φωτοευαίσθητο, ρέπει στα σύμβολα, στα φετίχ και στη συναισθησία, αφού «βλέπει» στο εικονισμένο βιολογικό κέλυφος του συγγραφέα λέξεις όπως παρουσία, ερημία, απόγνωση, παύση, ακινησία, παράλογο, Γκοντό, Χαμ, Μέρφυ, Μολόυ, Κραπ, Ακατανόμαστος, όχι εγώ, τέλος, τίποτα, περιμένοντας, στάχτες… Στέκομαι άλλη μια φορά στο αριστουργηματικό κεφάλι με το σκαμμένο δέρμα προαιώνιας σοφής σαύρας, στα διαπεραστικά μάτια, στα σφιγμένα χείλη, στα πυκνά όρθια μαλλιά-λοφίο. Στις ολόσωμες, παρατηρώ τη λιγνή σιλουέτα, τα ρούχα και κυρίως τα νευρώδη χέρια με τα μακριά δάχτυλα. Προσέχω πόσο φυσικά εν-σωματώνει ακόμα και τα κλισέ της συγγραφικής ταυτότητας, όπως το τσιγάρο ή τα γυαλιά –τα δικά είναι τα χαρακτηριστικά στρογγυλά του διανοούμενου και δεν τα φοράει πάντα–, τον κάνουν να μοιάζει τόσο στοχαστικός, τόσο συγκεντρωμένος, σχεδόν εν οδύνη. Όσο και αν φωτογραφίζεται όμως, δεν φωτο-βιογραφείται, δεν είναι το άτομο αυτό που βλέπουμε, παρά ένα δυνητικό «τοπίο» γραφής, όπου το νόημα λανθάνει αλλά και αποθεώνεται – κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι την εικονογραφία του, ως έμβλημα αλλά και ως παράγωγο των ιδιότυπων κόσμων του.

Το φωτογραφημένο πλάσμα-Μπέκετ αποπνέει συγχρόνως και μια, μάλλον κοινή συναινέσει (με τους φωτογράφους του), λιτή και μοντέρνα θεατρικότητα: τα σοβαρά en face και τα εσωστρεφή ημι-προφίλ, το συχνά μαύρο φόντο, το ευφυές βλέμμα, οι στάσεις, η κλίση του λαιμού, η ένταση στο συνοφρυωμένο μέτωπο, οι θέσεις των χεριών όταν κάθεται, καπνίζει, σκέφτεται, περπατά, όταν διαβάζει ή εξηγεί στους ηθοποιούς του, αποκαλύπτουν ένα σώμα όχι ακριβώς σκηνοθετημένο, όχι, σκηνογραφημένο μάλλον, ένα σώμα-σκηνικό, σημαίνον και μαζί σημαινόμενο, με διαστάσεις τοτεμικές.

Εντέλει, νομίζω πως κάτι τέτοιο είναι για μένα τα πορτρέτα του Μπέκετ, αυτού του διφυούς όντος, που έζησε μισός εαυτός και μισός λέξεις: ένας δημόσιος φωτο-βωμός για ιδιωτική λατρεία, όπου, αν γινόταν, θα άφηνα το ίδιο σημείωμα που βρήκε ένας από τους φωτογράφους του, ο Ιρλανδός John Minihan, κάτω από μια πέτρα στο τάφο του συγγραφέα, στα κοιμητήρια του Montparnasse: «Σαμ, θα συνεχίσω».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: