Ποτέ δεν είναι αργά
Κάτω από το κρεβάτι, πίσω από ένα ζευγάρι φορεμένες κάλτσες και ανάμεσα σε τσαλακωμένα κωλόχαρτα, πασχίζει να αναπνεύσει μια επαγγελματική κάρτα. «Αλέξανδρος Μαγκεριάν, αρχιτέκτονας».
Ήμουν γύρω στα είκοσι, συνεπαρμένη με έναν Δ. που υπηρετούσε στην Αλεξανδρούπολη, και μια Παρασκευή βρέθηκα στο λεωφορείο για τα σύνορα. Πίτα τα καθίσματα με φαντάρους, και ο διπλανός μου να ξεσκονίζει το κοστούμι του και να ρωτάει συνωμοτικά:
«Πώς βρεθήκαμε εδώ;»
To βλέμμα μου, στυλωμένο έξω από το παράθυρο. Ο διπλανός, λογοδιάρροια.
«Μήπως προτιμάτε να κάτσετε στο διάδρομο; Μερικούς τους ζαλίζει το παράθυρο.»
«Όχι ευχαριστώ.» Η φύση έξω μονότονη, υγρή.
«Κρυώνετε; Να ζητήσω από τον οδηγό να ανεβάσει το καλοριφέρ;»
«Μια χαρά είμαι.» Και τι δε θα έδινα για ένα λεωφορείο με μονές θέσεις. Την τσάντα μου την είχα τοποθετήσει στρατηγικά στο κενό ανάμεσα στα δύο καθίσματα. Η μεγαλύτερη αηδία, να απλώνει ο άλλος τα μπούτια του και δήθεν τυχαία να ακουμπάνε τα δικά σου.
«Από Θεσσαλονίκη είστε;»
«Όχι.» Ο λαιμός μου, στα όρια της αγκύλωσης. Οι μηροί του, χωρίς επεκτατικές διαθέσεις.
«Ούτε εγώ. Για δουλειά πηγαίνω και θα μείνω σε ξενοδοχείο. Το όνομά σας;»
Ένιωσα το λεωφορείο να κρατάει την αναπνοή του. Θα τη ρίξει ο μπαγάσας;
«Μαρία.» Ψέματα. «Με ζαλίζει το λεωφορείο. Θα κοιμηθώ.» Σκεπάστηκα με το μπουφάν μου και έκλεισα τα μάτια μου.
Ξύπνησα ώρες αργότερα από τις φωνές στο χώρο των αποσκευών. Ο διπλανός, άφαντος. Στην τσέπη του μπουφάν μου ανακάλυψα την κάρτα του. Την κράτησα κοντά μου να αραχνιάζει για χρόνια. Ένα λεωφορείο για κάπου αλλού.
Ειρήνη Ιωάννου