Τρία ποιήματα

1.

Στάθηκα
στο κέντρο της πλατείας.
Γύρω τα κτίρια
έβαζαν τον ουρανό
σε κάδρο.
Εγώ κλειστό περίπτερο,
ψηλά ένα αστέρι
ξηλωνόταν αργά
και έπεφτε.
Περασμένα μεσάνυχτα.
Τώρα που η πόλη
δεν αναπνέει
πίσω απ’ την μάσκα
δεν θα ‘πρεπε να είμαι εδώ
κι όμως
ένα βουητό ανεβαίνει
μέσα μου
πετάγονται σπίθες.
Ανάβω
και φωτίζω την Αθήνα.


2.

Βαθιά κάτω απ’ τα χώματα,
τις πέτρες, τα χορτάρια,
στο λαγούμια τους μέσα
συσκέπτονται
λαγοί με τρεμάμενα μουστάκια,
μυρμήγκια βιαστικά,
στιλπνές αλεπούδες.
Ετοιμάζουν την εκδίκησή τους,
λάμπει το βλέμμα τους
από χαρά.
Ένα-ένα αναδύονται
τα ζώα που με κατοικούν.
Ένα-ένα τα εκτελεί
το φως του κόσμου.


3.

Αναδίδεις μυρωδιά καπνού
–μπαρούτι νοτισμένο.
Εκπυρσοκροτείς λιποτακτώντας
και συναντάς
μ’ εκατομμύρια σκάγια
το σώμα μου.
Αλλά
δεν ξέρεις να σκοτώνεις

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: