(μτφ. Γ. Σ.)
Σκηνή σκοτεινή αλλά το ΣΤΟΜΑ στα δεξιά του κοινού, περίπου 8 πόδια πάνω από τη σκηνή, ελαφρά φωτισμένο από μπροστά και από κάτω, το υπόλοιπο πρόσωπο στη σκιά. Αόρατο μικρόφωνο.
ΑΚΡΟΑΤΗΣ, στο προσκήνιο από την αριστερή πλευρά των θεατών, ψηλή όρθια φιγούρα απροσδιόριστου φύλου, τυλιγμένη από το κεφάλι μέχρι τα πόδια σε μαύρο ύφασμα, με κουκούλα, στέκεται σε ένα αόρατο podium περίπου 4 πόδια ψηλό. Η φιγούρα φαίνεται από τη στάση της μόνο να κοιτάει έντονα διαγωνίως προς το ΣΤΟΜΑ, απολύτως ακίνητη εκτός από τέσσερις σύντομες κινήσεις, όπου υποδεικνύεται. Βλ. Σημείωση.
Καθώς τα φώτα της αίθουσας χαμηλώνουν, η φωνή του ΣΤΟΜΑΤΟΣ ακούγεται ακατάληπτη πίσω από την αυλαία. Τα φώτα της αίθουσας σβήνουν. Η φωνή συνεχίζει ακατάληπτη για 10 δευτερόλεπτα πίσω από την αυλαία. Με το που αρχίσει να σηκώνεται η αυλαία, αυτοσχεδιάζει από το κείμενο για όσο χρόνο χρειάζεται μέχρι να σηκωθεί τελείως η αυλαία και να συγκεντρωθεί η προσοχή των θεατών:
ΣΤΟΜΑ: . . . έξω . . . μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο . . . αυτόν τον κόσμο . . . μικρούλι πραγματάκι . . . πριν από την ώρα του . . . σ’ ένα καταραμ- . . . τι; . . . κορίτσι; . . . ναι . . . μικρό κοριτσάκι . . . μέσα σ’ αυτήν . . . έξω μέσα σ’ αυτήν . . . πριν από την ώρα της . . . καταραμένη τρύπα που ονομάζεται . . . ονομάζεται . . . δεν έχει σημασία. . . . γονείς άγνωστοι . . . δεν ακούστηκαν . . . αυτός εξαφανισμένος . . . καπνός . . . ούτε καλά-καλά το βρακί του δεν κούμπωσε . . . αυτή το ίδιο . . . ύστερα από οχτώ μήνες . . . με ακρίβεια ρολογιού . . . άρα καμιά αγάπη . . . τη γλίτωσε αυτή . . . χωρίς την αγάπη που συνήθως πνέει προς το . . . άφωνο βρέφος . . . στο σπίτι . . . όχι . . . ούτε πράγματι για τον ίδιο λόγο κανενός είδους . . . κανενός είδους αγάπη . . . σε κάθε ακόλουθο στάδιο . . . άρα τυπική σχέση . . . τίποτε αξιοσημείωτο μέχρι τα εξήντα όταν- . . . τι; . . . εβδομήντα; . . . Θεέ μου! . . . φτάνοντας στα εβδομήντα . . . περιπλανιέται σε ένα χωράφι . . . ψάχνει ανέμελα για πασχαλίτσες . . . για να φτιάξει μια μπάλα . . . λίγα βήματα μετά σταματάει . . . κοιτάει στο κενό . . . έπειτα παρακάτω . . . μερικά ακόμη . . . σταματάει και κοιτάει ξανά επίμονα. . . και ούτω καθεξής . . . βολοδέρνει . . . όταν ξαφνικά . . . σταδιακά . . . όλα έσβησαν . . . όλο εκείνο το φως του Απρίλη νωρίς . . . και αυτή βρέθηκε στο- . . . τι; . . . ποια; . . . όχι! . . . αυτή! . . . [Παύση και κίνηση νο. 1] . . . βρέθηκε στο σκοτάδι . . . και αν όχι ακριβώς . . . αναίσθητη . . . αναίσθητη . . . γιατί μπορούσε να ακούει ακόμη το βουητό . . . επονομαζόμενο . . . στα αυτιά . . . και μια αχτίδα φωτός ήρθε κι έφυγε . . . ήρθε κι έφυγε . . . σαν κι αυτή που μπορεί να ρίξει το φεγγάρι . . . βολοδέρνοντας . . . μέσα κι έξω απ’ το σύννεφο . . . αλλά τόσο θολή . . . νιώθει . . . νιώθει τόσο θολή . . . δεν ήξερε . . . σε ποια θέση βρισκόταν . . . φαντάσου! . . . σε ποια θέση βρισκόταν! . . . αν ήταν όρθια . . . ή καθιστή . . . αλλά το μυαλό – . . . τι; . . . γονατιστή; . . . ναι . . . αν ήταν όρθια . . . ή καθιστή . . . ή γονατιστή . . . αλλά το μυαλό- . . . τι; . . . ξαπλωμένη;; . . . ναι . . . αν ήταν όρθια. . . ή καθιστή. . . ή γονατιστή . . . ή ξαπλωμένη . . . αλλά το μυαλό ακίνητο . . . ακίνητο . . . με κάποιον τρόπο . . . γιατί η πρώτη σκέψη της ήταν . . . ω πολύ αργότερα . . . ξαφνική έκλαμψη . . . μεγαλωμένη όπως ήταν να πιστεύει . . . με τα άλλα ορφανά . . . σ’ έναν ευσπλαχνικό . . . [Κοφτό γέλιο.] . . . Θεό . . . [Δυνατό γέλιο.] …
[…]
[Παύση και κίνηση νο. 4] . . . μικρούλι πραγματάκι . . . βγήκε πριν από την ώρα του . . . καταραμένη τρύπα . . . αγάπη πουθενά . . . έκανε οικονομία στην αγάπη . . . άφωνη όλες τις μέρες της . . . κυριολεκτικά άφωνη . . . ακόμα και προς τον εαυτό της . . . ποτέ έξω φωναχτά . . . αλλά όχι εντελώς . . . μερικές φορές ξαφνική παρόρμηση. . . μια ή δυο φορές το χρόνο . . . πάντα χειμώνας ένας περίεργος λόγος . . . τα μεγάλα βράδια . . . ώρες του σκοταδιού . . . ξαφνική παρόρμηση να . . . πει . . . μετά βγαίνει βιαστικά έξω σταματάει στο πρώτο που βλέπει μπροστά της . . . κοντινότερο αποχωρητήριο . . . αρχίζει να τα βγάζει . . . σταθερή ροή. . . τρελά πράγματα . . . τα μισά φωνήεντα λάθος . . . κανείς δεν καταλάβαινε . . . μέχρι να δει τα βλέμματα που τις έριχναν . . . μετά πέθαινε από ντροπή. . . μπουσουλούσε πίσω μέσα . . . μια ή δυο φορές το χρόνο . . . πάντοτε χειμώνας περίεργος λόγος . . . μακρές ώρες του σκοταδιού . . . τώρα αυτό . . . αυτό . . . γρηγορότερα και πιο γρήγορα . . . οι λέξεις . . . το μυαλό. . . τρεμοσβήνοντας μακριά σαν τρελό . . . γρήγορο άρπαγμα και συνέχεια μετά. . . τίποτα εκεί . . . μόνο κάπου αλλού . . . κάνει προσπάθεια κάπου αλλού . . . όλη την ώρα κάτι ικετεύει . . . κάτι μέσα της ικετεύει . . . ικετεύοντας τα όλα να σταματήσουν . . . δίχως απάντηση . . . προσευχή δίχως απάντηση . . . ή ανεισάκουστη . . . πολύ αχνή . . . και έτσι. . . συνέχιζε . . . προσπαθώντας . . . μη γνωρίζοντας τι . . . τι ήταν αυτό που προσπαθούσε . . . τι να προσπαθήσει . . . όλο το σώμα σαν εξαφανισμένο . . . μόνο το στόμα . . . σαν τρελαμένο . . . και ούτω καθεξής . . . συνέχισε να-. . . τι; . . . το βουητό; ναι . . . όλη την ώρα το βουητό . . . θολός βρυχηθμός σαν καταρράχτες . . . μέσα στο κρανίο . . . και η αχτίδα . . . να ψαχουλεύει . . . ανώδυνη . . . τόσο μακριά . . . χα! . . . τόσο μακριά . . . όλα αυτά . . . εμπρός συνέχισε . . . χωρίς να ξέρεις τι . . . τι ήταν αυτή-. . . τι; . . . ποιά; . . . όχι! . . . αυτή! . . . ΑΥΤΗ! . . . [Παύση.] . . . τι προσπαθούσε . . . τι να προσπαθήσει . . . δεν έχει σημασία . . . συνέχισε [Η αυλαία αρχίζει να πέφτει.] . . . κατάλαβέ το στο τέλος . . . και μετά πίσω . . . ο Θεός είναι αγάπη . . . τρυφερές ευσπλαχνίες . . . καινούργιες κάθε πρωί. . . πίσω στο χωράφι . . . πρωινό του Απρίλη . . . πρόσωπο στο γρασίδι . . . κανείς άλλος μόνο οι κορυδαλλοί . . . σήκωσέ το-
(Η αυλαία πέφτει ολοκληρωτικά. Η αίθουσα σκοτεινή. Η φωνή συνεχίζει πίσω από την κουρτίνα, ακατάληπτη, δέκα δευτερόλεπτα, σταματάει καθώς η αίθουσα φωτίζεται.)
[Σημείωση. Κίνηση: συνίσταται στο να σηκώνονται τα χέρια από τα πλάγια και μετά να πέφτουν, ως χειρονομία ανήμπορης συμπόνιας. Γίνεται όλο και πιο αδύναμη σε κάθε επανάληψη μέχρι που την τρίτη φορά γίνεται μόλις αντιληπτή. Η παύση διαρκεί αρκετά για αυτό το μικρό διάστημα ώστε το ΣΤΟΜΑ να συνέρχεται από την ανυποχώρητη άρνηση του να εγκαταλείψει το τρίτο πρόσωπο.]