Η Τυχερή και Η Εριφύλη

Η Τυ­χε­ρή

Το όνο­μα μου ήταν Χα­ρά. Άλ­λα­ξε όμως την Μέ­ρα του Χυ­λού. Από κεί­νη την μέ­ρα απο­σύρ­θη­κα σε μια οι­κο­γε­νεια­κή φω­το­γρα­φία στο σα­λό­νι μας.
Κά­πο­τε σ’ αυ­τήν υπήρ­χα­νε ο πα­τέ­ρας, η μη­τέ­ρα, ο αδελ­φός, ο παπ­πούς, η για­γιά και εγώ.
Τώ­ρα πο­ζά­ρω ολο­μό­να­χη, ακου­μπώ στην τρα­πε­ζα­ρία μας και μυ­ρί­ζω τον βα­σι­λι­κό που έχει θε­ριέ­ψει από τό­τε που του τάι­σα τον χυ­λό.
Εκεί­νο το πρωί εί­χε έρ­θει και ο για­τρός στο σπί­τι μας, προει­δο­ποί­η­σε τον πα­τέ­ρα, πως η μα­μά εί­ναι επι­κίν­δυ­νη μα εκεί­νος δεν τον άκου­σε. Όλοι φά­γα­νε τον χυ­λό, εκτός από εμέ­να.
Την επό­με­νη μέ­ρα όλοι στο χω­ριό με φώ­να­ζαν: «Τυ­χε­ρή».
Εγώ όμως νο­σταλ­γώ τό­σο πο­λύ, τον και­ρό που το όνο­μά μου ήταν Χα­ρά!

Η Τυχερή και Η Εριφύλη


Ερι­φύ­λη

Ζω σ’ ένα σπι­τά­κι, κο­ντά στο δά­σος.
Οι φού­στες που φο­ρώ, έχουν πά­ντο­τε μο­τί­βα από αλη­θι­νά πρά­σι­να φύλ­λα.
Κά­θε πρωί που ξυ­πνάω, πη­γαί­νω στο δά­σος, οσμί­ζο­μαι τον κα­θα­ρό αέ­ρα και μα­ζεύω ζω­ντα­νά φύλ­λα.
Το με­ση­μέ­ρι που γυρ­νάω σπί­τι τα πλέ­κω στην φού­στα μου.
Η αλή­θεια εί­ναι ότι δεν πη­γαί­νουν κα­θό­λου με τα λευ­κά δα­ντε­λέ­νια για­κα­δά­κια που μου πλέ­κει η μη­τέ­ρα.
Όμως εκεί­νη δεν μ' αφή­νει να τα βγά­ζω.
Αυ­τό με στε­να­χω­ρεί πο­λύ.
Μια μέ­ρα δεν άντε­ξα και σχί­στη­κα στα δύο.
Άφη­σα στο σα­λό­νι μας , το ένα κομ­μά­τι μου αυ­τό με την δα­ντέ­λα.
Ενώ το άλ­λο με τα φύλ­λα δρα­πέ­τευ­σε στο δά­σος.
Η μη­τέ­ρα έκλαι­γε όλη την μέ­ρα.
Ανα­γκά­στη­κα να γυ­ρί­σω πί­σω.
Έτσι κα­τέ­λη­ξα πλέ­ον με τα ολό­λευ­κα για­κα­δά­κια να την πα­ρη­γο­ρώ στο σπί­τι.
Τα φύλ­λα όμως στην φού­στα μου αν και σά­πι­σαν, τα κα­τά­φε­ραν να πα­ρα­μεί­νουν για πά­ντα στο δά­σος.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: