Ήρθα εδώ για να νιώσω το ρίγος του μύστη
στον τόπο που είναι το σύνορο
της ζωής και του Άδη.
Το μυστήριο το μέγα να βρω
—πώς ανθίζουν οι νάρκισσοι στο πλουτώνιον άντρο.
Ήταν όμως κλειστές της ψυχής μου οι πύλες
και τα μάτια μου σκέπαζε η αχλή,
σαν το κρήδεμνο —πέπλο
που τη Δήμητρα κάλυπτε,
καθισμένη προσμένοντας στην αγέλαστο πέτρα
νά ᾿ρθει η Κόρη σαν Άνοιξη,
θριαμβεύουσα αγάπη
που νικά το σκοτάδι
—σαν μιας γέννας υπόσχεση σ’ ένα κόκκο από ρόδι.
Βλέπω μόνο σπασμένα τα ερείπια του μύθου
και στο βάθος του ορίζοντα
—παλιωμένα κι αυτά—τα σβησμένα φουγάρα.
Κάτι άρρωστο γύρω πλανιέται
σαν λοιμός που κενώνει την πόλη.
(Φανερώσου λοιπόν, Ελευσίνα, ως ἔλευσις,
με του ανέμου τον ψίθυρο
—τ’ ανεπαίσθητο χάδι—
με το ποίημα τ᾿ άρρητο
να ξορκίσω τον θάνατο).