Ο κόσμος του Μπέκετ τη βρήκε στο τέλος του εξατάξιου γυμνασίου την περίοδο που η ανία που γι’ αυτήν ήταν ένα ακόμη δημιούργημα της χούντας είχε αρχίσει μέσα της να αναμοχλεύεται με απάθεια, η οποία σε στιγμές μοναχικών εκλάμψεων κατέληγε σε μια ανήσυχη και απείθαρχη απελπισία. Τις εκλάμψεις αυτές προσπαθούσε με μεγάλη προσπάθεια και σιγά σιγά να τις ανασυνθέτει και να τις διατηρεί όσο μπορούσε, καθώς τη βοηθούσαν να στοχάζεται τα όρια της ύπαρξης, όχι μόνο της δικής, όχι μόνο μέσα στη δικτατορία, αλλά και πέρα από οτιδήποτε μπορούσε να βάλει στον νου της, στην ψυχής της και στο σώμα της, τα όρια κάθε ζωής και κάθε θανάτου, τα όρια της σκέψης και της δυνατότητας ενός κόσμου πέρα από τη σκέψη. Ο Μπέκετ τότε την ηρεμούσε. Η πρώτη φορά που τον γνώρισε πριν καν τον διαβάσει έφερε με μιας μια αρμονία ανάμεσα στην ίδια και τις οριακές της αναζητήσεις. Και είχε ανάγκη την ηρεμία αυτή, την οποία σύντομα προσπάθησε να συνδέσει με την ηρεμία πριν από τη στιγμή του θανάτου, με την παραδοχή του, την παράδοση σ’ αυτόν μετά από οποιαδήποτε μάταιη προσπάθεια εναντίον του. Η ήττα τότε άρχισε να αναπαύεται μέσα της σαν ένα είδος νίκης. Και καταλάβαινε ότι δεν αποδεχόταν τον θάνατο πια, όχι σαν τέλος, καθώς ένιωθε ότι της άνοιγε έναν χώρο πέρα από αυτόν, έναν γήινο, αλλά άπιαστο, απλησίαστο ακόμη χώρο, την πήγαινε κοντά στη διαίσθηση του χώρου αυτού. Τον Μπέκετ της τον γνώρισε κάποιος που τον είχε ήδη νιώσει και ακόμη βίωνε τότε, κάποιος που αργότερα έγινε καθηγητής βυζαντινολογίας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κάποιος που ίσως στο απόμακρο Βυζάντιο που ερευνούσε έφτανε ως τις σκιές μιας ανίας που αποζητούσε να λυτρωθεί από την πηγή της. Αποδέχτηκε αμέσως την φιλοσοφική και ψυχολογική παρέα του Μπέκετ και της γλώσσας του. Από τον κενό, κίβδηλο, ευτελή και εξοργιστικό στόμφο της εποχής εκείνης, περνούσε στη λιτή συμπαγία μιας ανελέητης και φιλικής, παραδόξως οικείας, επειδή ήταν καταπραϋντική, ειλικρίνειας που την αφορούσε με τον πιο άμεσο τρόπο. Δεν περνούσε από το μυαλό της να την αμφισβητήσει ή έστω να ερευνήσει τον λόγο ύπαρξής της. Η ευκολία με την οποία μια μέρα ξεστομίσε, έστω και μέσα σε μεταφορικά συμφραζόμενα, το «καταραμένε γεννήτορα», όσο και να ήθελε ίσως με την υπερβολή της να εντυπωσιάσει μια γκρίζα καθημερινή (μάλλον όμως να προκαλέσει ένα όριο), δεν εξέπληξε ούτε εκείνη ούτε τον νηφάλιο Νίκο Μπακόλα ή τον ξάστερο Μίνωα Βολανάκη, προσηνή και ευεργετικό συνομιλητή της κάποιες φορές τις μέρες εκείνες. Μέρες του τέλους κόσμου, τη μαυρίλα του οποίου λίγο μετά την πτώση της χούντας είχε νομίσει ότι αποτύπωσε τότε ένα αλλοπρόσαλλο μικρό κείμενο που διάβασε στο περιοδικό Τραμ. Και από κει, μερικά μόνο χρόνια μετά, πάλι μέσα από τον Μπέκετ, προς το άλλο, προς το «πρόσαλλο», προς τη γέννηση παρά το τέλος, προς την επανεκκίνηση, αν πότε η κίνηση κάπου είχε χαθεί ή έστω κάπου αλλού είχε εξασθενίσει, όπως της έκανε γνωστό μια συνομιλία που σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μετά έφτασε στα αφτιά της στον Σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, που δεν έχει αλλάξει από τότε που χτίστηκε εκτός από τη φθορά και την αφροντισιά που τον έχει καταφάει, λίγες λέξεις ανάμεσα σε κάποιους νέους ανθρώπους του θεάτρου και τον έμπειρο μεταφραστή του Μπέργκμαν μεταξύ πολλών άλλων Ζαννή Ψάλτη, μάλλον μια απρόσμενη εκτροπή στη συνομιλία εκείνη, που αποκάλυψε την ύπαρξη μιας μπεκετικής στροφής ή μάλλον αναστροφής, ένα παιχνίδι με το Τέλος του παιχνιδιού, ενός θεατρικού έργου με τον τίτλο Παίξ’ το πάλι Χαμ, και με τον δήθεν υπονομευτικό υπότιτλο Ένα πασιφανές ψευδόδραμα, το οποίο αργότερα απόλαυσε σε μια δυναμική, εορταστική παράσταση από αυτούς τους ανέλπιστους ανθρώπους του θεάτρου στον μαυσωλειακό σταθμό, το Θέατρο Νέες Μορφές, εντάχθηκε στο επίσημο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 1997 και έγινε κομψή έκδοση που καθώς τη διάβαζε αναπολούσε την αίσθηση που της προκαλούσε πάντα η ανάγνωση έργων του Μπέκετ, ένα λείο και πυκνό σκοτάδι, αυστηρό, σκληρό αλλά συγχρόνως και ευάερο, ξεκουραστικό, μια συμμετρική πέτρα σε μια ασύμμετρη έρημο, δροσερή τη νύχτα, όπου για λίγο μπορείς να καθίσεις και να ξεκουραστείς, ακόμη και να ξαπλώσεις, αίσθηση που πριν από λίγο καιρό είχε έντονη καθώς έγραφε μια βιβλιοπαρουσίαση της βιογραφίας του Μπέκετ από τον James Knowlson, Damned to Fame: The Life of Samuel Beckett, και του βιβλίου του Antony Cronin Samuel Beckett: The Last Modernist, κλεισμένη σε ένα δωμάτιο για να αποφύγει συγγενείς και φίλους που είχαν κατακλύσει το σπίτι για να αποχαιρετήσουν την νεκρή μητέρα της στο σαλόνι δίπλα, και για μια στιγμή και πάλι την είχε κατακλύσει η γνώριμη θλίψη του χαμού που ήταν πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που είχε προκαλέσει ο θάνατος, ο χαμός του ανολοκλήρωτου, της λύτρωσης, η επιστροφή στον χαμό που δεν τελειώνει, η επιστροφή, και σήμερα, τώρα τη στιγμή αυτή, στην επακριβή διατύπωση του χαμού, στην ακρίβεια με την οποία ο Μπέκετ μετατρέπει το κενό και τη σιωπή σε παρουσία, σε στιλπνή παρούσα στιγμή, αυστηρά οριοθετημένη και συγχρόνως αποπεράτωτη μέσα στα περιχαρακώματά της, ακρίβεια στραμμένη στο επέκεινα, ακρίβεια που την ηρεμούσε.