Βόλτα στην πόλη
σε καθιερωμένη περίμετρο ασφαλείας.
Παράνομα και σαδιστικά
σπάμε το κοτσάνι.
Ελάχιστες κίτρινες τελίτσες
στο άνθος σου
σε σκούρο μοβ φόντο
πέταλα λάμψης ο ήλιος ενώ
καθρεφτίζεται στην ξεβαμμένη σου απόχρωση.
Απομονώνω το βάθος του πυρήνα
όλα τα γύρω
γκρίζα και αιχμηρά
λειαίνονται, υπό το πρίσμα σου.
Απομακρύνομαι: ιπτάμενη κάμερα βουίζει και απογειώνεται
μαγνητοσκοπεί τις κατόψεις των πόλεων
τα επίπεδα νέφους, πορτοκαλί τέντας, μαραμένων μπαλκονιών.
Ντρέπομαι
όταν κατεβάζω τη μάσκα
η μύτη, το στόμα, τα μάγουλα
κοκκινίζουν μόλις μείνουν γυμνά
στη δροσιά ενός αόρατου εισβολέα
— πειρασμός και απορία.
Ηλεκτρονικοί ήχοι μας συνοδεύουν.
Το ποτισμένο μπαλκόνι σου, θα έπρεπε να αρκεί
για να νιώθεις καλά
κι ας σε πνίγει η βία
γύρη στα μάτια
λες και η ζωή
ψηφιακά αλλοιώνεται.
Το κουβάρι του κόσμου μπλέκεται στους δρόμους
χασμουριέται το κτήνος της πόλης, κοιμάται
στις ταράτσες των σπιτιών
βαραίνει
την ατμόσφαιρα και βήχει
με σφιγμένο στήθος
στο πρόσωπο όσων
τολμάνε να περάσουν τη σκιά του.
Από το δωμάτιό μου
διακρίνω την ουρά
πηχτή και πνιγηρή η ουσία της
μέρα τη μέρα δυναμώνει και θεριεύει.
Συνειδητά αφαιρώ
όποια σκέψη ξεπετάγεται
αναζητώντας ανυπάκουα
το στόμα, τα δόντια
εκείνο το χέρι που καλοπιάνει και τροφοδοτεί
το κτηνώδες μαύρο σύννεφο
παγιδευμένο σήμα καπνού, καταπίνει
εκκλήσεις βοήθειας ή ακατέργαστη
σκόνη θυμού.
Είναι
πολύ κοντό το κοτσάνι
(αδιαφόρησα όταν το κόβατε).
Δεν έχουμε κανένα
βάζο για να χωρέσει
αυτό το λουλούδι
— άστο
όσο αντέχει, θα επιπλέει
στο νερό του πήλινου δοχείου
στη μέση του τραπεζιού, στη μέση του σπιτιού, στη μέση
της πολιορκημένης πόλης·
κρυμμένο και, για την ώρα, ασφαλές.