Τον είδαν νωρίς το πρωί να κατηφορίζει το μονοπάτι που οδηγεί στα Ισιώματα. Μόλις χθες ή προχθές είχε φτάσει από Αθήνα. Η μάνα του τον περίμενε έχοντας έτοιμο τον καφέ στο μπρίκι, όπως πάντα.
Τους άρεσε να κάθονται στην πίσω αυλή, κάτω από την κληματαριά και να πίνουν αμίλητοι τον καφέ τους. Αργότερα, όταν εκείνος τακτοποιούσε τα ρούχα του στα συρτάρια, εκείνη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και τον άκουγε να της λέει τα νέα από τη ζωή του. Μιλούσαν στο τηλέφωνο καθημερινά, οι προσπάθειές του όμως να την πείσει να έρχεται στην πόλη πού και πού, έστω στις γιορτές, έπεφταν πάντα στο κενό και έτσι στην πραγματικότητα το καλοκαίρι ήταν η εποχή που γύριζε στο πατρικό του και περνούσε χρόνο με τη μητέρα του.
Τα καλοκαίρια στο χωριό τηρούσε ευλαβικά μια ρουτίνα που χρόνο με τον χρόνο έμενε απαράλλαχτη, εκτός από τότε που η μάνα είχε πάθει πνευμονία και χρειάστηκε να νοσηλευτεί δέκα μέρες με ισχυρή αντιβίωση στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο.
Η ρουτίνα περιλάμβανε πρωινό περπάτημα μέχρι τα Ισιώματα ή μέχρι τον Μύλο αν είχε πολύ ζέστη, μικρή στάση για ξεκούραση στην Τρανή Βρύση με φρούτα δροσισμένα στο παγωμένο νερό της πηγής και τέλος καφέ στο σπίτι με τη μάνα του στην πίσω αυλή. Τα απογεύματα ο ελληνικός σερβιριζόταν στη βεράντα που έβλεπε στον δρόμο και έτσι οι περαστικοί είχαν την ευκαιρία να πληροφορηθούν ότι η Δέσποινα υποδέχτηκε τον μοναχογιό της για το καλοκαίρι.
Οι συγχωριανοί της την εκτιμούσαν. Ποτέ δεν έδωσε δικαίωμα να την κουβεντιάσουν από τότε που έμεινε χήρα, με ένα παιδί έντεκα χρόνων. Το μεγάλωσε, το μόρφωσε και παράπονο δε βγήκε από το στόμα της για το κακό που την βρήκε. Για τον άντρα της όμως, τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν. Δεν του συγχώρεσαν το γεγονός ότι πήγε και κρεμάστηκε από κείνη την καρυδιά στα κτήματα χωρίς να αφήσει σημείωμα, να δώσει εξηγήσεις, να πει κάτι σε κάποιον από πριν που να δικαιολογεί την πράξη του. Για φυσιολογικό τον είχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τους την έφερε ο μακαρίτης. Κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα και έπρεπε ξαφνικά, σε μια στιγμή, να αναθεωρήσουν για το τι σόι άνθρωπο είχαν δίπλα τους τόσα χρόνια.
Και εκείνη η άμοιρη γυναίκα του; Να ήξερε άραγε εκείνη;
«Τίποτα δεν είχε ψιλιαστεί», επέμενε η Χρυσάνθη, πρώτη της ξαδέλφη, στον καφέ που δόθηκε στον χρόνο για τη μνήμη του.
«Μόνο μην πήρε το παιδί από τον πατέρα…» σχολίαζαν οι κακές γλώσσες.
«Αλίμονό σας αν σας ακούσει η Δέσποινα», μάλωνε η Χρυσάνθη αλλά κατά βάθος αναρωτιόταν κι εκείνη για τον ανιψιό της, τόσο ήσυχος και λιγομίλητος που ήταν σε σχέση με τα συνομίληκά του αγόρια.
Και το αγόρι μεγάλωσε, ήσυχο και μαζεμένο σαν τη μάνα του και έφυγε από το χωριό και σπούδασε στη Αθήνα. Και διέπρεψε και έκανε και διδακτορικό και παρέμεινε στο Πανεπιστήμιο σαν καθηγητής πια και όλοι έλεγαν «τυχερή η Δέσποινα, μια χαρά τελικά είναι το παιδί» αλλά μήπως τάχα και ο πατέρας μια χαρά φυσιολογικός δε φαινόταν;
Περνούσαν τα χρόνια και μαζί μ’ αυτά και τα καλοκαίρια νωχελικά και ηλιόλουστα, πάντα με την αγαπημένη ρουτίνα. Με περπάτημα τα πρωινά στα απότομα μονοπάτια, μια ανάσα στην Τρανή Βρύση με το δροσερό νερό, με τη μάνα που σέρβιρε τον καφέ κάτω από την κληματαριά και τα απογεύματα στη βεράντα και τους συγχωριανούς που εύχονταν «καλώς τον δέχτηκες Δέσποινα». Και εκείνος αμίλητος, έγνεφε στους περαστικούς και έπινε τον καφέ του γουλιά γουλιά, κοιτώντας τη μάνα του που έδειχνε να ξανανιώνει δίπλα του.
Τον είδαν, είπαν, νωρίς το πρωί να κατηφορίζει προς τα Ισιώματα. Και όμως, κανείς δεν τον συνάντησε να ξαποσταίνει στη βρύση. Και ο καφές κρύωσε κάτω από την κληματαριά. Όταν πια πλησίαζε μεσημέρι, σαν τρελή η Δέσποινα όρμησε στο καφενείο. Με κομμένη την ανάσα και κάτωχρο πρόσωπο, τρόμαξαν όσοι την είδαν, τους εξήγησε ψελλίζοντας ότι τον έψαξε μόνη της κάνοντας τη συνηθισμένη του διαδρομή αλλά εκείνος πουθενά.
«Μα είσαι με τα καλά σου;» τη μάλωσε ο καφετζής, βάζοντάς της νερό για να τη συνεφέρει. «Έφτασες με τα πόδια μέχρι εκεί; Εμάς γιατί δε μας φώναξες;»
Γρήγορα ειδοποίησαν τον πρόεδρο που αμέσως άρχισε να τους συντονίζει. Ειδοποιήθηκαν και όσοι είχαν πάει το πρωί στα κτήματα για να ποτίσουν. Κανείς δεν τον είχε ανταμώσει εκεί γύρω, μόνο κανά δυο στην είσοδο του χωριού, πριν πάρει τη μεγάλη κατηφόρα για το γνωστό μονοπάτι.
Έδειχνε ήρεμος και λογικός σαν τη μάνα του. «Φυσιολογικός» έλεγαν αλλά κανείς δεν τολμούσε να ξεστομίσει αυτό που όλοι κατά βάθος υποψιάζονταν.
Τον βρήκαν το επόμενο πρωί, λίγο αφότου είχε ξεκινήσει έρευνες η αστυνομία. Είχε ξεστρατίσει από τη συνηθισμένη διαδρομή. Για άγνωστη αιτία είχε επιλέξει να στρίψει στην κατηφόρα προς τα Παλιοκκλήσια. Και εκεί, στην άκρη του μονοπατιού με θέα τα παλιά κτήματα του πατέρα του, που κανείς δε φρόντιζε χρόνια τώρα, γλίστρησε στα χαλίκια και χτύπησε κάτω στα βράχια. Τα δέντρα λιγοστά σε κείνη την πλαγιά. Τίποτα δεν συγκράτησε το σώμα που κατρακύλησε και κατέληξε με γδούπο μέτρα πιο κάτω. Αν πρόλαβε να φωνάξει ποιος μπορεί να το ξέρει;
Ίσως εκείνη την ώρα να φύσηξε ένα αεράκι. Να πέρασε μέσα από τα φύλλα της κληματαριάς, να χάιδεψε το μάγουλο της μάνας που περίμενε, να πέρασε πάνω από το κορμί το ασάλευτο και να έφυγε μακριά. Λίγο πιο πέρα, στα εγκαταλειμμένα χώματα, τα δέντρα που είχαν φυτέψει οι πρόγονοί του άντεχαν ακόμα. Μηλιές, αχλαδιές και μια μεγάλη καρυδιά που άπλωνε τον ίσκιο της και σκέπαζε τις μοίρες των ανθρώπων.