Το δικό μου σκοτάδι χάιδευαν οι δύσεις

Προαυλισμός…

Μετακόμισα εδώ, όταν η συκιά απέναντι είχε ακόμη φύλλα, δεν αναζήτησα τη συγκίνηση της μυρωδιάς του πεσμένου σύκου, καθώς είχα αποφασίσει να πάψω να ζω συνεχόμενα ώστε να ζήσω αποσπασματικά. Υπήρχαν παράθυρα προς όλες τις κατευθύνσεις, άνοιγα στον άνεμο να μπει ανάλογα με την φορά του, ρύθμιζα τη θέση μου, ανάλογα με την θέση του ήλιου, από το γραφείο, το πρωί, έβλεπα τα ξερά φύλλα της δάφνης των νότιων γειτόνων μου.
Η δάφνη δεν είναι φυλλοβόλο δέντρο, ήταν ξερή γιατί δεν την πότιζε κανείς, πράγμα το οποίο επιδρούσε αρνητικά στο εσωτερικό μου σκοτάδι. Έκλεισα την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας και αποφάσισα να μην την ανοίξω πριν τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, προτίμησα να κάθομαι στο τραπέζι και να κοιτάζω προς τη δύση, οι δύσεις, προφανώς, δεν διατάρασσαν το σκοτάδι μου.
Τη θέα εμπόδιζε το σπίτι δίπλα στη συκιά, το σπίτι της, που μέχρι εκείνη τη μέρα ήταν κλειστό αλλά εκείνη τη Δευτέρα, ακριβώς στο μέσον του μήνα το σπίτι άνοιξε τα μάτια του, η έλευση της κοπέλας συνέπεσε με την έλευση της βροχής, μιας μπόρας σύντομης, που έβρεξε το χώμα τόσο όσο η μυρωδιά του να χαϊδέψει το σκοτάδι κάποιων άλλων ανθρώπων και όταν οι σταγόνες έπαψαν, την είδα για πρώτη φορά.
Ο ήλιος είχε δύσει αλλά το πορτοκαλί του πέπλο έμενε πεισματικά πίσω, μεταμφιέζοντας το άσπρο της σώμα που έστεκε όρθιο για ώρα, που στρεφόταν προς τα φυτά που σιγογερνούσαν στις γλάστρες της αυλής, εστιάζοντας πότε στη μία πότε στην άλλη, ανοίγοντας κάποιον κρυφό διάλογο μαζί τους, έναν συνδυασμό εξομολόγησης και προσευχής, προς την ουσία που διαπερνά τα στοιχεία της φύσης.
Για μέρες, την ίδια ώρα, έβγαινε έξω, έριχνε λίγες σταγόνες νερού σε κάθε γλάστρα, κι όταν το τελετουργικό έφτανε στο τέλος του, με το χέρι χτένιζε τα λυτά μαλλιά της, κι ύστερα έβαζε το χέρι αυτό στις ρίζες του κεφαλιού της και καθώς το τραβούσε προς τα κάτω έμενε με ένα κουβάρι τρίχες στη χούφτα, τρίχες που έμπηγε στο χώμα που έτρεφε το κάθε φυτό.
Το κρύο ψύχει το σύνολο των εξωτερικών πραγμάτων, κατάσταση που επιδεινώνεται από τις ακανόνιστες ριπές του ανέμου. Εκείνη όμως συνεχίζει να βγαίνει στην αυλή κάθε απόγευμα, περίπου ένα λεπτό νωρίτερα από το προηγούμενο, την ώρα της δύσης του ηλίου.
Θα περίμενε κανείς η θέα ενός γυμνού κεφαλιού να μου προκαλέσει αποστροφή ή έστω να μην τρέφει αυτήν τη μακάρια ασυναισθησία, η οποία προκλήθηκε, αναμφίβολα, ενάντια στην προσωπική μου θέληση. Τα συναισθήματα αυτά με ωθούν τώρα να βγαίνω με κλεφτές ματιές από ετούτη εδώ τη φυλακή της ενοχής που τόσο συνειδητά έχτισα μετά από εκτενέστατη ανάλυση και επισκόπηση του εαυτού, μια φυλακή που θα ζήλευε οποιοσδήποτε δεσμώτης, καθώς διαθέτει όλες τις ανέσεις.
Κάθε απόγευμα, μήνες τώρα σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου, πιάνομαι από τα σιδερένια κάγκελα του μικρού παραθύρου, εισπνέω τον παγωμένο αέρα, υψώνω το πηγούνι και βλέπω τη γυναίκα αυτή να ενσταλάζει τη ζωή που χάνει στα φυτά και στα δέντρα του κήπου της, την ώρα που οι φύλακες με μαστιγώνουν.
Το αναπάντεχο πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι εξαιτίας αυτής της τακτικής αίσθησης ενδιαφέροντος που μου προσφέρει εν αγνοία της, αδυνατώ να νιώσω τον πόνο του μαστιγώματος. Και είναι ακριβώς αυτός ο πόνος που μου συνέστησε κάθε ειδήμων ανεξαιρέτως, καθώς είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως η βίωση του πένθους και η αναγνώριση της απώλειας αποτελεί την μόνη θεραπεία για τη δεινή ψυχική μου κατάσταση, το μόνο φάρμακο που μπορεί να με λυτρώσει από το χρόνιο εσωτερικό μου σκοτάδι.
Να μην ξεχάσω να σημειώσω στο ειδικό τετράδιο παρατήρησης ατομικού ψυχικού φαινομένου πως οι καθημερινές παγωμένες αναπνοές εισερχόμενες στη στοματική κοιλότητα και διερχόμενες από τον οισοφάγο προς το στομάχι ψύχουν την καρδιά μου.
Δεν σκόπευα να βγω έξω. Είχα αποφασίσει να πάρω στα σοβαρά τις απόψεις των γιατρών για απομόνωση. Εκείνοι βέβαια δεν συμφωνούσαν πως συνέτεινε στον τελικό στόχο η συνεχής παραμονή μου σε κλειστό χώρο. Όμως εγώ ήμουν –μέχρι τώρα τουλάχιστον– αποφασισμένος. Έστω σχεδόν αποφασισμένος.
Το σχεδόν προέκυπτε από τη θέαση της γυναίκας απέναντι. Οι τριανταφυλλιές της πέταγαν δειλά κάποια μπουμπούκια και εν μέσω του χειμώνα. Αλλά όχι όλες. Σήμερα άνοιξε το πρώτο της λουλούδι η «Madame Alfred Carriere». Μια κρεμ τριανταφυλλιά που σκαρφαλώνει μέχρι το παράθυρό της. Για πρώτη φορά εκείνη βγήκε έξω στις δώδεκα το μεσημέρι. Και για πρώτη φορά την είδα να φοράει ένα μαντήλι στο κεφάλι. Πλησίασε κατευθείαν την τριανταφυλλιά. Έβαλε τις παλάμες της κάτω από το λουλούδι σαν να το στηρίζει, ή να το αγκαλιάζει, δεν είμαι σίγουρος. Πλησίασε το πρόσωπό της, έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στη μυρωδιά του άνθους της.
Τότε εγώ βγήκα έξω. Είδα το μισό κούτελο και το ένα μάτι ενός τρόφιμου που προεξείχαν από την κάσα της γκρι πόρτας. Αδιαφόρησα για την αδιακρισία. Πλησίασα τη μάντρα και στάθηκα κάτω από τη σκιά του πεύκου. Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Μας χώριζαν δυο μάντρες και ένας δρόμος. Συνέχισε να με κοιτάζει και ύστερα μου γέλασε. Μου χαμογέλασε με τα ροζ βαμμένα χείλη της. Και τότε της τα συγχώρησα όλα. Της λέω: δεν με πειράζει πια. Δεν με πειράζει, γιατί μου χαμογέλασες. Μου λέει «σου ζητώ συγγνώμη». «Δεν πειράζει, λέω. Αλήθεια. Δεν πειράζει, ξέρω».
Τότε η γυναίκα σηκώνει το κεφάλι. Βαδίζει αργά προς την πόρτα της αυλής της. Βγαίνει έξω. Μας χωρίζει τώρα μόνο η δική μου μάντρα. Βουρκώνει. Πιάνει το χέρι μου. Διαβάζει τις γραμμές της παλάμης μου. Σφηνώνει ανάμεσα στα δάχτυλά μου ένα κρεμ ροδοπέταλο. «Λυπάμαι που η μητέρα σου δεν τα κατάφερε», μου λέει.

Το δικό μου σκοτάδι χάιδευαν οι δύσεις


… ψευδαισθήσεων


Έξι περίπου εβδομάδες ή δέκα. Ιδρώτας, μυρωδιά από κάτουρα. Φυλακή ή φρενοκομείο; φάρμακα ενδοφλέβια ή χάπια δεν θυμάμαι, μάλλον κρεμ ροδοπέταλα ή και ηλεκτροσόκ, μπα όχι αυτά σε άλλες εποχές από ταινίες καρφωμένες εικόνες. Κρεβάτι με ιμάντες ναι, δεμένα χέρια και πόδια ναι, διαταραχή ή νεύρωση; Μπορεί και τα δύο μπορεί και άλλο ή όλα μαζί, ωραίες λέξεις, δύσκολες λέξεις αυτοί, όχι πια λέξεις εγώ, μόνο αφρούς, αφρούς από το στόμα, μα τι ωραίο τέλος, με πόση ζηλευτή αξιοπρέπεια, ε ναι τι να γίνει, έτσι έγινε, τι να γίνει έτσι κι αλλιώς δε γίνεται τίποτα απολύτως…
Το κεφάλι στο πλάι, εδώ τώρα κανένα παράθυρο, από ημίτρελος θεότρελος σπουδαία θεραπεία, βίωση του πένθους και της απώλειας, εσωτερίκευση αγαπημένου αντικειμένου, τι καλά, μπράβο μπράβο. Περήφανος.
Χαμηλές πτήσεις πτηνά μύγες τσιμπάνε Αυγουστιάτικη μπόρα. Μάνα δε με κοιτάζεις χωρίς, δε με ακούς, έπεσες έξω, μόνο χάπια, γεμίζουν τις άδειες τρύπες στο κεφάλι, χωρίς αυτιά χωρίς μάτια χωρίς μαλλιά δεν με χαιρέτησες δεν πένθησα, υπέροχα κι όλα καλά.
Κενό συμπαγές ανυπαρξία κι ύστερα ερωτεύτηκα και δεν με αφήνουν να βγω έξω από εδώ, με περιμένει μου φτιάχνει καφέ, κάθεται και ο καφές μου βράζει τον ψήνει ο ήλιος δεν με αφήνουν να ανοίξω αυτήν την ξύλινη πόρτα και τι πιο φυσικό ας πούμε από το να την κάψω –αδιανόητα πράγματα– με έδεσαν αναπτήρας και τσιγάρα τέλος, το καλοκαίρι τα ξερόχορτα ανάβουν εύκολα, τέλος. Χωρισμός.

Εγώ σε καροτσάκι κάτω από πεύκο με άσπρο φανελάκι, τσιγάρα ακόμη όχι, είπαμε, τα ξερόχορτα, ιδρώτας ακόμη ναι, ξερόχορτα παντού, προαυλισμός μόνο απόγευμα, με τη δύση. Να να! Η γριά. Η γριά που δεν ποτίζει τη δάφνη. Μαζεύει τα σύκα από τη συκιά. Τα μαζεύει όλα αχόρταγη για αυτό δεν μύριζε πατημένο σύκο όταν ήρθα πέρυσι, η γριά τρώει όλα τα σύκα, όλα τα σύκα στο στομάχι της. Ζαρωμένο τεράστιο στομάχι σέρνει παντόφλες. Αντιστέκομαι στη φρίκη του θορύβου της παντόφλας ανοίγω το στόμα «ε» δεν με κοιτάει, ξανά «Ε» πιο δυνατά, γυρίζει, «δεν έχω τσιγάρα παράτα με» μου λέει «Ε» ξανά εγώ της δείχνω το σπίτι της Τάνιας «πού είναι;», «πού είναι;». Μέσα από τη μασέλα, «έχει να πατήσει άνθρωπος σε αυτό το σπίτι δέκα χρόνια», μου λέει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: