Το κονφετί των χαμένων πιθανοτήτων

Ο κύ­ριος Περ­φο­ρα­τέρ μ’α­γα­πά­ει και με προ­σέ­χει. Οι άκρες των δα­χτύ­λων του εί­ναι κο­φτε­ρές και ανοί­γουν ολο­στρόγ­γυ­λες τρύ­πες σε διά­φο­ρα με­γέ­θη. Ανοί­γει τρύ­πες στη μέ­ση των ντό­νατς, στο τυ­ρί που θα ήθε­λε να εί­ναι ελ­βε­τι­κό, στα σφουγ­γά­ρια που πα­ρα­εί­ναι απορ­ρο­φη­τι­κά. Μπο­ρεί να σου­ρώ­σει μα­κα­ρό­νια χω­ρίς σου­ρω­τή­ρι με αξε­πέ­ρα­στη άνε­ση. Αν κλει­δω­θεί μέ­σα σ’έ­να δω­μά­τιο, αρ­κεί να ανοί­ξει απλώς μια τρύ­πα στον τοί­χο και να δρα­πε­τεύ­σει. Όταν δια­φω­νεί με κά­ποιον, ανοί­γει τρύ­πες στα επι­χει­ρή­μα­τά του κι έτσι κερ­δί­ζει με ευ­κο­λία σε όλους τους τσα­κω­μούς.

Η ζωή εί­ναι γλυ­κιά με τον κύ­ριο Περ­φο­ρα­τέρ. Τα βρά­δια κα­θό­μα­στε στον κα­να­πέ και βλέ­που­με ται­νί­ες αγκα­λιά. Ο χρό­νος μέ­σα στο δω­μά­τιο εί­ναι πη­χτός σα χυ­λός που κο­χλά­ζει. Όταν δυ­σκο­λεύ­ο­μαι να ανα­πνεύ­σω, ο κύ­ριος Περ­φο­ρα­τέρ ανοί­γει τρύ­πες στο χρό­νο και μου χαϊ­δεύ­ει τα μαλ­λιά ανά­με­σά τους. Αν η ται­νία εί­ναι βα­ρε­τή, με­ρι­κές τρυ­πί­τσες στις άκρες της τη­λε­ό­ρα­σης επι­τρέ­πουν στις βα­ρε­τές σκη­νές να χύ­νο­νται απα­λά στο πά­τω­μα πριν προ­λά­βου­με καν να χα­σμου­ρη­θού­με. Αν η ται­νία δεν έχει χά­πι εντ, φρο­ντί­ζει οι τρύ­πες που ανοί­γει στα δά­κρυά μου να εί­ναι αρ­κε­τά με­γά­λες ώστε να μπο­ρώ να δια­βά­ζω τους τί­τλους τέ­λους.

Πα­ρό­λη την ευ­κο­λία με την οποία ο κύ­ριος Περ­φο­ρα­τέρ ανοί­γει τρύ­πες, ο ίδιος εί­ναι από­λυ­τα μο­νο­κόμ­μα­τος. Δεν υπάρ­χει ού­τε μια ρωγ­μή, ού­τε μια χα­ρα­μά­δα, ού­τε μια υπό­νοια τρύ­πας πά­νω του, εκτός από τις απο­λύ­τως απα­ραί­τη­τες. Αυ­τό εί­ναι πραγ­μα­τι­κά αξιο­θαύ­μα­στο. Όμως όταν του το λέω, ανοί­γει αμέ­σως τρύ­πες στις λέ­ξεις μου κι αυ­τές πέ­φτουν στο πά­τω­μα ξε­ψυ­χι­σμέ­νες πριν προ­λά­βουν να τον πλη­σιά­σουν. Για­τί ο κύ­ριος Περ­φο­ρα­τέρ ξέ­ρει πως τα σω­μα­τί­δια των γλυ­κό­λο­γων εί­ναι τρο­με­ρά επι­κίν­δυ­να έτσι όπως τρυ­πώ­νουν πο­νη­ρά και προ­σπα­θούν ν’αλ­λοιώ­σουν ανε­παί­σθη­τα την υπέ­ρο­χα ερ­μη­τι­κή κλει­σού­ρα της ύπαρ­ξής του. Ιδί­ως όταν ψι­θυ­ρί­ζο­νται στο αυ­τί.

Κα­μιά φο­ρά ονει­ρεύ­ο­μαι πως εί­μαι κι εγώ σαν τον κύ­ριο Περ­φο­ρα­τέρ. Αιω­ρού­μαι στο διά­στη­μα με το αε­ρο­στε­γές μου σώ­μα κι ανοί­γω τρύ­πες πά­νω στο μαύ­ρο του σύ­μπα­ντος. Και μέ­σα απ’τις τρύ­πες ανα­βλύ­ζουν ολο­στρόγ­γυ­λα κομ­μα­τά­κια από ντό­νατς, τυ­ρί, σφουγ­γά­ρια, τοί­χους, επι­χει­ρή­μα­τα, ώρες, ανί­ες, δά­κρυα, γλυ­κό­λο­γα, όλα τα κομ­μά­τια που λεί­πουν από όλα αυ­τά που έχει τρυ­πή­σει ο κύ­ριος Περ­φο­ρα­τέρ όσα χρό­νια ζού­με μα­ζί. Τα μα­ζεύω στην αγκα­λιά μου και τα αφή­νω στα πό­δια του. Κι αυ­τός κλεί­νει τα μά­τια για να μην τα βλέ­πει. Ανοί­γει μια τρύ­πα στην καρ­διά μου, βά­ζει το κομ­μά­τι στην τσέ­πη του και φεύ­γει.

Έτσι τε­λειώ­νει το σαρ­πράιζ πάρ­τι για δύο. Μέ­σα σε στοί­βες κον­φε­τί χα­μέ­νων πι­θα­νο­τή­των.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: