Άμλεθ

Άμλεθ

————— ≈ —————

Προ­λο­γι­κό ση­μεί­ω­μα
Αν­δρέ­ας Στάι­κος, Εμ­μα­νου­έ­λα Κο­ντο­γιώρ­γου


Ουκ ολί­γες φο­ρές οι με­λε­τη­τές έχουν ανα­ζη­τή­σει τις πη­γές έμπνευ­σης του Σαίξ­πηρ για τον «Άμ­λετ». Όμως ποια εί­ναι η αρ­χι­κή πη­γή; Πό­τε κα­τα­γρά­φη­κε για πρώ­τη φο­ρά ο μύ­θος; Η ιστο­ρία του Άμ­λετ ή Άμ­λεθ όπως προ­φέ­ρε­ται στις Σκαν­δι­να­βι­κές γλώσ­σες, κα­τα­γρά­φη­κε από τον Δα­νό Saxo Grammaticus (Σά­ξων ο Γραμ­μα­τι­κός) στα τέ­λη του 12ου αιώ­να όταν του ζη­τή­θη­κε να γρά­ψει τη δι­κή του εκ­δο­χή της ιστο­ρί­ας των Δα­νών. Ο Saxo ήταν συλ­λέ­κτης μύ­θων της Δα­νι­μαρ­κί­ας, πέ­ρα­σε όλη του τη ζωή κα­τα­γρά­φο­ντας στα λα­τι­νι­κά τις πιο φη­μι­σμέ­νες ιστο­ρί­ες για την άνο­δο και την πτώ­ση των πιο γνω­στών ηγε­μό­νων της πα­τρί­δας του. Οι ιστο­ρί­ες εκ­δό­θη­καν σε δε­κα­έ­ξι τό­μους με τον τί­τλο Gesta Danorum («Κα­τορ­θώ­μα­τα των Δα­νών»). Η συλ­λο­γή εκ­δό­θη­κε στις αρ­χές του 13ου αιώ­να (πε­ρί το 1208) και με­τα­φρά­στη­κε στη δα­νι­κή γλώσ­σα το 1575. Στην αγ­γλι­κή γλώσ­σα με­τα­φρά­στη­κε το 1894 από τον Oliver Elton. Αυ­τή η εκ­δο­χή χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε για την επι­μέ­λεια και επα­νέκ­δο­ση του μύ­θου στον συλ­λο­γι­κό τό­μο Αφη­γη­μα­τι­κές και δρα­μα­τι­κές πη­γές τού Σαίξ­πηρ κα­θώς και για την πα­ρού­σα με­τά­φρα­ση.

Οι με­λε­τη­τές του Σαίξ­πηρ, πι­στεύ­ουν πως ο δρα­μα­τουρ­γός διά­βα­ζε στα λα­τι­νι­κά τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα βι­βλία της επο­χής και η συλ­λο­γή του Saxo Grammaticus ήταν η μο­να­δι­κή δια­χρο­νι­κή συλ­λο­γή των χρο­νι­κών της Δα­νι­μαρ­κί­ας. Εί­ναι μά­λι­στα πο­λύ πι­θα­νό να γνώ­ρι­ζε τους μύ­θους από τα χρό­νια που πή­γαι­νε σχο­λείο στο Στράτ­φορντ· τό­τε οι μα­θη­τές δι­δά­σκο­νταν τη λα­τι­νι­κή γλώσ­σα και έρ­χο­νταν σε επα­φή με τα πιο ση­μα­ντι­κά κεί­με­να της πα­γκό­σμιας ιστο­ρί­ας που ήταν γραμ­μέ­να στα λα­τι­νι­κά.  
Το έπος του Άμ­λεθ ανή­κει σε έναν πο­λύ συ­νη­θι­σμέ­νο τύ­πο ιστο­ριών της επο­χής, τις λε­γό­με­νες «ιστο­ρί­ες εκ­δί­κη­σης» (revenge tragedies), όπου ο ήρω­ας υπο­δύ­ε­ται πα­ρά­νοια ή ηλι­θιό­τη­τα για να σώ­σει τη ζωή του και να έχει την ευ­και­ρία να πά­ρει εκ­δί­κη­ση. Ο όρος «έπος» ανα­φέ­ρε­ται στη σκαν­δι­να­βι­κή λέ­ξη «saga». Οι σκαν­δι­να­βι­κές saga εί­ναι επι­κές δι­η­γή­σεις της αρ­χαί­ας σκαν­δι­να­βι­κής ιστο­ρί­ας. Πρό­κει­ται για προ­φο­ρι­κές πα­ρα­δό­σεις και ένα με­γά­λο μέ­ρος της έρευ­νας έχει επι­κε­ντρω­θεί στον δια­χω­ρι­σμό της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας από τη μυ­θο­πλα­σία. Πολ­λά από τα χει­ρό­γρα­φα στα οποία εί­χαν γρα­φτεί οι saga στην αρ­χαία σκαν­δι­να­βι­κή γλώσ­σα εντο­πί­ζο­νται στη Δα­νία και τη Σου­η­δία. Ο ιστο­ρι­κός Saxo Grammaticus, με­λε­τη­τής των εν λό­γω saga, κα­τέ­γρα­ψε στα λα­τι­νι­κά τα πιο ση­μα­ντι­κά.
Ο Άμ­λεθ εμ­φα­νί­στη­κε στο Ελι­σα­βε­τια­νό δρά­μα, μέ­σω του εκ­δο­τι­κού οί­κου του Francoise de Belleforest, στη σει­ρά βι­βλί­ων «Tragic Histories». Με­τα­ξύ 1564 και 1582 εξέ­δω­σε εφτά συλ­λο­γές τρα­γι­κών ιστο­ριών. Ένας ασή­μα­ντος εκ­δό­της, ο Belleforest, εκ­συγ­χρό­νι­σε την ιστο­ρία του Saxo προ­σθέ­το­ντας ποι­ή­μα­τα, γράμ­μα­τα, εξά­ψαλ­μους, θρη­σκευ­τι­κές απο­κλί­σεις και ρο­μα­ντι­κές πε­ρι­πέ­τειες. Ο Belleforest δεν κα­τα­λά­βαι­νε το εί­δος της saga, την επο­χή και τον ηθι­κό της κώ­δι­κα. Ο Σαίξ­πηρ εί­ναι πι­θα­νό να γνώ­ρι­ζε και αυ­τήν την εκ­δο­χή.
Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ομοιό­τη­τες όμως του Σαιξ­πη­ρι­κού Άμ­λετ εντο­πί­ζο­νται στον «Άμ­λεθ», την κα­τα­γρα­φή του Saxo Grammaticus, και ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στην «Ισπα­νι­κή Τρα­γω­δία» (Spanish Tragedy) του Tomas Kyd μια από τις δια­ση­μό­τε­ρες τρα­γω­δί­ες της ελι­σα­βε­τια­νής επο­χής την οποία ο Σαίξ­πηρ εί­χε πα­ρα­κο­λου­θή­σει αρ­κε­τές φο­ρές το 1595, όταν η πα­ρά­στα­ση του έρ­γου ήταν στο από­γειό της και ασκού­σε με­γά­λη επιρ­ροή.

Άμλεθ

Άμλεθ

————— ≈ —————

ΒΙ­ΒΛΙΟ ΠΡΩ­ΤΟ


Εκεί­νον τον και­ρό, δύο αδέρ­φια, ο Χορ­γου­έ­ντιλ και ο Φενγκ διο­ρί­στη­καν από τον Βα­σι­λιά Ρό­ρικ της Δα­νι­μαρ­κί­ας για να κυ­βερ­νή­σουν την Γιου­τλάν­δη. Ο Χόρ­γου­ε­ντιλ υπε­ρα­σπί­στη­κε τη μο­ναρ­χία για τρία χρό­νια, και με­τά, για να κερ­δί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρη δό­ξα, αφιε­ρώ­θη­κε στην πε­ρι­πλά­νη­ση.
Τό­τε ο Κολ, ο Βα­σι­λιάς της Νορ­βη­γί­ας, ζή­λε­ψε τα υψη­λά κα­τορ­θώ­μα­τα και την φή­μη του Χορ­γου­έ­ντιλ και θε­ώ­ρη­σε πως θα ήταν ση­μα­ντι­κή νί­κη αν με τη με­γά­λη του ικα­νό­τη­τα στην μά­χη κα­τά­φερ­νε να σπι­λώ­σει την ξα­κου­στή δό­ξα του πε­ρι­πλα­νη­τή· έτσι άρ­χι­σε να τον πα­ρα­μο­νεύ­ει στις θά­λασ­σες, έχο­ντας το νου του για το στό­λο του Χορ­γου­έ­ντιλ και τε­λι­κά τον πρό­φτα­σε.
Υπήρ­χε ένα νη­σί, μο­νά­χο του, στη μέ­ση της θά­λασ­σας, το οποίο πλεύ­ρι­σαν στις δύο πλευ­ρές του οι αντί­πα­λοι με τα πλοία τους. Οι κα­πε­τά­νιοι μπή­καν σε με­γά­λο πει­ρα­σμό από την τερ­πνή όψη της πα­ρα­λί­ας ενώ η ομορ­φιά της ακτο­γραμ­μής οδή­γη­σε το βλέμ­μα τους στα θα­λασ­σό­ξυ­λα που ξέ­βρα­σε η εα­ρι­νή πα­λίρ­ροια και τους έκα­νε να προ­χω­ρή­σουν μέ­σα στο ξέ­φω­το και να πε­ρι­πλα­νη­θούν στα απο­μο­νω­μέ­να δά­ση. Η βια­σύ­νη του Κολ και του Χορ­γου­έ­ντιλ να συ­να­ντη­θούν τους έφε­ρε αντι­μέ­τω­πους, χω­ρίς κα­νέ­να μάρ­τυ­ρα.
Τό­τε ο Χόρ­γου­ε­ντιλ προ­σπά­θη­σε να απευ­θυν­θεί στον βα­σι­λιά, ρω­τώ­ντας τον με ποιόν τρό­πο επι­θυ­μού­σε να πο­λε­μή­σει: « Όσο λι­γό­τε­ροι πο­λε­μούν, τό­σο φα­νε­ρώ­νε­ται η γεν­ναιό­τη­τα», εί­πε, «γι’ αυ­τό το λό­γο, η μο­νο­μα­χία εί­ναι ο πιο σί­γου­ρος από όλους τους τρό­πους μά­χης για να κερ­δί­σει κα­νείς το έπα­θλο της αν­δρεί­ας μιας που βα­σί­ζε­ται μό­νο στην γεν­ναιό­τη­τα του κα­θε­νός, απο­κλεί­ο­ντας κά­θε βο­ή­θεια που μπο­ρεί να έρ­θει από χέ­ρι άλ­λου».  
Ο Κολ θαύ­μα­σε πό­σο οξυ­δερ­κής μπο­ρεί να εί­ναι η κρί­ση της νιό­της και αμέ­σως εί­πε: «Αφού μου έχεις δώ­σει το προ­νό­μιο της επι­λο­γής, πι­στεύω πως εί­ναι κα­λύ­τε­ρα να επι­λέ­ξου­με το μό­νο εί­δος που απαι­τεί τη συμ­βο­λή των δυο μας κι έτσι μας απαλ­λάσ­σει από μια ανα­τα­ρα­χή. Δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία πως εί­ναι και το πιο ρι­ψο­κίν­δυ­νο αλ­λά οδη­γεί γρη­γο­ρό­τε­ρα στο έπα­θλο της νί­κης. Η μο­νο­μα­χία, εί­ναι μια σκέ­ψη που εί­χα­με και οι δύο και συμ­φω­νού­με σε αυ­τή με τη δι­κή μας, κοι­νή θέ­λη­ση. Αλ­λά υπάρ­χουν ακό­μη ζη­τή­μα­τα που πα­ρα­μέ­νουν άλυ­τα, γι’ αυ­τό πρέ­πει να προ­σέ­ξου­με για­τί όταν κα­νείς εν­δί­δει ανέ­τοι­μος στα πά­θη του, τα προ­δί­δει. Τις καρ­διές μας τις κυ­ριεύ­ει το μί­σος, ας τις κυ­ριεύ­σει όμως και ο οί­κτος που τη σω­στή στιγ­μή θα δώ­σει τη θέ­ση του στην αδιαλ­λα­ξία. Για­τί το σω­στό, αυ­τό που προ­τάσ­σει η φύ­ση θα μας συμ­φι­λιώ­σει κι ας εί­μα­στε αντί­πα­λοι με δια­φο­ρε­τι­κά κί­νη­τρα, οι αιώ­νιοι νό­μοι μας ενώ­νουν όσο κι αν η μνη­σι­κα­κία έχει απο­ξε­νώ­σει το πνεύ­μα μας. Ας τη­ρή­σου­με, λοι­πόν, τη συμ­φω­νία, πως ο νι­κη­τής θα επι­τρέ­ψει όλες τις νε­κρι­κές τι­μές στον ητ­τη­μέ­νο. Διό­τι, όπως όλοι γνω­ρί­ζου­με, αυ­τά εί­ναι τα τε­λευ­ταία κα­θή­κο­ντα της αν­θρω­πό­τη­τας από τα οποία κα­νέ­νας ενά­ρε­τος άντρας δεν μπο­ρεί να δρα­πε­τεύ­σει. Ας αφή­σουν οι στρα­τοί μας τη μα­ταιο­δο­ξία κα­τά μέ­ρος και να τε­λέ­σουν το μυ­στή­ριο σε αρ­μο­νία. Ας χω­ρί­σει η ζή­λεια μπρος στο θά­να­το, ας θα­φτεί στο μνή­μα η έχθρα. Ας μη δώ­σου­με πα­ρά­δειγ­μα σκλη­ρό­τη­τας κα­τα­διώ­κο­ντας ο ένας την τέ­φρα του άλ­λου, πα­ρό­λο που το μί­σος μας έχει χω­ρί­σει στη ζωή. Θα εί­ναι καύ­χη­μα για το νι­κη­τή, αν οδη­γή­σει τον λα­βω­μέ­νο του εχθρό σε βα­σι­λι­κή κη­δεία. Ο άντρας που κά­νει το κα­θή­κον του απέ­να­ντι στον νε­κρό εχθρό του, κερ­δί­ζει το θαυ­μα­σμό των ζω­ντα­νών και κα­τα­κτά τις καρ­διές τους με την κα­λο­σύ­νη του.
Υπάρ­χει ακό­μη μια συμ­φο­ρά, εξί­σου θλι­βε­ρή, που βα­ραί­νει τους ζω­ντα­νούς – η απώ­λεια κά­ποιου μέ­ρους του σώ­μα­τος τους· και πι­στεύω πως και σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση πρέ­πει να προ­σφέ­ρου­με βο­ή­θεια. Όσοι πο­λε­μούν, ενώ έχουν κερ­δί­σει τη ζωή τους, πο­λύ συ­χνά υπο­φέ­ρουν από ακρω­τη­ρια­σμό κι αυ­τή η μοί­ρα, εί­ναι συ­νή­θως πιο ζο­φε­ρή από κά­θε θά­να­το· για­τί στο θά­να­το, δεν υπάρ­χει η μνή­μη των πραγ­μά­των, ενώ οι ζω­ντα­νοί δεν μπο­ρούν να ξε­χά­σουν την κα­τα­στρο­φή του σώ­μα­τος τους. Για να προ­λά­βου­με μια τέ­τοια ατυ­χία, ας συμ­φω­νη­θεί, πως κά­θε χτύ­πη­μα θα εί­ναι βα­θύ και δια­πε­ρα­στι­κό. Εί­ναι ενά­ρε­το να έχεις συ­μπό­νια για τις συμ­φο­ρές του άλ­λου αλ­λά εί­ναι αδύ­να­το να ζή­σεις αν λυ­πά­σαι τον εαυ­τό σου. Άντρας εί­ναι όποιος ακο­λου­θεί τις προ­τρο­πές της φύ­σης, ενώ όποιος τις αψη­φά εί­ναι σαν να αυ­το­κτο­νεί».

Αφού αμοι­βαία έθε­σαν τους όρ­κους τους σε αυ­τούς του όρους, ξε­κί­νη­σαν τη μο­νο­μα­χία. Ού­τε το ασυ­νή­θι­στο της συ­νά­ντη­σης, ού­τε η γλυ­κύ­τη­τα του κα­τα­πρά­σι­νου, ανοι­ξιά­τι­κου το­πί­ου δεν ήταν τό­σο ισχυ­ρή που να μην τους αφή­σει να ορ­μή­σουν. Ο Χορ­γου­έ­ντιλ, από τον με­γά­λο του ζή­λο, άρ­χι­σε να επι­τί­θε­ται με μα­νία στον εχθρό αντί να κα­λύ­πτει το σώ­μα του· πέ­τα­ξε την ασπί­δα του, άρ­πα­ξε το ξί­φος με τα δυο του χέ­ρια και όρ­μη­σε. Η τόλ­μη του δεν τον απο­γο­ή­τευ­σε. Η βρο­χή των χτυ­πη­μά­των του κα­τέ­στρε­ψε την ασπί­δα του Κολ ενώ ένα καί­ριο χτύ­πη­μα την έρι­ξε από τα χέ­ρια του και μια αστρα­πιαία επί­θε­ση βύ­θι­σε το ξί­φος στην καρ­διά, ρί­χνο­ντας τον, νε­κρό, στο έδα­φος. Έπει­τα, για να τη­ρή­σει τη συμ­φω­νία τους, τον έθα­ψε βα­σι­λι­κά και έψαλ­λε το ύστα­το “χαί­ρε”. Ήταν μια πο­μπώ­δης κη­δεία, με με­γα­λο­πρέ­πεια και τι­μές. Τό­τε, χω­ρίς κα­θυ­στέ­ρη­ση, έσφα­ξε και την αδερ­φή του Κολ, Σέ­λα για­τί η Σέ­λα ήταν σπου­δαία και ικα­νή πο­λε­μί­στρια με εμπει­ρία στη μά­χη.

Εί­χαν πε­ρά­σει κιό­λας τρία χρό­νια, γε­μά­τα με γεν­ναί­ες πρά­ξεις πο­λέ­μου και επι­στρέ­φο­ντας στην πα­τρί­δα, για να κερ­δί­σει τον υψη­λό­τε­ρο τί­τλο μα­ζί με την εύ­νοια του βα­σι­λιά Ρό­ρικ, του χά­ρι­σε από τα λά­φυ­ρα τη με­ρί­δα του λέ­ο­ντος. Ο βα­σι­λιάς εντυ­πω­σια­σμέ­νος από τα κα­τορ­θώ­μα­τά του, τον έστε­ψε βα­σι­λιά της Γιου­τλάν­δης. Η φι­λία του με τον Ρό­ρικ του πρό­σφε­ρε το προ­νό­μιο να βρί­σκε­ται κο­ντά στην κό­ρη του Γκε­ρού­θα και να εκ­φρά­ζει τα αι­σθή­μα­τα του και στο τέ­λος να την ζη­τή­σει σε γά­μο. Ο βα­σι­λιάς δέ­χτη­κε· ένας με­γα­λο­πρε­πής γά­μος ακο­λού­θη­σε και πριν πε­ρά­σει ένας χρό­νος, η Γκε­ρού­θα του έκα­νε έναν γιο, τον Άμ­λεθ.
Η κα­λή του τύ­χη έκα­νε τον Φενγκ να ζη­λέ­ψει τό­σο πο­λύ που απο­φά­σι­σε να τον σκο­τώ­σει, απο­δει­κνύ­ο­ντας για ακό­μη μια φο­ρά πως η κα­λο­σύ­νη κιν­δυ­νεύ­ει ακό­μη και μέ­σα στο ίδιο μας το σπί­τι. Και ιδού, μό­λις η ευ­και­ρία πα­ρου­σιά­στη­κε, το μα­τω­μέ­νο του χέ­ρι πλημ­μύ­ρη­σε από το θα­να­τε­ρό πά­θος της ψυ­χής του. Έπει­τα, πή­ρε για γυ­ναί­κα του, τη γυ­ναί­κα του αδελ­φού που εί­χε σφά­ξει, κα­λύ­πτο­ντας το φό­νο με αι­μο­μι­ξία. Για­τί όποιος υπο­κύ­πτει στην αμαρ­τία, πιο εύ­κο­λα και γρή­γο­ρα πέ­φτει θύ­μα της επό­με­νης, με την πρώ­τη να εί­ναι πά­ντα κί­νη­τρο για τη δεύ­τε­ρη. Έτσι κι αυ­τός ο άντρας, πα­ρα­δό­θη­κε μπρος στην τε­ρα­τώ­δη πρά­ξη του με τό­ση πο­νη­ριά που επι­νό­η­σε μια ψεύ­τι­κη ιστο­ρία γεν­ναιό­τη­τας για να κρύ­ψει το έγκλη­μα του και να απο­σιω­πή­σει την αδελ­φο­κτο­νία με μια επί­δει­ξη ήθους. Η Γκε­ρού­θα, εί­πε, πα­ρό­λο που εί­ναι τό­σο κα­λή κι ευ­γε­νής που δεν θα προ­ξε­νού­σε σε κα­νέ­ναν το πα­ρα­μι­κρό κα­κό, εί­χε υπο­στεί το πιο ακραίο μί­σος από το σύ­ζυ­γο της γι’ αυ­τό κι εκεί­νος έσφα­ξε τον αδερ­φό του για να τη σώ­σει· για­τί η σκέ­ψη τον γέ­μι­ζε ντρο­πή, μια κυ­ρία τό­σο τα­πει­νή και κα­λό­ψυ­χη να υπο­φέ­ρει την βα­ριά κα­τα­φρό­νια του συ­ζύ­γου της. Δυ­στυ­χώς, τα κα­λο­πιά­σμα­τα του πέ­τυ­χαν το σκο­πό τους· για­τί στις αυ­λές, που συ­χνά οι ανό­η­τοι ευ­νο­ού­νται και προ­τι­μώ­νται οι συ­κο­φά­ντες, ένα ψέ­μα δεν έχει κα­μία αξία. Το ίδιο χέ­ρι που εί­χε σφά­ξει έναν αδερ­φό, το έτει­νε χω­ρίς ντρο­πή φι­λι­κά προς τους δι­κα­στές του, ξε­γρά­φο­ντας χω­ρίς κα­μία ενο­χή τις απε­χθής και δο­λε­ρές πρά­ξεις του.
Ο Άμ­λεθ πα­ρα­κο­λου­θού­σε τα πά­ντα με προ­σο­χή αλ­λά φο­βό­ταν μην τυ­χόν η ευ­στρο­φία του κά­νει τον θείο του να τον υπο­ψια­στεί. Έτσι, επέ­λε­ξε να προ­σποι­η­θεί ηλι­θιό­τη­τα, πα­ρι­στά­νο­ντας πως εί­χε χά­σει το μυα­λό του δια­πα­ντός. Το τέ­χνα­σμα του, όχι μό­νο απέ­κρυ­πτε τη σκέ­ψη και τα σχέ­δια του αλ­λά εγ­γυό­ταν την ασφά­λεια του. Κά­θε μέ­ρα έμε­νε στα δια­με­ρί­σμα­τα της μη­τέ­ρας του τε­λεί­ως απο­χαυ­νω­μέ­νος και άπλυ­τος χτυ­πώ­ντας το σώ­μα του στο έδα­φος και πα­σα­λεί­βο­ντας το με απαί­σιες και σι­χα­με­ρές βρω­μιές. Το λε­ρω­μέ­νο του πρό­σω­πο και η κα­λυμ­μέ­νη με λά­σπη όψη του μαρ­τυ­ρού­σε μια τε­ρα­τώ­δη και απο­κρου­στι­κή τρέ­λα. Ό,τι έλε­γε εκλαμ­βα­νό­ταν ως πα­ρά­νοια κι ό,τι έπρατ­τε ήταν σαν να ονει­ρο­βα­τού­σε. Με δυο λό­για, δε θύ­μι­ζε τί­πο­τα το αν­θρώ­πι­νο, αλ­λά κά­ποια δια­στρο­φή της φύ­σης που οφεί­λε­ται στο κα­κό ρι­ζι­κό ενός αν­θρώ­που. Πο­λύ συ­χνά, συ­νή­θι­ζε να κά­θε­ται δί­πλα στη φω­τιά και ν’ ανα­μο­χλεύ­ει τη χό­βο­λη με τα γυ­μνά του χέ­ρια, να με­τα­τρέ­πει ξύ­λι­νες ρά­βδους σε ακό­ντια σκλη­ραί­νο­ντάς τες στις φλό­γες, δί­νο­ντας σχή­μα στις κο­φτε­ρές άκρες και κά­νο­ντας τις λα­βές να εφαρ­μό­ζουν τέ­λεια στο χέ­ρι. Όταν τον ρώ­τη­σαν τι έκα­νε, εί­πε ότι προ­ε­τοί­μα­ζε μυ­τε­ρά ακό­ντια για να εκ­δι­κη­θεί τον πα­τέ­ρα του. Η απά­ντη­ση του δεν χλευά­στη­κε από κα­νέ­ναν πα­ρό­λο που όλοι οι άντρες ει­ρω­νεύ­ο­νταν το άχρη­στο και γε­λοίο κυ­νή­γι του· αντί­θε­τα, η στά­ση αυ­τή βο­ή­θη­σε τε­λι­κά τους σκο­πούς του. Τώ­ρα η πο­νη­ριά με την οποία αντι­με­τώ­πι­σε το ζή­τη­μα αφύ­πνι­σε στους πιο διο­ρα­τι­κούς πα­ρα­τη­ρη­τές της αυ­λής κά­ποιες υπο­ψί­ες για την ευ­φυ­ΐ­ας του. Η ικα­νό­τη­τα σε μια ασή­μα­ντη τέ­χνη μαρ­τυ­ρού­σε το κρυμ­μέ­νο τα­λέ­ντο του τε­χνί­τη· επι­πλέ­ον δεν μπο­ρού­σαν να πι­στέ­ψουν πως το χέ­ρι που εί­χε φτιά­ξει μια τό­σο έξυ­πνη κα­τα­σκευή ανή­κε σε ένα άρ­ρω­στο πνεύ­μα. Τέ­λος, πά­ντο­τε πα­ρα­κο­λου­θού­σε με με­γά­λη ακρί­βεια τη στοί­βα των πασ­σά­λων που εί­χε βά­λει στη φω­τιά. Έτσι, κά­ποιοι ισχυ­ρί­στη­καν πως το μυα­λό του ήταν υγιές αλ­λά του άρε­σε να πα­ρι­στά­νει τον αφε­λή και τον χα­ζό για να κρύ­ψει τις ιδέ­ες του και να κα­λύ­ψει τους βα­θύ­τε­ρους σκο­πούς του με έναν έξυ­πνο αντι­πε­ρι­σπα­σμό.
Οι επι­διώ­ξεις του, εί­παν οι κα­λο­θε­λη­τές, θα απο­κα­λυ­φθούν με ευ­κο­λία αν έρι­χναν στο δρό­μο του μια ενά­ρε­τη γυ­ναί­κα, σε ένα από­με­ρο μέ­ρος, η οποία θα πα­ρέ­συ­ρε το μυα­λό του στους πει­ρα­σμούς της αγά­πης· το θυ­μι­κό ενός άν­δρα φα­νε­ρώ­νε­ται όταν εί­ναι τυ­φλά ερω­τευ­μέ­νος και το πά­θος του γί­νε­ται πα­ρορ­μη­τι­κό κά­νο­ντας τον ευά­λω­το στην πο­νη­ριά μιας γυ­ναί­κας. Άρα, αν όλα αυ­τά εί­ναι προ­σποι­η­τά, θα άρ­πα­ζε την ευ­και­ρία να υπο­κύ­ψει αμέ­σως σε βί­αιες απο­λαύ­σεις.
Έτσι, ανα­τέ­θη­κε σε έμπι­στους άν­δρες να πα­ρα­σύ­ρουν το νε­α­ρό Άμ­λεθ σε ένα από­με­ρο μέ­ρος στο δά­σος κι εκεί, να του επι­τε­θούν με έναν γυ­ναι­κείο πει­ρα­σμό. Ανά­με­σα τους έτυ­χε να βρί­σκε­ται και ο θε­τός αδελ­φός του, που δεν έπα­ψε πο­τέ να σέ­βε­ται την κοι­νή τους ανα­τρο­φή και εκτι­μού­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο την πα­λιά τους φι­λία από τις τω­ρι­νές του δια­τα­γές. Έτσι, πλη­σί­α­σε τον Άμ­λεθ μα­κριά από την προ­σω­πι­κή του φρου­ρά, με το άγ­χος να τον προει­δο­ποι­ή­σει χω­ρίς να δη­μιουρ­γή­σει υπο­ψί­ες· για­τί ήταν πε­πει­σμέ­νος πως θα υπέ­φε­ρε τα χει­ρό­τε­ρα μαρ­τύ­ρια αν τους κα­τα­λά­βαι­ναν ή αν ο Άμ­λεθ έδει­χνε το πα­ρα­μι­κρό ίχνος λο­γι­κής και πά­νω απ’ όλα αν υπέ­κυ­πτε ανοι­χτά στην πρά­ξη της αγά­πης.
Ήταν ξε­κά­θα­ρο πια, πως ο Άμ­λεθ έπρε­πε να τους δώ­σει μια κα­λή πα­ρά­στα­ση. Γι’ αυ­τό όταν πή­γε να κα­βα­λι­κέ­ψει το άλο­γο του, το έκα­νε ανά­πο­δα, με την πλά­τη του γυ­ρι­σμέ­νη στο λαι­μό και το πρό­σω­πο ν’ αντι­κρί­ζει την ου­ρά ενώ πέ­ρα­σε τα χα­λι­νά­ρια στη μέ­ση του λες και αυ­τή ήταν η φυ­σι­κή στά­ση για να ελέγ­χει το βη­μα­τι­σμό του αλό­γου του. Με αυ­τή την πο­νη­ριά απέ­φυ­γε τα χει­ρό­τε­ρα και ξε­πέ­ρα­σε την προ­δο­σία του θεί­ου του. To αχα­λί­νω­το άτι συ­νέ­χι­σε να καλ­πά­ζει με τον ανα­βά­τη του να οδη­γεί την ου­ρά· αστείο θέ­α­μα να αντι­κρί­ζει κα­νείς.
Ο Άμ­λεθ προ­χώ­ρη­σε, και ξαφ­νι­κά το μο­νο­πά­τι του δια­σταυ­ρώ­θη­κε με ένα λύ­κο που ξε­πρό­βα­λε μέ­σα από μια συ­στά­δα δέ­ντρων. Όταν οι σύ­ντρο­φοι του εί­παν πως δεν ήταν πα­ρά ένα νε­α­ρό που­λά­ρι, τους απά­ντη­σε από­το­μα πως ήταν λο­γι­κό να μπερ­δευ­τούν για­τί ο Φενγκ φρό­ντι­σε να μεί­νουν λί­γα ζώα ελεύ­θε­ρα στο βα­σί­λειο του που εί­ναι ικα­νά να πο­λε­μή­σουν. Όλοι έμει­ναν έκ­πλη­κτοι με την απά­ντη­ση του, κι όταν τον ρώ­τη­σαν, απά­ντη­σε πως εί­χε μι­λή­σει εσκεμ­μέ­να: για­τί αυ­τό που επι­θυ­μού­σε ήταν να ισορ­ρο­πεί ανά­με­σα στο τέ­χνα­σμα και την ει­λι­κρί­νεια με τό­ση σύ­νε­ση που ενώ μπο­ρεί να φαι­νό­ταν πως εί­χε χά­σει τα λο­γι­κά του, να έδει­χνε στιγ­μές πλή­ρους διαύ­γειας και εξυ­πνά­δας, απο­προ­σα­να­το­λί­ζο­ντας τους εχθρούς του.
Και πά­λι το θέ­α­τρο συ­νε­χί­στη­κε, κι ενώ ο Άμ­λεθ διέ­σχι­ζε την πα­ρα­λία, οι σύ­ντρο­φοί του βρή­καν ένα πη­δά­λιο από τα συ­ντρίμ­μια ενός πλοί­ου και εί­παν πως ανα­κά­λυ­ψαν ένα τε­ρά­στιο μα­χαί­ρι. “Αυ­τό”, εί­πε ο Άμ­λεθ “εί­ναι το κα­τάλ­λη­λο ερ­γα­λείο για να κό­ψει κα­νείς ένα τε­ρά­στιο χοι­ρο­μέ­ρι”, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εν­νο­ού­σε τη θά­λασ­σα, που στην απε­ρα­ντο­σύ­νη της ανή­κε αυ­τό το με­γα­λο­πρε­πές πη­δά­λιο.
Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, ενώ διέ­σχι­ζαν κά­τι αμ­μό­λο­φους, τον άφη­σαν επί­τη­δες μό­νο, για να βρει το σθέ­νος να υπο­πέ­σει στο πα­ρά­πτω­μα της λα­γνεί­ας. Η νε­α­ρή γυ­ναί­κα που έστει­λε ο θεί­ος του, εμ­φα­νί­στη­κε μπρο­στά του σε ένα σκο­τει­νό ση­μείο με την πρό­φα­ση πως οι δρό­μοι τους συ­να­ντή­θη­καν τυ­χαία· εκεί­νος την άρ­πα­ξε και θα την ατί­μα­ζε αν ο ετε­ρο­θα­λής αδερ­φός του δεν τον εί­χε προει­δο­ποι­ή­σει για την συ­νο­μω­σία. Εκεί­νος, ενώ ανα­λο­γι­ζό­ταν τον κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο τρό­πο για να παί­ξει μυ­στι­κά τον ρό­λο του υπο­βο­λέα και να κα­θυ­στε­ρή­σει την ρι­ψο­κίν­δυ­νη απρέ­πεια του νε­α­ρού άν­δρα, βρή­κε ένα στά­χυ στο έδα­φος και το έδε­σε κά­τω από την ου­ρά μιας αλο­γό­μυ­γας που περ­νού­σε πε­τώ­ντας και στη συ­νέ­χεια την οδή­γη­σε σε εκεί­νο ακρι­βώς το ση­μείο που ήξε­ρε πως βρι­σκό­ταν ο Άμ­λεθ: μια πρά­ξη που εξυ­πη­ρέ­τη­σε τέ­λεια τον πρί­γκι­πα. Το ση­μά­δι ερ­μη­νεύ­τη­κε τό­σο πο­νη­ρά όσο στάλ­θη­κε. Για­τί ο Άμ­λεθ εί­δε την αλο­γό­μυ­γα, αντι­λή­φθη­κε το πε­ρί­ερ­γο στά­χυ που ήταν πε­ρα­σμέ­νο στην ου­ρά της και κα­τά­λα­βε πως ήταν μυ­στι­κή προει­δο­ποί­η­ση για να έχει τα μά­τια του ανοι­χτά. Θο­ρυ­βη­μέ­νος, διαι­σθα­νό­ταν την πα­γί­δα και για να μην προ­δώ­σει τον πό­θο του, πή­ρε τη γυ­ναί­κα στην αγκα­λιά του και την έσυ­ρε μα­κριά, σε ένα από­με­ρο και αδιά­βα­το βαλ­το­τό­πι. Επι­πλέ­ον, μό­λις πλά­για­σαν μα­ζί, επι­κα­λέ­στη­κε την εντι­μό­τη­τα της, ζη­τώ­ντας να μην απο­κα­λύ­ψει τί­πο­τα σε κα­νέ­ναν και αμέ­σως η υπό­σχε­ση της σιω­πής συμ­φω­νή­θη­κε τό­σο εγκάρ­δια όσο ζη­τή­θη­κε. Για­τί και οι δυο τους εί­χαν δε­χτεί την ίδια ανα­τρο­φή και αυ­τή η κοι­νή εμπει­ρία τους κα­τά την παι­δι­κή ηλι­κία δη­μιούρ­γη­σε οι­κειό­τη­τα και έφε­ρε τον Άμ­λεθ και το κο­ρί­τσι πο­λύ κο­ντά.
Έτσι, όταν επέ­στρε­ψε στο πα­λά­τι, όλοι τον ρώ­τη­σαν ει­ρω­νι­κά αν εί­χε εν­δώ­σει στην αγά­πη κι εκεί­νος δή­λω­σε ανοι­χτά πως εί­χε βιά­σει την υπη­ρέ­τρια. Στη συ­νέ­χεια, όταν ρω­τή­θη­κε που το έκα­νε, εκεί­νος απά­ντη­σε πως την πή­ρε πά­νω στην οπλή ενός φορ­τω­μέ­νου τέ­ρα­τος, σε ένα κα­πέ­λο γε­λω­το­ποιού κι ακό­μη πά­νω στο τα­βά­νι. Ο ίδιος εί­χε προ­ε­τοι­μα­στεί λί­γο πριν πα­ρα­δο­θεί στον πει­ρα­σμό, ανα­λο­γι­ζό­με­νος θραύ­σμα­τα γε­λοί­ων απα­ντή­σε­ων για να απο­φύ­γει τα αλη­θι­νά ψέ­μα­τα. Και πα­ρό­λο που τα χω­ρα­τά του δεν αφαί­ρε­σαν τί­πο­τα από την αλή­θεια της ιστο­ρί­ας, τα λό­για του έγι­ναν δε­κτά με φω­νές και πει­ράγ­μα­τα από τους πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους.
Η υπη­ρέ­τρια, όταν ρω­τή­θη­κε για το συμ­βάν, δή­λω­σε πως ο πρί­γκι­πας δεν εί­χε κά­νει πο­τέ κά­τι τέ­τοιο· και η άρ­νη­ση της έγι­νε πιο εύ­κο­λα πι­στευ­τή όταν ανα­κα­λύ­φθη­κε πως κα­νείς από τη συ­νο­δεία δεν εί­δε με τα μά­τια του την πρά­ξη. Τό­τε, εκεί­νος που εί­χε ση­μα­δέ­ψει την αλο­γό­μυ­γα, θέ­λο­ντας να δεί­ξει στον Άμ­λεθ πως στο τέ­χνα­σμά του χρω­στού­σε τη σω­τη­ρία του, πα­ρα­τή­ρη­σε πως πρέ­πει να υπήρ­χε ακό­μη κά­ποιος που ήταν αφο­σιω­μέ­νος στον Άμ­λεθ. Η απά­ντη­ση του νε­α­ρού άντρα ήταν εύ­στο­χη: Για να μη φα­νεί πως ξέ­χα­σε τις υπη­ρε­σί­ες του πλη­ρο­φο­ριο­δό­τη του εί­πε πως εί­χε δει στο δά­σος ένα πε­ρί­ερ­γο έντο­μο να πη­γαι­νο­έρ­χε­ται φο­ρώ­ντας το βλα­στό ενός φυ­τού στα από­κρυ­φα μέ­ρη του. Η εξυ­πνά­δα του λό­γου του έκα­νε τους πά­ντες να λυ­θούν στα γέ­λια αλ­λά γέ­μι­σε την καρ­διά του πι­στού του φί­λου με χα­ρά.
Με αυ­τά τα τε­χνά­σμα­τα, όλα απο­σιω­πή­θη­καν και κα­νείς δεν μπο­ρού­σε να κα­τα­λά­βει τη σο­φία του νε­α­ρού άν­δρα. Όμως ένας φί­λος του Φενγκ, γε­μά­τος κυ­ρί­ως από σι­γου­ριά πα­ρά δί­καιη κρί­ση, δή­λω­σε πως οι ακα­τα­νό­η­τες πλε­κτά­νες ενός τέ­τοιου μυα­λού δεν θα μπο­ρού­σαν να απο­κα­λυ­φθούν με μια χυ­δαία συ­νο­μω­σία για­τί το πεί­σμα αυ­τού του άν­δρα εί­ναι τό­σο με­γά­λο που δεν γί­νε­ται να πο­λε­μη­θεί με ήπια μέ­σα· ήταν τό­σο πο­λυ­μή­χα­νος που κα­μία μέ­θο­δος δεν μπο­ρού­σε να τον πα­γι­δεύ­σει. Συ­νε­πώς, εί­πε αυ­τός, η δι­κή του βα­θυ­στό­χα­στη οξύ­τη­τα θα χτυ­πού­σε με πιο δια­κρι­τι­κό τρό­πο, ένα κόλ­πο κα­λά δο­κι­μα­σμέ­νο για να εφαρ­μο­στεί στην πρά­ξη που θα απο­κά­λυ­πτε πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κά όσα επι­θυ­μού­σαν να μά­θουν. Πρό­τει­νε στον Φενγκ να προ­σποι­η­θεί πως θα έλει­πε, επι­κα­λού­με­νος υπο­θέ­σεις υψί­στης ση­μα­σί­ας. Έτσι, ο Άμ­λεθ θα κρυ­βό­ταν στην κά­μα­ρα της μη­τέ­ρας του ενώ προη­γου­μέ­νως θα εί­χε ορι­στεί ένας έμπι­στος άν­δρας που θα κρυ­βό­ταν στο δω­μά­τιο κρυ­φα­κού­γο­ντας προ­σε­κτι­κά ό,τι συ­ζη­τού­σαν. Για­τί αν ο γιος της έχει το ελά­χι­στο μυα­λό δε θα δι­στά­σει να μι­λή­σει ανοι­χτά πα­ρου­σία της μη­τέ­ρας του ού­τε θα αμ­φι­σβη­τού­σε την πί­στη της γυ­ναί­κας που τον γέν­νη­σε. 
Ο έμπι­στος φί­λος, ενώ έμοια­ζε πιο πρό­θυ­μος να συμ­βου­λέ­ψει πα­ρά να εκτε­λέ­σει το σχέ­διο, με ζή­λο διέ­ψευ­σε τον βα­σι­λιά του και πρό­τει­νε τον εαυ­τό του στη θέ­ση του ωτα­κου­στή. Ο Φενγκ χά­ρη­κε με τη σκευω­ρία και ανα­χώ­ρη­σε αμέ­σως με την πρό­φα­ση ενός μα­κρι­νού τα­ξι­διού. Χω­ρίς να χά­σει στιγ­μή, αυ­τός που έδω­σε τη συμ­βου­λή μπή­κε κρυ­φά στο δω­μά­τιο που ο Άμ­λεθ ήταν κλει­σμέ­νος με τη μη­τέ­ρα του ενώ οι δυο τους έλ­λει­παν και έκρι­νε πως το κα­λύ­τε­ρο ήταν να πα­ρα­μο­νεύ­ει κά­τω από ένα αχυ­ρέ­νιο στρώ­μα.
Αλ­λά ο Άμ­λεθ εί­χε αντί­δο­το για την προ­δο­σία. Εί­χε πά­ντο­τε το φό­βο μή­πως υπάρ­χει κά­ποιος που κρυ­φα­κού­ει, έτσι κα­τέ­φυ­γε στα συ­νη­θι­σμέ­να του φερ­σί­μα­τα. Άρ­χι­σε να κρά­ζει σαν φα­σα­ριό­ζι­κο κο­ρά­κι χτυ­πώ­ντας πά­νω κά­τω τα μπρά­τσα του, μι­μού­με­νος την κί­νη­ση των φτε­ρών. Έπει­τα, κα­βά­λη­σε το στρώ­μα κι άρ­χι­σε να χο­ρο­πη­δά πά­νω του, ξα­νά και ξα­νά για να δει αν κά­ποιος κα­ρα­δο­κού­σε εκεί κρυμ­μέ­νος. Ξαφ­νι­κά, ένιω­σε ένα εξό­γκω­μα κά­τω από τα πό­δια του και τρα­βώ­ντας το ξί­φος του, το έμπη­ξε εκεί που πα­τού­σε, καρ­φώ­νο­ντας αυ­τόν που κεί­το­νταν εκεί. Αμέ­σως τον τρά­βη­ξε από την κρυ­ψώ­να του και τον έσφα­ξε. Με­τά έκο­ψε το σώ­μα του σε κομ­μα­τά­κια, τα βύ­θι­σε σε βρα­στό νε­ρό και μό­λις έβρα­σαν κα­λά τα πέ­τα­ξε στον υπό­νο­μο για να τα φά­νε τα πο­ντί­κια ανα­κα­τεύ­ο­ντας τον ελε­ει­νό βούρ­κο με τα δύ­σμοι­ρα άκρα του. Έχο­ντας ξε­φύ­γει από την πα­γί­δα με αυ­τή τη μα­κά­βρια πρά­ξη επέ­στρε­ψε στο δω­μά­τιο. Τό­τε η μη­τέ­ρα του που κα­τά­λα­βε τι εί­χε συμ­βεί, ξέ­σπα­σε σε γο­ε­ρό κλά­μα, θρη­νώ­ντας την πα­ρά­νοια του γιου της χω­ρίς να νοιά­ζε­ται για την πα­ρου­σία του, αλ­λά ο Άμ­λεθ χω­ρίς να δι­στά­σει εί­πε:

  «Αχρεία γυ­ναί­κα! Με τέ­τοιους ψεύ­τι­κους θρή­νους προ­σπα­θείς να κρύ­ψεις την πιο βα­ριά ενο­χή; Ακό­λα­στη σαν πόρ­νη, πα­ρό­λο που έχεις μπλε­χτεί σε εναν μο­χθη­ρό και απε­χθή γά­μο αγκα­λιά­ζεις το αι­μο­μι­κτι­κό στή­θος του φο­νιά του αν­δρός σου και προ­σπα­θείς με σι­χα­με­ρά θέλ­γη­τρα να κα­λο­πιά­σεις αυ­τόν που έσφα­ξε τον πα­τέ­ρα του γιου σου. Χω­ρίς αμ­φι­βο­λία, αυ­τός εί­ναι ο τρό­πος που οι φο­ρά­δες ζευ­γα­ρώ­νουν με τους επι­βή­το­ρες που θριαμ­βεύ­ουν πά­νω στο ταί­ρι τους· για­τί τα ζώα, το έχουν στη φύ­ση τους να ζευ­γα­ρώ­νουν αδια­κρί­τως και φαί­νε­ται πως κι εσύ όπως αυ­τά, έχεις ξε­χά­σει τε­λεί­ως τον πρώ­το σου άντρα. Όσο για μέ­να, με ιδιά­ζο­ντα ζή­λο φο­ρώ τη μά­σκα της πα­ρά­νοιας· για­τί δεν αμ­φι­βάλ­λω ού­τε στιγ­μή πως αυ­τός που κα­τέ­στρε­ψε τον αδερ­φό του θα εξε­γερ­θεί το ίδιο αδί­στα­κτα, ενά­ντια σε συγ­γε­νι­κό αί­μα. Άρα, ήταν πιο συ­νε­τό, να δια­λέ­ξω τη θαλ­πω­ρή της τρέ­λας πα­ρά της λο­γι­κής και να δα­νει­στώ λί­γη προ­στα­σία από μια πα­ρά­στα­ση από­λυ­της φρε­νί­τι­δας. Όμως το φλο­γε­ρό πά­θος για εκ­δί­κη­ση ακό­μα καί­ει στην καρ­διά μου· αλ­λά ζυ­γιά­ζω τις ευ­και­ρί­ες. Πε­ρι­μέ­νω την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή. Υπάρ­χει χρό­νος και τό­πος για όλα τα πράγ­μα­τα, ενά­ντια σε τό­σο αμεί­λι­κτο και ζο­φε­ρό πνεύ­μα έπρε­πε να εξοι­κειω­θώ με τις πιο σκο­τει­νές τα­κτι­κές του μυα­λού. Κι εσύ, που θα πρέ­πει να εί­σαι ήδη απα­σχο­λη­μέ­νη με τους θρή­νους της δι­κής σου ντρο­πής, εί­ναι υπερ­βο­λή να θρη­νείς για τη δι­κή μου μω­ρία. Εσύ άρ­χι­σε να κλαις για τις μαύ­ρες κη­λί­δες που λε­ρώ­νουν το δι­κό σου νου, όχι κά­ποιου άλ­λου. Από εδώ και πέ­ρα, εσύ μό­νο να πα­ρα­κο­λου­θείς αμέ­το­χη και να μέ­νεις σιω­πη­λή».

  Με αυ­τές τις μομ­φές, ο Άμ­λεθ, ρά­γι­σε την καρ­διά της μη­τέ­ρας του κά­νο­ντας την να με­τα­νο­ή­σει για τις πρά­ξεις της. Η αφο­πλι­στι­κή αλή­θεια του γιου της την εξι­λέ­ω­σε από τις αμαρ­τί­ες της και την οδή­γη­σε στο μο­νο­πά­τι της αρε­τής· τώ­ρα πια ήξε­ρε να βά­ζει τα πά­θη του πα­ρελ­θό­ντος πά­νω από τους πει­ρα­σμούς του πα­ρό­ντος.
Όταν ο Φενγκ επέ­στρε­ψε, δεν μπο­ρού­σε να βρει που­θε­νά τον δό­λιο κα­τά­σκο­πό του πα­ρό­λο που έψα­ξε πο­λύ ώρα και με με­γά­λη προ­σο­χή αλ­λά κα­νείς δεν τον εί­χε δει. Ο Άμ­λεθ, όταν ρω­τή­θη­κε με­τα­ξύ άλ­λων, αν τον εί­χε δει, απά­ντη­σε πως ο άντρας αυ­τός εί­χε πά­ει έναν πε­ρί­πα­το στον υπό­νο­μο αλ­λά σκό­ντα­ψε και κα­τρα­κύ­λη­σε στον πυθ­μέ­να του· δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία πως πνί­γη­κε από την πλημ­μύ­ρα της βρο­μιάς και τε­λι­κά τον κα­τα­βρό­χθι­σε ένας χοί­ρος που τρι­γυρ­νού­σε εκεί κο­ντά. Όλοι όσοι ήταν πα­ρό­ντες πε­ρι­φρό­νη­σαν το λό­γο του για­τί θε­ώ­ρη­σαν πως ήταν γε­μά­τος αναι­σθη­σία ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν μια δη­μό­σια δή­λω­ση της αλή­θειας.
Ο Φενγκ ήταν βέ­βαιος πια πως ο ανι­ψιός του ήταν γε­μά­τος δό­λο και επι­θυ­μού­σε να τον βγά­λει από τη μέ­ση αλ­λά δεν τολ­μού­σε να προ­βεί σε μια τέ­τοια πρά­ξη για­τί φο­βό­ταν την απο­δο­κι­μα­σία, όχι μό­νο από τον νο­νό του, τον βα­σι­λιά Ρό­ρικ, αλ­λά και από τη γυ­ναί­κα του. Έτσι, εί­χε την ιδέα να τον σφά­ξει ο Βα­σι­λιάς της Βρε­τα­νί­ας, ώστε κά­ποιος άλ­λος να έκα­νε την πρά­ξη κι εκεί­νος άμεμ­πτος να προ­σποι­η­θεί αθω­ό­τη­τα. Ήταν τό­ση η επι­θυ­μία να κρύ­ψει τη βα­ναυ­σό­τη­τα του, που προ­τι­μού­σε να αμαυ­ρώ­σει τη φή­μη του φί­λου του πα­ρά να ντρο­πια­στεί ο ίδιος.  
Ο Άμ­λεθ, κα­τά την ανα­χώ­ρη­ση του, έδω­σε μυ­στι­κά οδη­γί­ες στη μη­τέ­ρα του, να στο­λί­σει την τρα­πε­ζα­ρία με νέα τα­πι­σε­ρί και πί­σω της να κρε­μά­σει σχοι­νιά γε­μά­τα κό­μπους και ένα χρό­νο με­τά να του κά­νει μια δή­θεν κη­δεία. Δύο ακό­λου­θοι του Φενγκ τον συ­νό­δευαν κρα­τώ­ντας μια επι­στο­λή χα­ραγ­μέ­νη σε ξύ­λο – ένα εί­δος γρα­φι­κής ύλης πο­λύ συ­νη­θι­σμέ­νο τα πα­λιά χρό­νια· η επι­στο­λή διέ­τα­ζε το βα­σι­λιά των Βρε­τα­νών να θα­να­τώ­σει τον νε­α­ρό που του έστελ­νε. Ο Άμ­λεθ βρή­κε την ευ­και­ρία ενώ οι σύ­ντρο­φοί του ανα­παύ­ο­νταν και έψα­ξε τα πα­νω­φό­ρια τους. Πο­λύ γρή­γο­ρα βρή­κε την επι­στο­λή και διά­βα­σε τις οδη­γί­ες του θεί­ου του. Κα­τό­πιν, έσβη­σε ό,τι ήταν γραμ­μέ­νο στην επι­φά­νεια και το αντι­κα­τέ­στη­σε με νέ­ους χα­ρα­κτή­ρες αλ­λά­ζο­ντας τον σκο­πό της επι­στο­λής· ανέ­στρε­ψε την κα­τα­δί­κη του και την έστρε­ψε στους συ­ντρό­φους του. Όχι μό­νο δεν ικα­νο­ποι­ή­θη­κε που αφαί­ρε­σε από τον εαυ­τό του την εντο­λή του θα­νά­του και με­τέ­θε­σε τον κίν­δυ­νο σε άλ­λους αλ­λά πρό­σθε­σε και μια έκ­κλη­ση προς το Βα­σι­λιά της Βρε­τα­νί­ας: να επι­τρέ­ψει το γά­μο της κό­ρης του με τον νε­α­ρό πρί­γκι­πα που ερ­χό­ταν να τον συ­να­ντή­σει, έναν άν­δρα από υψη­λή γε­νιά, με αδιά­βλη­το χα­ρα­κτή­ρα. Όλα αυ­τά βέ­βαια κά­τω από την υπο­γρα­φή του θεί­ου Φενγκ.

Εί­χαν φτά­σει πια στη Βρε­τα­νία. Οι απε­σταλ­μέ­νοι πή­γαν αμέ­σως στο βα­σι­λιά και του έτει­ναν την επι­στο­λή που υπο­τί­θε­ται πως ήταν το μέ­σο για να εξο­ντω­θεί ο Άμ­λεθ, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα προ­μή­νυε θά­να­το για τους ίδιους. Ο βα­σι­λιάς τη διά­βα­σε με προ­σο­χή και χω­ρίς να απο­κα­λύ­ψει τί­πο­τα, τους φέρ­θη­κε ευ­γε­νι­κά και φι­λό­ξε­να. Τό­τε ο Άμ­λεθ γεύ­τη­κε όλη την ομορ­φιά ενός βα­σι­λι­κού δεί­πνου όπως ένας ανί­κα­νος να εκτι­μή­σει τις γεύ­σεις, γεύ­ε­ται ένα εκλε­κτό έδε­σμα και με φέρ­σι­μο πο­λύ αλ­λό­κο­το, απεί­χε από το πο­τό όπως κι από το φα­γη­τό. Άπα­ντες, έμει­ναν έκ­πλη­κτοι που ένας νε­α­ρός αλ­λά και ξέ­νος πε­ρι­φρο­νού­σε τις προ­σε­κτι­κά μα­γει­ρε­μέ­νες, λε­πτε­πί­λε­πτες συ­ντα­γές μιας βα­σι­λι­κής δια­τρο­φής που πρό­σφε­ρε αυ­τό το βα­σι­λι­κό δεί­πνο, λες και ήταν το ψι­λο­κομ­μέ­νο τουρ­σί ενός ζη­τιά­νου. Έτσι, όταν η γιορ­τή δια­λύ­θη­κε, ο βα­σι­λιάς απο­χαι­ρέ­τη­σε τους φί­λους του και έστει­λε έναν άν­δρα στο υπνο­δω­μά­τιο να κρυ­φα­κού­σει, μή­πως μά­θαι­νε κά­τι από τις με­τα­με­σο­νύ­χτιες συ­ζη­τή­σεις των κα­λε­σμέ­νων του.
Την ίδια στιγ­μή, όταν οι δύο ακό­λου­θοι τον ρώ­τη­σαν για­τί απεί­χε από τη γιορ­τή προη­γού­με­νος, ο Άμ­λεθ απά­ντη­σε πως το ψω­μί ήταν γε­μά­το αί­μα κι ακό­μη πως υπήρ­χε μια αψά­δα με­τάλ­λου στο ζω­μό, ενώ τα κρέ­α­τα της γιορ­τής ανέ­δι­δαν τη δυ­σω­δία από αν­θρώ­πι­νο κου­φά­ρι. Σα να μην έφτα­ναν αυ­τά, εί­πε πως ο βα­σι­λιάς εί­χε δου­λι­κό βλέμ­μα και η βα­σί­λισ­σα συ­μπε­ρι­φο­ρά υπη­ρέ­τριας. Άσκη­σε κρι­τι­κή, με ακραί­ες προ­σβο­λές, όχι τό­σο για την εορ­τή αλ­λά για τους οι­κο­δε­σπό­τες. Πο­λύ σύ­ντο­μα, οι ακό­λου­θοι, χλευά­ζο­ντας τον για το γνω­στό ψε­γά­δι του μυα­λού του, άρ­χι­σαν να τον εμπαί­ζουν με θρα­σεί­ες απο­δο­κι­μα­σί­ες, για­τί κα­τη­γό­ρη­σε άξια και κα­θώς πρέ­πει πράγ­μα­τα ενώ επι­τέ­θη­κε με την αγέ­νειά του σε έναν έν­δο­ξο βα­σι­λιά και μια κυ­ρία με τό­σο εκλε­πτυ­σμέ­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά, αντα­μεί­βο­ντας τους με τις πιο επαί­σχυ­ντες προ­σβο­λές, αυ­τούς που αξί­ζουν κά­θε έπαι­νο.
Ο υπη­ρέ­της που κρυ­φά­κου­γε, με­τέ­φε­ρε όλη τη συ­ζή­τη­ση στο βα­σι­λιά και δή­λω­σε πως κά­ποιος που μπο­ρού­σε να λέ­ει τέ­τοια πράγ­μα­τα εί­χε την πιο θα­νά­σι­μη σο­φία ή την πιο θα­νά­σι­μη ανοη­σία. Αυ­τός ο υπη­ρέ­της, κα­τά­φε­ρε με λί­γες λέ­ξεις να συλ­λά­βει το βά­θος του Άμ­λεθ. Στη συ­νέ­χεια, ο βα­σι­λιάς κά­λε­σε τον θα­λα­μη­πό­λο και τον ρώ­τη­σε από που προ­μη­θεύ­ο­νταν το ψω­μί. Ο θα­λα­μη­πό­λος εί­πε πως το εί­χε φτιά­ξει ο προ­σω­πι­κός φούρ­να­ρης του βα­σι­λιά. Έπει­τα τον ρώ­τη­σε που με­γά­λω­νε το σι­τά­ρι με το οποίο έφτια­χναν το ψω­μί και αν υπήρ­χε εκεί κά­ποιο ση­μά­δι αν­θρω­πο­σφα­γής. Εκεί­νος απά­ντη­σε πως υπήρ­χε ένα χω­ρά­φι, όχι πο­λύ μα­κριά, γε­μά­το από αρ­χαία οστά σφαγ­μέ­νων αντρών που ακό­μα έφε­ρε ξε­κά­θα­ρα όλα τα ση­μά­δια μιας σφα­γής του μα­κρι­νού πα­ρελ­θό­ντος. Μά­λι­στα ο ίδιος εί­χε φυ­τέ­ψει το χω­ρά­φι με σπό­ρους κα­τά την εα­ρι­νή πα­λίρ­ροια κα­θώς πί­στευε πως ήταν πιο καρ­πε­ρό από τα υπό­λοι­πα και ήλ­πι­ζε σε μια άφθο­νη συ­γκο­μι­δή. Έτσι, απ’ όσο ήξε­ρε το ψω­μί εί­χε αρ­πά­ξει μια αδιό­ρα­τη οσμή από την αι­μα­το­χυ­σία. Μό­λις το άκου­σε αυ­τό, ο βα­σι­λιάς, υπέ­θε­σε πως ο Άμ­λεθ έλε­γε την αλή­θεια και για να εί­ναι σί­γου­ρος προ­σπά­θη­σε να μά­θει και από που ήρ­θε το λαρ­δί. Ο θα­λα­μη­πό­λος ομο­λό­γη­σε πως οι χοί­ροι του, από αμέ­λεια, εί­χαν ξε­στρα­τί­σει και έπε­σαν με τα μού­τρα πά­νω στο σά­πιο κου­φά­ρι ενός λη­στή, έτσι το χοι­ρι­νό τους ίσως να εί­χε αλ­λοιω­μέ­νη γεύ­ση. Ανα­κα­λύ­πτο­ντας πως η κρί­ση του Άμ­λεθ ήταν και αυ­τή τη φο­ρά σω­στή, ρώ­τη­σε τι πε­ριεί­χε ο ζω­μός που ανα­κά­τε­ψαν τα φα­γη­τά. Μό­λις άκου­σε πως ο ζω­μός έγι­νε με αλεύ­ρι και νε­ρό, διέ­τα­ξε να του δεί­ξουν το ση­μείο που βρι­σκό­ταν η πη­γή και τους έβα­λε να σκά­ψουν το χώ­μα της. Προς με­γά­λη του έκ­πλη­ξη, βρή­κε χι­λιά­δες σκου­ρια­σμέ­να σπα­θιά, άρα η έντο­νη, με­ταλ­λι­κή μυ­ρω­διά οφεί­λο­νταν στα μο­λυ­σμέ­να ύδα­τα.
Ο βα­σι­λιάς, βλέ­πο­ντας πως ο Άμ­λεθ εί­χε δώ­σει τις σω­στές εξη­γή­σεις για την κα­κή ποιό­τη­τα της γεύ­σης, δια­κρί­νο­ντας τό­σο εύ­κο­λα κα­λά κρυμ­μέ­να μυ­στι­κά και μα­θαί­νο­ντας για το δου­λι­κό βλέμ­μα που του εί­χε προ­σά­ψει, ανα­ρω­τή­θη­κε μή­πως κι αυ­τό ήταν μια υπό­νοια αλή­θειας. Ανη­σύ­χη­σε, μή­πως υπήρ­χε κά­ποιο με­λα­νό ση­μείο σχε­τι­κά με τη γέν­νη­ση του και πραγ­μα­το­ποί­η­σε αμέ­σως μυ­στι­κή ακρό­α­ση με τη μη­τέ­ρα του για να τη ρω­τή­σει ποιος ήταν ο αλη­θι­νός του πα­τέ­ρας. Εκεί­νη απά­ντη­σε πως δεν εί­χε υπο­κύ­ψει σε κα­νέ­ναν άν­δρα, πα­ρά μό­νο στο βα­σι­λιά. Όταν όμως την απεί­λη­σε πως θα την οδη­γού­σε σε δί­κη για να της απο­σπά­σει την αλή­θεια, ομο­λό­γη­σε πως ο βα­σι­λιάς ήταν ο γό­νος ενός δού­λου. Με τα πει­στή­ρια που εί­χε απο­σπά­σει εκ­βια­στι­κά, λύ­θη­κε όλο το μυ­στή­ριο της συ­μπε­ρι­φο­ράς του Άμ­λεθ. Αμή­χα­νος όπως ήταν από την τό­ση ντρο­πή για τη χα­μη­λή του κα­τα­γω­γή, αλ­λά γοη­τευ­μέ­νος από την ευ­φυία του νε­α­ρού άν­δρα, πή­γε να τον βρει και τον ρώ­τη­σε για­τί κα­κο­λό­γη­σε πως η βα­σί­λισ­σα εί­χε τη συ­μπε­ρι­φο­ρά μιας υπη­ρέ­τριας. Αλ­λά κα­θώς απε­χθα­νό­ταν οι κα­λοί τρό­ποι της γυ­ναί­κας του να γί­νο­νται αφορ­μή με­τα­με­σο­νύ­χτιου κου­τσο­μπο­λιού με έναν ξέ­νο, απο­φάν­θη­κε λο­γι­κά πως η μη­τέ­ρα της ήταν υπη­ρέ­τρια. Ο Άμ­λεθ όμως, με δια­κρι­τι­κό τρό­πο, –δεί­χνο­ντας πως όταν το επι­θυ­μεί έχει τους λε­πτούς τρό­πους που αρ­μό­ζουν σε έναν ευ­γε­νή– του εί­πε πως εί­χε πα­ρα­τη­ρή­σει επά­νω της τρία ψε­γά­δια που μαρ­τυ­ρού­σαν πως εί­χε τη δια­γω­γή υπη­ρέ­τριας. Πρώ­τον, έκρυ­βε το λαι­μό της μέ­σα στην κά­πα της όπως κά­νουν οι υπη­ρέ­τριες, έπει­τα, σε μια στιγ­μή, μά­ζε­ψε το φό­ρε­μα της για να περ­πα­τή­σει και τρί­τον, όταν νό­μι­ζε πως κα­νείς δεν κοι­τού­σε, σκά­λι­σε με μια ακί­δα τα υπο­λείμ­μα­τα φα­γη­τού που εί­χαν κολ­λή­σει σε ένα κε­νό ανά­με­σα στα δό­ντια της. Επι­πλέ­ον, για να τον κα­θη­συ­χά­σει, ανέ­φε­ρε πως η μη­τέ­ρα του εί­χε υψη­λή γε­νιά και έγι­νε σκλά­βα με­τά από την αιχ­μα­λω­σία της οι­κο­γέ­νειας της, έμοια­ζε έτσι δου­λο­πρε­πής μό­νο στις συ­νή­θειές της αλ­λά σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση στη γε­νιά της.
Τό­τε ο βα­σι­λιάς, ένιω­σε ευ­λο­γη­μέ­νος με τη σο­φία του Άμ­λεθ, λες και εί­χε κά­ποια θεϊ­κή έμπνευ­ση και χω­ρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη του έδω­σε την κό­ρη του για γυ­ναί­κα του, ενώ δέ­χτη­κε ως εγ­γύ­η­ση μό­νο το λό­γο του, σαν να ήταν μαρ­τυ­ρία εξ ου­ρα­νού. Επι­πλέ­ον, για να εκ­πλη­ρώ­σει την προ­στα­γή του φί­λου του, κα­τα­δί­κα­σε τους συ­ντρό­φους του Άμ­λεθ σε θά­να­το δι’ απαγ­χο­νι­σμού και εκτέ­λε­σε τη δια­τα­γή με το πρώ­το φως της αυ­γής. Ο Άμ­λεθ, προ­σποι­ή­θη­κε προ­σβο­λή και αντι­με­τώ­πι­σε αυ­τή τη χει­ρο­νο­μία κα­λο­σύ­νης σαν αδι­κία γι’ αυ­τό έλα­βε από το βα­σι­λιά ως απο­ζη­μί­ω­ση λί­γο χρυ­σό, τον οποίο στη συ­νέ­χεια έλιω­σε στη φω­τιά και με άκρα μυ­στι­κό­τη­τα τον έχυ­σε σε δύο κού­φιες ρά­βδους.
Όταν πέ­ρα­σε έναν ολό­κλη­ρο χρό­νο με το βα­σι­λιά και τη νέα του γυ­ναί­κα, έλα­βε άδεια να τα­ξι­δέ­ψει και επέ­στρε­ψε στην πα­τρί­δα του κου­βα­λώ­ντας από όλον τον ανε­κτί­μη­το πλού­το που τώ­ρα πια του ανή­κε, μό­νο τις δύο ρά­βδους χρυ­σού. Με την άφι­ξη του στη Γιου­τλάν­δη, αντάλ­λα­ξε την πα­ρού­σα όψη του με την πα­λιά του φυ­σιο­γνω­μία, αυ­τή που εί­χε υιο­θε­τή­σει για ενά­ρε­τους σκο­πούς· τον εσκεμ­μέ­νο πα­ρα­λο­γι­σμό που μέ­χρι τώ­ρα του εί­χε σώ­σει τη ζωή. Κα­λυμ­μέ­νος με βρω­μιές, ει­σχώ­ρη­σε στην αί­θου­σα του θρό­νου τη στιγ­μή που τε­λού­νταν η ίδια του η κη­δεία, αφή­νο­ντας τους πά­ντες εμ­βρό­νη­τους και δια­λύ­ο­ντας με­μιάς τη λαν­θα­σμέ­νη φή­μη πως πέ­θα­νε στα ξέ­να. Τε­λι­κά, ο τρό­μος με­τα­τρά­πη­κε σε γέ­λιο και οι κα­λε­σμέ­νοι άρ­χι­σαν να πει­ρά­ζουν ο ένας τον άλ­λον για­τί σε αυ­τόν που στην τε­λευ­ταία του τε­λε­τή υπέ­βαλ­λαν τα σέ­βη τους, εμ­φα­νί­στη­κε μπρο­στά τους με σάρ­κα και οστά.  
Όταν τον ρώ­τη­σαν για τους συ­ντρό­φους του, εκεί­νος έδει­ξε τις ρά­βδους που κου­βα­λού­σε και εί­πε: «Εδώ εί­ναι ο ένας, εδώ κι ο άλ­λος». Τα λό­για του, πα­ρό­λο που φά­νη­καν ανό­η­τα στους πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους δεν απεί­χαν πο­λύ από την αλή­θεια κα­θώς οι ρά­βδοι εί­χαν μέ­σα τους την απο­ζη­μί­ω­ση για τους δύο νε­κρούς, ήταν λοι­πόν σαν να αντι­προ­σώ­πευαν τους ίδιους.  
Στη συ­νέ­χεια, θέ­λο­ντας να φέ­ρει μια πιο εύ­θυ­μη διά­θε­ση στη συ­ντρο­φιά, πλη­σί­α­σε τους οι­νο­χό­ους και επι­με­λώς ανέ­λα­βε το κα­θή­κον να βά­ζει τα πο­τά. Με­τά, για να ανοί­ξει το δρό­μο με ασφά­λεια προς την επί­τευ­ξη του σχε­δί­ου του, πή­γε στους λόρ­δους και τους πρό­σφε­ρε επί­μο­να τη μια βα­ρε­λί­σια μπύ­ρα με­τά την άλ­λη, τους βύ­θι­σε τό­σο βα­θιά μέ­σα στο κόκ­κι­νο κρα­σί που δεν μπο­ρού­σαν να πά­ρουν τα πό­δια τους από τη μέ­θη· χω­ρίς να το κα­τα­λά­βουν, έμει­ναν να ανα­παυ­τούν στο πα­λά­τι, κά­νο­ντας για κρε­βά­τι τους το μέ­ρος που πριν λί­γο ξε­φά­ντω­ναν.
Τό­τε, κα­τά­λα­βε πως όλοι βρί­σκο­νταν εκεί που πρέ­πει για να φέ­ρει εις πέ­ρας την πλε­κτά­νη του και να επι­τύ­χει, μια για πά­ντα, το σκο­πό του. Έτσι, πή­ρε από το δω­μά­τιο της μη­τέ­ρας του τα μυ­τε­ρά πα­λού­κια που εί­χε ετοι­μά­σει εδώ και και­ρό και γύ­ρι­σε στην αί­θου­σα που ήταν κα­λυμ­μέ­νη με τα κορ­μιά των ευ­γε­νών που ανά­σαι­ναν βα­ριά μέ­σα στον ύπνο τους και τη δια­φθο­ρά τους. Έπει­τα, έκο­ψε τα ση­μεία που συ­γκρα­τού­σαν τους κό­μπους που η μη­τέ­ρα του εί­χε πλέ­ξει και κρε­μά­σει πί­σω από τις τα­πι­σε­ρί κα­τά μή­κος του τοί­χου. Την κα­τα­σκευή αυ­τή με τους γε­ρούς κό­μπους, την έρι­ξε πά­νω στους κοι­μι­σμέ­νους και πέ­ρα­σε ανά­με­σα τους τα μυ­τε­ρά πα­λού­κια, με­τά τους έδε­σε πά­νω τους με τό­σο άλυ­τα και ισχυ­ρά δε­σμά που κα­νέ­νας άν­δρας όσο σκλη­ρά κι αν πά­λευε δε θα έβρι­σκε τρό­πο να ση­κω­θεί. Όταν τε­λεί­ω­σε και με αυ­τό, έβα­λε φω­τιά στο πα­λά­τι. Οι φλό­γες εξα­πλώ­θη­καν, σκορ­πί­ζο­ντας την πύ­ρι­νη λαί­λα­πα πα­ντού. Δη­μιούρ­γη­σαν έναν πύ­ρι­νο κλοιό κα­τά μή­κος του οι­κή­μα­τος, κα­τέ­στρε­ψαν το πα­λά­τι και τους έκα­ψαν όλους ζω­ντα­νούς, εί­τε στον ύπνο τους εί­τε ενώ προ­σπα­θού­σαν να σω­θούν.
Στη συ­νέ­χεια, πή­γε στα ιδιαί­τε­ρα δια­με­ρί­σμα­τα του Φενγκ, ο οποί­ος εί­χε απο­συρ­θεί εδώ και ώρα μα­ζί με την ακο­λου­θία του και κοι­μό­ταν αμέ­ρι­μνος στα με­τα­ξέ­νια κλι­νο­σκε­πά­σμα­τα που κά­πο­τε κοι­μό­ταν ο αδερ­φός του. Πο­λύ προ­σε­κτι­κά, ο Άμ­λεθ ξε­κρέ­μα­σε ένα ξί­φος που κρε­μό­ταν στον τοί­χο ακρι­βώς πά­νω από το ση­μείο που κοι­μό­ταν και το αντι­κα­τέ­στη­σε με το δι­κό του. Με­τά, ξύ­πνη­σε το θείο του, του εί­πε πως οι γα­λα­ζο­αί­μα­τοι αρι­στο­κρά­τες του, αυ­τή τη στιγ­μή τυ­λί­γο­νταν στις φλό­γες και πως ο Άμ­λεθ ήταν εδώ για να τον βοη­θή­σει, οπλι­σμέ­νος με τις πα­λιές του δο­λο­πλο­κί­ες και με ακό­ρε­στη τη δί­ψα για εκ­δί­κη­ση, που έπρε­πε να εί­χε παρ­θεί προ πολ­λού, για το θά­να­το του πα­τέ­ρα του.  
Ο Φενγκ, στο άκου­σμα όλων αυ­τών, πε­τά­χτη­κε από το κρε­βά­τι του αλ­λά ο Άμ­λεθ τον έκο­ψε στα δύο με το ίδιο του το σπα­θί ενώ εκεί­νος προ­σπα­θού­σε να τρα­βή­ξει το άλ­λο που ήταν σφη­νω­μέ­νο για τα κα­λά στον τοί­χο. Ο αν­δρεί­ος Άμ­λεθ, αυ­τός που αξί­ζει την αιώ­νια δό­ξα, πο­νη­ρά οπλι­σμέ­νος με την πρό­φα­ση της πα­ρά­νοιας, κά­λυ­ψε μια σο­φία πο­λύ υψη­λή για να τη συλ­λά­βει αν­θρώ­πι­νος νους, κά­τω από τη με­γα­λειώ­δη με­ταμ­φί­ε­ση της ηλι­θιό­τη­τας! Όχι μό­νο βρή­κε τους πιο επι­δέ­ξιους τρό­πους για να προ­στα­τέ­ψει τον εαυ­τό του αλ­λά με την κα­θο­δή­γη­ση εκεί­νου που οι άλ­λοι θε­ω­ρούν τρέ­λα, βρή­κε την ευ­και­ρία να εκ­δι­κη­θεί τον πα­τέ­ρα του. Με αυ­τή την επι­δέ­ξια άμυ­να για τον ίδιο, και τη σφο­δρή εκ­δί­κη­ση για τον πα­τέ­ρα του, δε μέ­νει πα­ρά να ανα­ρω­τη­θού­με αν θα δώ­σου­με το προ­βά­δι­σμά στο πνεύ­μα του ή στη γεν­ναιό­τη­τα του.




[ Το ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ στο επόμενο τεύχος ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: