Η πτήση

Η πτήση


Κατηφόριζα την Ομήρου, όταν την είδα να βγαίνει από την κεντρική είσοδο του Ινστιτούτου Γκαίτε. Ένας νέος άντρας με μαύρο πανωφόρι και μπερέ έγειρε την πόρτα, και μόλις εκείνη πέρασε στο δρόμο προσπάθησε να την κρατήσει από τον αγκώνα. Κάτι πρέπει να της ψιθύρισε σκύβοντας στον ώμο της, αλλά αυτή τραβήχτηκε ευγενικά κι αποκτώντας το ύφος που φορούν συχνά οι όμορφες γυναίκες όταν κυκλοφορούν στους πέριξ του αθηναϊκού κέντρου δρόμους, κατευθύνθηκε μόνη προς την Πανεπιστημίου.
Αναγνώρισα αμέσως τη συνεπιβάτισσα της πτήσης 717 από το Newquay της Κορνουάλης προς το Δουβλίνο. Τέτοια εποχή ήτανε, πρώιμη άνοιξη, δυο χρόνια πριν. Τάχυνα το βήμα μου να την προσεγγίσω και καθώς προσπερνούσα το νεαρό άντρα που στεκόταν με τα χέρια κατεβασμένα, πρόλαβα να δώ στην αφίσα της πρόσοψης ότι την επόμενη μέρα επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στο χώρο του Ινστιτούτου μια συναυλία αναγεννησιακής μουσικής.
Την πρόλαβα εκεί που εκβάλει η Ομήρου στην Πανεπιστημίου, δίπλα από το κιγκλίδωμα του Άγιου Διονυσίου, του καθολικού καθεδρικού ναού της Αθήνας. «Καλησπέρα», της είπα. Σκέτα, χωρίς όνομα, αφού δεν είχαμε καν συστηθεί σε κείνο το ταξίδι. Δε γύρισε. Τη χαιρέτησα ξανά, αυτή τη φορά πιο δυνατά. Τότε έστριψε απότομα και με κοίταξε με μια έκφραση ανυπόκριτης απορίας. Ίσως και δυσαρέσκειας, αλλά και πάλι, ακόμη και τώρα, δεν είμαι σίγουρος για ποιο λόγο τα λίγα αυτά δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να με θυμηθεί τα μάτια της φάνηκαν να γεμίζουνε με αίμα.

Είχα βρεθεί στην Κορνουάλη τυχαία, από μια ιδιοτροπία. Σε κάποιο από τα ταξίδια που κάνω συχνά στο Λονδίνο, στα τοπικά γραφεία της ναυτιλιακής που εργάζομαι, χρειάστηκε να συνεχίσω στο Δουβλίνο για ένα διήμερο εκπαιδευτικό σεμινάριο στις ψηφιακές ναυλώσεις. Βαρετά πράγματα. Προτίμησα να πάω οδικώς, με νοικιασμένο αυτοκίνητο, στο νοτιοδυτικό άκρο της Αγγλίας και από εκεί να πάρω το αεροπλάνο για το πράσινο νησί. Ήθελα να δω από κοντά το γρανιτένιο τόπο που γέννησε τον Ουίλιαμ Γκόλντινγκ και γοήτευσε τον Τζον Λε Καρρέ.
Θυμάμαι ότι μόλις κάθισε δίπλα μου εκδήλωσε πολλαπλά συμπτώματα άγχους. Κοφτές εισπνοές και τρέμουλο στο αριστερό πόδι, που ανεβοκατέβαινε με ρυθμό καλοκουρδισμένου μηχανισμού. Το πρόσωπό της πήρε το χρώμα της ώχρας. Δεν είχε κι άδικο. Ήμασταν σε ένα μικρό ελικοφόρο με δυο σειρές καθισμάτων. Η μια σειρά είχε δυο θέσεις, η αντικριστή μόνο μία. Αεροσυνοδοί δεν φαίνονταν πουθενά και για αρκετή ώρα, μέχρι να τακτοποιηθούν όλοι στις θέσεις τους, επικρατούσε κάποια αίσθηση αναρχίας.
Λίγα λεπτά πριν την προγραμματισμένη αναχώρηση, μια παχουλή γυναίκα χωρίς στολή φάνηκε στην κορυφή της σκάλας και μας ρώτησε αν πεινάμε ή αν θέλουμε λίγο καφέ. Θα μπορούσε να ’ταν η μαγείρισσα του παρακείμενου εστιατορίου, σκέφτηκα. Καθώς μας ενημέρωνε ότι το ταξίδι θα διαρκούσε περίπου μιάμιση ώρα, σκούπιζε τα χέρια της στη μικρή, λερωμένη ποδιά που μόλις κατά το ήμισυ μπορούσε να καλύψει την πελώρια περιφέρεια της. Κανείς δεν μίλησε. Με μια γκριμάτσα απογοήτευσης, έσυρε προς τα πίσω το βαρύ κορμί της κι έφυγε.
Αμέσως μετά, κι αφού έκλεισε η εξωτερική πόρτα του αεροσκάφους, βγήκε απ’ το κόκπιτ ένας επίσης στρογγυλός νεαρός με κόκκινα αξούριστα μάγουλα και μαλλιά που πέφτανε μες στα μάτια του. Μας είπε ότι είναι ο πιλότος. Δεν ήμασταν σίγουροι αν υπήρχε και συγκυβερνήτης. Λογικά θα υπήρχε, αλλά ήταν αμφίβολο αν η εμφάνισή του θα καθησύχαζε το φόβο όλων μας. Με τη γυναίκα κοιταχτήκαμε, αλλά δεν μιλήσαμε.
Μόλις το πιλοτήριο σφράγισε κι οι μηχανές άρχισαν να ανεβάζουν στροφές, το βλέμμα της, τρομαγμένο πια, πλανήθηκε ολόγυρα. Μέσα σ’ αυτό το ανελέητο βουητό, μπορούσα ν’ ακούσω το χτύπο της καρδιάς της. Τον έβλεπα κιόλας. Να σπρώχνει από μέσα την άσπρη επιδερμίδα, εκεί στο κοίλωμα ανάμεσα στα στήθη της.
«Όλα αυτά είναι φυσιολογικά;» ψιθύρισε χαμηλόφωνα, ρωτώντας μάλλον τον εαυτό της. Τότε κατάλαβα ότι ήταν ελληνίδα.
Γύρισα αμέσως προς το μέρος της και της είπα ότι δεν βλέπω κάποιο ιδιαίτερο λόγο για το αντίθετο. Με κοίταξε ξαφνιασμένη. Ύστερα χαμογέλασε, εκτιμώντας προφανώς την ψυχραιμία που μου επέτρεπε να κάνω χιούμορ τέτοιες στιγμές.
Υπολόγισα ότι ήταν τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου. Πρέπει να ᾽χε πατήσει τα πενήντα. Η επιδερμίδα της λεία, χωρίς πρέκνες και σημάδια, μύριζε κάρδαμο που φύτρωσε στις σχισμές των βράχων ανακατεμένο με ρετσίνι. Και τα στήθη της, περήφανοι σηματωροί ανενεργών ή κοιμώμενων ηφαιστειακών τόπων.
Την ώρα που το σιδερένιο πετούμενο κερδίζει σε ύψος κι η ανάσα χάνει σε βάθος, εκείνη τη στιγμή που δεν έχει πιάσει ακόμα το ανώτερο σημείο της πτήσης κι αισθάνεσαι ότι η μηχανή δεν έχει άλλη πνοή κι όπου να ναι θα γυρίσει με τη μύτη προς τα κάτω και θα βιδωθεί στο έδαφος, τη στιγμή εκείνη της έπιασα το χέρι.

«Ήρεμα», της είπα. Έτρεμε.

Αφήσαμε πίσω τις φαγωμένες απ’ τα κύματα ακτές της Κορνουάλης. Το μάτι αντίκριζε μόνο θάλασσα κι ουρανό, σαν το μοναχικό πέταγμα άγριου γύπα που ᾽χε χάσει τον προσανατολισμό του. Οι μηχανές μούγκριζαν, οι έλικες γύριζαν δίπλα μας κι όπως τις κοίταζα νόμιζα ότι από στιγμή σε στιγμή θα σταματήσουν. Πήραμε ύψος και τα σύννεφα πέρασαν από κάτω. Ένα απ’ αυτά πήρε για λίγο τη μορφή ενός παιδιού, ύστερα φύσηξε ο αέρας και διαλύθηκε. Ο ήλιος έδειχνε να τρεμοσβήνει.
Σκύβοντας ελαφρά το σώμα μου, βρήκα το θάρρος και είπα στη γυναίκα: «Γιατί φοβάστε τόσο;»

«Δεν ξέρετε τίποτε για μένα. Ούτε αν έχω λόγο να φοβάμαι», μου απάντησε και συνέχισε να κοιτάζει μπροστά με παγωμένη έκφραση.
Μετά από αρκετά λεπτά, σιωπηλά κι αινιγματικά, το άκαμπτο κορμί της άρχισε να μαλακώνει. Γύρισε προς το μέρος μου και ξεκίνησε να μου μιλά για τη δουλειά της με ένα πιο οικείο, σχεδόν απολογητικό, ύφος. Ζούσε, είπε, μεταξύ Αθήνας και Δουβλίνου, αλλά λόγω των σπουδών της στη μουσικολογία, με ειδικότητα την αναγεννησιακή μουσική, αναγκαζόταν να ταξιδεύει συχνά για να παρακολουθεί τέτοιες εκδηλώσεις σ’ όλη την Ευρώπη.
Ύστερα σώπασε τελείως κι έστρεψε το βλέμμα της στο παράθυρο.
Φάνηκαν τα πράσινα λιβάδια του νησιού κι ακούστηκε η προειδοποίηση για την προσγείωση στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου.
Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας και μετά από αρκετή ώρα τροχοδρόμησης, ο πιλότος οδήγησε το αεροσκάφος σε μια άκρη του αεροδρομίου. Βγήκαμε σε μια απομακρυσμένη αίθουσα παραλαβής αποσκευών, μια κρύα αίθουσα με ξεβαμμένους πράσινους τοίχους και χαραγματιές από την υγρασία. Ακόμα κι ο συριστικός ήχος από τον κυλιόμενο ιμάντα μύριζε μούχλα. Υπέθεσα ότι, ενδεχομένως, αυτή ήταν η κύρια αίθουσα αφίξεων πριν από αρκετές δεκάδες χρόνια, όταν πρωτοφτιάχτηκε το αεροδρόμιο. Και τώρα χρησιμοποιείται μάλλον για κάποιες περιθωριακές πτήσεις εταιρειών χαμηλού κόστους. Ήταν η πιο λογική εξήγηση που μπορούσα να δώσω. Αν και δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο για κάθε τι που μας συμβαίνει, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, να υπάρχει πάντοτε και ένας καλός λόγος.
Όση ώρα περιμέναμε, είχε τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το σώμα της, λες κι ήθελε να τραβήξει ζεστές ανάσες από τα σπλάχνα, και κοίταζε αφηρημένα τις αποσκευές να περνούν μπροστά από τα μάτια της. Και μόνο ύστερα από δυο άσκοπες, μοναχικές περιστροφές της βαλίτσας κινήθηκε να την παραλάβει. Δεν ήξερα τι ακριβώς έβλεπε, τι σκεφτόταν, αλλά περίμενα υπομονετικά στη γωνία, με ένα βαρύ σακίδιο στον ώμο. Δεν ήθελα να την αφήσω μόνη. Ή μάλλον όχι, δεν ήταν αυτό. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να πιούμε ένα ποτό, προτού φύγουμε κι οι δυο για τους προορισμούς μας. Για να ηρεμήσουμε από τα ευτράπελα του ταξιδιού. Της το πρότεινα. Αρνήθηκε με ευγένεια. Τότε τη ρώτησα αν μου επέτρεπε να τη συνοδεύσω έως την έξοδο. Μου χαμογέλασε, αν και φάνηκε ότι κατά βάθος ήθελε ν’ απαλλαγεί το συντομότερο από το διερευνητικό βλέμμα του περίεργου συνταξιδιώτη.
Βγήκαμε μαζί στο δρόμο. Είδα να ᾽ρχεται προς το μέρος μας ένας άντρας, προχωρημένης ηλικίας, με μακριά και πυκνά γένια, σχεδόν κόκκινα. Είχε δέσει σε μια κοτσίδα τα λιγοστά μαλλιά του και φορούσε τζιν μπουφάν με το ανάγλυφο σχέδιο ενός μεταλλικού αετού στην πλάτη. Πήρε τη βαλίτσα της, την κράτησε αγκαζέ κι έφυγαν. Αν δεν τους έβλεπα να μπαίνουν μαζί σ’ ένα αυτοκίνητο με σκούρα τζάμια λίγα μέτρα παρακάτω, θα περίμενα να αρχίσουν ξαφνικά το τρεχαλητό με πιασμένα τα χέρια, στο βάθος του δρόμου να καβαλήσουν μια Harley Davidson και μ’ ένα κροτάλισμα της εξάτμισης να χαθούν σαν μια μαύρη κουκίδα στη μακριά λεωφόρο. Φεύγοντας πέρασα μπροστά από το αυτοκίνητο. Το παράθυρο του συνοδηγού ήταν μισάνοιχτο. Με κάρφωσαν τα μάτια ενός αγοριού με διάπλατο στόμα και παραλυμένη γλώσσα που σερνόταν στο πηγούνι του όπως το σάπιο πετσί.

«Εσείς είστε», μου είπε. Έβγαλε τα γυαλιά, χάιδεψε τα βλέφαρά της κι ακούμπησε στο μαρμαρένιο πεζούλι της εκκλησιάς. Της είπα πόσο χαιρόμουν που την έβλεπα ξανά, δυο χρόνια μετά από κείνο το περίεργο ταξίδι. Κι ότι είχε παραμείνει μια εκκρεμότητα μεταξύ μας.
«Αυτή τη φορά θα μου κάνετε τη χάρη». Ήλπιζα ότι σε κάποιο από τα μικρά καφέ της πλατείας Κοραή θα είχα την ευκαιρία να λύσω τις απορίες μου.
Το πρόσωπό της έγινε ξανά ανήσυχο, κοίταξε γύρω της σαν χαμένη κι εκεί που περίμενα μια ακόμη απόρριψη της ανυστερόβουλης πρότασής μου, μ’ έπιασε από τον αγκώνα και μου είπε: «Πάμε, τώρα».
Μόλις που πρόλαβε να κάνει το πρώτο βήμα στο οδόστρωμα της λεωφόρου. Τα φρένα του αυτοκινήτου έκαναν ένα διαπεραστικό συριγμό, όπως η τουρμπίνα την ώρα της απογείωσης, κι εγώ απέμεινα να διαπιστώνω πόσο ελαφρύ είναι το σώμα ενός ανθρώπου όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη μοίρα του. Ποτέ δεν έμαθα ποια ήταν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: