Τέσσερα ποιήματα

Mount Wario

Πα­ρό­λο που τα­ξι­δεύ­α­με δί­πλα δί­πλα, υπήρ­χε άφθο­νος χώ­ρος ως την άκρη του δρό­μου. Αγριο­κράμ­βη και φρα­γκο­μαϊ­ντα­νός κά­λυ­πταν τον πασ­σα­λο­φρά­χτη σαν κυ­μα­τι­στός αφρός, λαί­μαρ­γοι σκου­πι­δό­το­ποι πί­σω από αυ­λα­κω­τές λα­μα­ρί­νες. Ένα και δυο φορ­τη­γά θα μπο­ρού­σαν άνε­τα να προ­σπε­ρά­σουν. Ποιος όμως θα μας προ­λά­βαι­νε; Τα­ξι­δεύ­α­με
δί­πλα δί­πλα στη Red ribbon road και ήμα­σταν πιο γρή­γο­ροι απ’ό­λους, οι Yoshi, Mario, Peach, Bowser κι εγώ. Υπάρ­χει κά­ποια επι­τα­κτι­κό­τη­τα
στο να τρέ­χου­με βρο­ντε­ρά πλάι πλάι, και με 200 οπωσ­δή­πο­τε.
Τα μελ­λο­ντι­κά μας παι­διά θα ήταν ίσως πε­ρή­φα­να αν μας έβλε­παν,
αν και τι ση­μα­σία έχει; Το ση­μα­ντι­κό εί­ναι ότι μας βλέ­πεις εσύ τώ­ρα ακρι­βώς
και νιώ­θεις τον ζε­στό, ξε­ρό αέ­ρα που χτυ­πά το πρό­σω­πό σου. Το κε­νό
ανά­με­σά μας απαι­τεί αυ­το­συ­γκέ­ντρω­ση, οπό­ταν εστιά­ζου­με στην πό­λη κά­τω από
τα σύν­νε­φα, την Electrodome. Στην προη­γού­με­νη στά­ση κά­ποιος εί­πε πό­σο ακό­μη
απέ­χει η Koopa City. Βρέ­χει πά­ντα εκεί, εί­ναι πά­ντα νύ­χτα. Τα φώ­τα των αυ­το­κι­νή­των
ρα­ντί­ζουν ροζ και βα­θυ­γά­λα­νη την άσφαλ­το της πό­λης που πλη­σιά­ζει
αρ­γά τα μο­το­συ­κλε­τι­κά μας γό­να­τα και τις αρ­θρώ­σεις μας.


Ξέ­φω­το

Υπάρ­χουν και δω τα μέ­ρη τα σκο­τει­νά, δεν εί­ναι δύ­σκο­λο να τα βρεις. Πέ­ρ’ από
τη γλυ­κιά μυ­ρω­διά των ενερ­γεια­κών πο­τών, τα βογ­γη­τά των αντρών και τις αρ­τη­ρί­ες
που απει­λούν ν’ απο­κολ­λη­θούν απ’ τους κρο­τά­φους. Πέ­ρα από τις σκα­λιέ­ρες και
τους δια­δρό­μους γυ­μνα­στι­κής, τις τη­λε­ο­ρά­σεις, τις κω­πη­λα­τι­κές μη­χα­νές
που βουί­ζουν. Πέ­ρα απ’ όλα αυ­τά, πέ­ρα μα­κριά,
υπάρ­χει μια αί­θου­σα.
Τα πο­δή­λα­τα γυ­μνα­στι­κής εί­ναι τό­σο κο­ντά το ένα στο άλ­λο που τα κέ­ρα­τά τους
αγ­γί­ζο­νται σχε­δόν. Πε­ρι­μέ­νουν την επό­με­νη φο­ρά που η ντι­σκο­μπά­λα θ’ αστρα­πο­βο­λή­σει και οι ανα­βά­τες θα μου­σκέ­ψουν τις στε­νές τους σέ­λες με τον ιδρώ­τα των βου­βώ­νων τους. Οι κα­θρε­φτέ­νιοι τοί­χοι εί­ναι τώ­ρα ακί­νη­τοι όσο και η υπό­λοι­πη αί­θου­σα· τα πε­τά­λια ανα­λο­γί­ζο­νται το ένα το άλ­λο. Μπή­κες εκεί για να ξε­φύ­γεις από τη μου­σι­κή
τέ­κνο και να τε­ντώ­σεις τους μυς σου. Υψώ­νεις θαρ­ρα­λέα το βλέμ­μα και χά­νε­σαι εκεί μέ­σα.


White Trash

Δυο στρου­θιά κά­νουν μπά­νιο σε μια λακ­κού­βα δί­πλα στη με­γά­λη εί­σο­δο του Ικέα.
Εί­ναι Σάβ­βα­το, κά­νουν μπά­νιο επι­με­λώς, βου­τά­νε
τα κε­φά­λια τους και τα βγά­ζουν τι­νά­ζο­ντάς τα έτσι που το
λι­πα­ρό υγρό κα­τα­βρέ­χει τ’ ανοιγ­μέ­να φτε­ρά πί­σω τους.
Το νε­ρό ρέ­ει σε χο­ντρές στα­γό­νες πά­νω στο φτέ­ρω­μά τους.
Ξαφ­νι­κά αρ­χί­ζει να χιο­νί­ζει. Μα δεν εί­ναι Ιού­νιος ακό­μη;
Όλοι μας στο πάρ­κινγκ στε­κό­μα­στε με τις γα­λα­ζο­κί­τρι­νες
σα­κού­λες μας στους ώμους, κοι­τά­με προς τα πα­ρά­θυ­ρα του Ικέα πά­νω ψη­λά, εί­ναι
με­γα­λύ­τε­ρα απ’ οτι­δή­πο­τε αντα­να­κλούν. Βλέ­που­με εκεί τον ου­ρα­νό, τα σύν­νε­φα
και τις πά­ντα υψω­μέ­νες ση­μαί­ες. Εκεί στέ­κει ο Edward
Scissorhands, φο­ρώ­ντας μαύ­ρα ως συ­νή­θως. Ανά­με­σα στ’ αστρα­φτε­ρά του χέ­ρια
κρα­τά το Vitsippa, το μα­ξι­λά­ρι από πο­λυ­ε­στέ­ρα, τον αφρό μνή­μης του οποί­ου
σκορ­πά πά­νω στα πρό­σω­πά μας. Και τα παι­διά
βγά­ζουν τη γλώσ­σα τους όπως
όταν πέ­φτει το πρώ­το χιό­νι.


Μυ­στι­κά του δή­μου

Εκεί­νο το βρά­δυ δια­νοί­γε­ται ένας νέ­ος δρό­μος στην πε­ριο­χή των μο­νο­κα­τοι­κιών
με όλα τα ονό­μα­τα των μα­νι­τα­ριών. Το σπί­τι στην οδό Τρού­φας έχει ακό­μη
χα­λί­κι στις μαύ­ρες του στέ­γες και τα μπαλ­κό­νια εί­ναι χρυ­σα­φί από τα σπό­ρια.
Διέ­με­ναν και οι ενοι­κια­στές κά­τω από τη γη όσο ωρί­μα­ζε το σώ­μα των μα­νι­τα­ριών;
Κά­ποιος έχει πυ­κνο­πλέ­ξει μυ­κή­λια στην αλυ­σί­δα της με­γά­λης κού­νιας.
Ίσως να μην υπάρ­χει αλυ­σί­δα εκεί. Το λά­στι­χο του τρα­κτέρ, αυ­τό ίσως εί­ναι ξύ­λι­νο.


Τέσσερα ποιήματα

Η Mariam Naraghi, γεν­νή­θη­κε το 1976, εί­ναι ποι­ή­τρια και ζει στην Ου­ψά­λα. Τα ποι­ή­μα­τα που πα­ρου­σιά­ζου­με εδώ προ­έρ­χο­νται από την πρό­σφα­τη συλ­λο­γή της Μυ­στι­κά του δή­μου (Kommunhemligheter).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: