Απιτίκι / Φαρμάκω

Απι­τί­κι

Ένα χτύ­πη­μα στον ώμο μου για την ώρα. Όμως εί­χα ξυ­πνή­σει και ήδη πε­ρί­με­να. Λί­γο νω­ρί­τε­ρα να μην αγ­χω­θεί. Με αυ­τό­μα­τες κι­νή­σεις: εξάρ­τυ­ση ρού­χα οπλο­βα­στός. Έξω από την πόρ­τα τ’ άρ­βυ­λα και τ’ αστέ­ρια. Από­ψε κά­νει κρύο, τα φό­ρε­σα όλα, κα­τέ­βη­κα για την αλ­λα­γή. Τό­σες φο­ρές που το κά­νου­με πια δε μι­λά­με.
Φυ­σά­ει και στα δέ­ντρα γύ­ρω μου οι μορ­φές. Οι προ­βο­λείς πά­ντα στη λά­θος πλευ­ρά. Εμείς που φυ­λά­με φαι­νό­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ας εί­ναι. Έτσι κι αλ­λιώς όλα μπο­ρεί να συμ­βούν. Από την επι­κίν­δυ­νη πλα­γιά ν’ ανέ­βουν φα­σί­στες. Από αυ­τή τη νύ­χτα να συρ­θούν οι σκιές. Στην επι­κοι­νω­νία για το Τάγ­μα δεν εί­ναι κα­νείς. Δεν πει­ρά­ζει. Και τε­λι­κά δε θα γί­νου­με οι πρώ­τοι που θα μεί­νουν εδώ. Τι να πει και ο Ιτα­λός τό­σα χρό­νια θαμ­μέ­νος στα βρά­χια. Τζου­ζέ­πε νο­μί­ζω.
Η σκο­πιά δεν αγκα­λιά­ζει τη θέα. Θα βγω έξω να χα­ζεύω το λι­μά­νι στο βά­θος. Έναν ορί­ζο­ντα που ξη­με­ρώ­νει και μου μα­θαί­νει να ζω. Μέ­χρι τό­τε σκέ­φτο­μαι διά­φο­ρα. Με τον και­ρό τα έβα­λα στη σει­ρά και ξε­κι­νώ κά­θε βρά­δυ την ίδια ρου­τί­να. Στο 21:00-24:00 και 03:00-06:00 ή 24:00-03:00 και 06:00-09:00. Κά­πο­τε κά­νου­με έρω­τα. Όσες φο­ρές το ζη­τώ. Και δεν έχω πα­ρά­πο­νο για­τί πο­τέ δεν αρ­νή­θη­κες. Το μό­νο που μπο­ρού­σες να μου προ­σφέ­ρεις από μί­λια μα­κριά.
Τώ­ρα ησυ­χία. Η έφο­δος έχει να φα­νεί μέ­ρες, εσύ μή­νες κ’ εγώ ση­μα­δε­μέ­νος από πα­ντού με δυο καύ­τρες για μά­τια. Ο χρό­νος όταν δεν κι­νεί­ται δεν κρύ­βε­ται. Όμως από­ψε χά­νο­νται τα σύ­νο­ρα με­τα­ξύ μας. Πλη­σιά­ζουν γιορ­τές.
Αφή­νω τη μι­κρή πύ­λη και ανε­βαί­νω ψη­λό­τε­ρα. Το κα­ρά­βι από εδώ περ­νά κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά. Φω­τει­νό για τους φα­ντά­ρους που το πε­ρί­με­ναν στο λι­μά­νι. Σε κά­ποια ται­νία. Αρ­γό­τε­ρα που χά­νε­ται και πά­λι κα­τα­λα­βαί­νω.
Τώ­ρα να θυ­μη­θώ κα­νέ­να πα­λιό φί­λο να πε­ρά­σει κι άλ­λο η ώρα. Να πε­ρά­σει κι άλ­λο η ώρα.
Όμως μό­νο με σέ­να οι ώρες περ­νούν μα­κριά σου. Και τό­σο πο­λύ που το νιώ­θω φο­βά­μαι μή­πως το κα­τα­λά­βεις και λυ­πη­θείς.
Όπως εκεί­νη τη νύ­χτα, που αντί για τα νού­με­ρα της Τα­ξιαρ­χί­ας, στον ασύρ­μα­το έδι­να στα­θε­ρά:

σ’ αγα­πώ
αν με λαμ­βά­νεις
έτοι­μος


Φαρμάκω

Στη Φαρ­μά­κω πή­γα εθε­λο­ντι­κά τον Δε­κέμ­βρη του επτά για να γλι­τώ­σω το Τάγ­μα. Όταν το άκου­σαν στο επι­λο­χά­δι­κο με κοί­τα­ξαν βα­θιά στα μά­τια. Κά­θε πα­ρα­βδο­μά­δα εκεί αλ­λά­ζουν τη μι­σή φρου­ρά, συ­νή­θως Τε­τάρ­τη, και από το προη­γού­με­νο από­γευ­μα ενη­με­ρώ­νο­νται οι φα­ντά­ροι να ετοι­μά­ζο­νται. Μέ­χρι το ξη­μέ­ρω­μα της ανα­χώ­ρη­σης τα ονό­μα­τα σβή­νο­νται και γρά­φο­νται τη­λε­φω­νι­κά. Πρό­κει­ται για δρα­μα­τι­κό σκη­νι­κό. Μια εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή λί­στα. Στη Φαρ­μά­κω δύο βδο­μά­δες με κα­θη­με­ρι­νή υπη­ρε­σία, πλημ­με­λή κα­θα­ριό­τη­τα, απο­μό­νω­ση, κίν­δυ­νο. Πή­γα σαν που­λά­κι. Με μια τρά­τα. Στο βό­ρειο φυ­λά­κιο. Να φυ­λάω μέ­ρα και νύ­χτα. Όμως τη νύ­χτα η σκο­πιά μ’ ένα ρα­ντα­ρί­στα εί­ναι αμεί­λι­κτη. Αυ­τοί χά­νο­νται μέ­σα στους κύ­κλους και πρέ­πει να μέ­νεις μα­κριά τους. Έξω στο μι­λη­τό σκο­τά­δι. Να προ­σπα­θείς να πε­ρά­σεις μέ­σ’ απ’ τον θό­ρυ­βο του βεν­ζι­νο­κι­νη­τή­ρα που δί­νει το ρεύ­μα σαν κά­τι το αυ­το­νό­η­το. Κι αυ­τοί μα­κριά σου μέ­νουν. Εκεί τα βρά­δια πε­ρι­μέ­νεις τα πά­ντα στο που­θε­νά. Με κου­μπω­μέ­νη τη γε­μι­στή­ρα και άδειος. Με μά­τια που βλέ­πουν κα­λύ­τε­ρα. Καρ­διά που ακού­ει. Τα βρά­δια κα­τέ­βαι­να στην πε­ρί­με­τρο και περ­πα­τού­σα. Ήξε­ρα πως οι άν­θρω­ποι εκεί εμ­φα­νί­ζο­νται ξαφ­νι­κά κι όμως δεν τους εί­δα πο­τέ. Έκα­τσα κι άλ­λη βδο­μά­δα με­τά τις δύο. Έκα­τσα κι άλ­λες δύο με­τά. Και Χρι­στού­γεν­να. Χρι­στού­γεν­να στη Φαρ­μά­κω. Μέ­σα στην ησυ­χία. Μέ­σα στο νε­ρό. Μέ­σα στο βρά­χο. Ήθε­λα να δώ­σω το χέ­ρι μου σε κά­ποιον εδώ και να εί­ναι από λό­για. Να του μι­λή­σω και να ησυ­χά­σει η ψυ­χή του. Για την ξε­νι­τιά πά­νω σε μια γραμ­μή του χει­μώ­να. Τι να του πω. Στη Φαρ­μά­κω πέ­ντε βδο­μά­δες.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: